Τρίτη 22 Μαρτίου 2022


ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Θέατρο ΔΡΟΜΟΣ
Σάββατο, 19 Μαρτίου 2022
Ώρα 9 μ.μ.

ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ
Μετάφραση από τα αγγλικά Εμμανουήλ Μαύρος (κείμενο William Archer)
Σκηνοθεσία: Εμμανουήλ Γ. Μαύρος
Β. Σκηνοθέτη: Ήρα Δαμίγου

Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

"ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΠΩΣ ΠΟΤΕ ΜΑΣ ΔΕ ΖΗΣΑΜΕ"

Το αριστούργημα του Ερρίκου Ίψεν Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί ανεβάζει κάθε Σάββατο και Κυριακή η ομάδα ''ΜΗΔΕΙΑ'' στο θέατρο ''ΔΡΟΜΟΣ'' επί της οδού Αγίου Μελετίου 25, στην Κυψέλη.
Μέσα από μια μίνιμαλ προσέγγιση με λιτά σκηνικά και κοστούμια, ο σκηνοθέτης και μεταφραστής του έργου Εμμανουήλ Μαύρος δίνει σάρκα και οστά στο βαθυστόχαστο έργο του Νορβηγού δραματουργού του 19ου αιώνα.
Οι ηθοποιοί βρίσκονται ήδη στις θέσεις τους πάνω στη σκηνή όταν το κοινό εισέρχεται στον χώρο για να καθίσει. Ο ηθοποιός που υποδύεται τον Ρύμπεκ, το βασικό δραματικό πρόσωπο, καπνίζει την πίπα του ενώ καμπάνες ακούγονται μέσα στο σκοτάδι που σκεπάζει το σανατόριο, το μέρος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Μια ηθοποιός, καλοκαιρινά ντυμένη με ένα απλό μονόχρωμο φόρεμα με τιράντες, φορά μάσκα οξυγόνου, ενδεικτικό της δυσκολίας της να αναπνεύσει καθώς ακολουθείται πιστά από τη νοσηρή σκιά της. Στο πλευρό του Ρύμπεκ βρίσκεται, όπως θα μάθουμε στη συνέχεια, η από πενταετίας περίπου, σύζυγός του Μάγια. Έχουν επιστρέψει μαζί στην πατρίδα τους, αφού έχουν ταξιδέψει όλα αυτά τα χρόνια που είναι έγγαμοι. Ο Ρύμπεκ είναι εξαιρετικά ευκατάστατος, δεδομένου ότι διαθέτει μια σεβαστή ακίνητη περιουσία. Έχει μάλιστα γίνει παγκοσμίως διάσημος από το γλυπτό του που φέρει τον συμβολικό τίτλο: ''Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ'' που αναπαριστά μια γυναίκα που ξυπνά από τον ύπνο του θανάτου. Η Μάγια, δείχνει να είναι και αυτή ένα ακόμα απόκτημά του που οφείλεται στη φήμη και στον πλούτο του. Η ίδια εξηγεί με πόνο ψυχής προς το τέλος του έργου ότι υπήρξε ένα κοριτσάκι που ζούσε στη ''μετριότητα'' κι έτσι την ''αγόρασε'' ο επιτυχημένος Ρύμπεκ. 
''Έχουμε τις ανέσεις μας ώστε να μην ενοχλούμε ο ένας τον άλλον'', της δηλώνει στην έναρξη της παράστασης ο σύζυγός της σχεδόν κυνικά. Πρόκειται εμφανώς για ένα γάμο χωρίς συναισθήματα, συμβατικό που όπως σύντομα αποδεικνύεται έχει τελματώσει και βαίνει προς τη λύση του σταδιακά κι αναπόφευκτα.
Σ' αυτό θα συμβάλει πολύ γρήγορα η γνωριμία της Μάγια με τον άξεστο κυνηγό άρκτων και ιδιοκτήτη του θεραπευτηρίου Υλφέιμ, ο οποίος θα της υποσχεθεί μια ζωή πιο πρωτόγονη μεν αλλά πιο περιπετειώδη και ενδιαφέρουσα δε. Εν ολίγοις, θα της προσφέρει ό,τι της στερεί ο καλλιτέχνης και καθηγητής πια σύζυγός της Ρύμπεκ.
Ο τελευταίος, ψυχρός και αδιάφορος, ελάχιστα θα ασχοληθεί με τη φυγή της. Η απροσδόκητη συνάντησή του με την Ειρήνη, την παλιά μεγάλη αγάπη και μούσα του, θα τον ταράξει και θα τον γυρίσει πολλά χρόνια πριν, την εποχή όπου φιλοτέχνησε το δημιούργημά του, ''το παιδί τους'', όπως συχνά το αποκαλεί κατά τη διάρκεια της παράστασης η Ειρήνη. Εκείνη, εκτός από φυματική είναι και παράφρων. Πληγωμένη βαθιά και προσκολλημένη στο παρελθόν, δεν ξεπέρασε ποτέ το βαθύ τραύμα που της άφησε ο Ρύμπεκ. Παρότι παντρεύτηκε δύο φορές και περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη, οι αναμνήσεις όχι απλά δεν την εγκατέλειψαν ποτέ αλλά τη βασανίζουν ακόμη. Νιώθει πως ο Ρύμπεκ, προτάσσοντας την υστεροφημία και τον εγωισμό του, τη χρησιμοποίησε μόνο και μόνο για να αναδειχθεί προσπερνώντας την υπόσχεση που της είχε κάποτε δώσει για κοινή πορεία και ευτυχία. Η Ειρήνη κρύβει σταθερά στον κόρφο της ένα μαχαίρι, το οποίο από χρόνια θα θελε να χει ''αξιοποιήσει''. Μήπως άραγε ήρθε η ώρα να το κάνει για να λυτρωθεί;
Οι ιδέες του έργου είναι ευάριθμες. Ο πλούτος, η δύναμη αυτού, η ματαιοδοξία, η πρωτοκαθεδρία της τέχνης που θέτει σε δεύτερη μοίρα την απλή αλλά πραγματική ζωή, η πληγωμένη ψυχή που δεν βρίσκει ίαση, η συμβατικότητα, η μοναξιά, η κενότητα, η αγάπη που αν πεθάνει ίσως δεν μπορεί πια να αναστηθεί, η χρεία για ανακούφιση, η λύση που δεν μπορούμε οι άνθρωποι να δώσουμε στον πόνο μας, οι καταπιεσμένοι μας πόθοι, η αρρώστια του κορμιού, ο θάνατος και η ίδια η ζωή που αιώνια θα αντιπαλεύουν (βλέπουμε επί σκηνής τη ''λευκή'' και τη ''μαύρη'' ηθοποιό να μάχονται κοιτάζοντας ανταγωνιστικά η μία την άλλη).
Πρόκειται για ένα κείμενο που χωρίς υπερβολή πρέπει κάποιος να δαμάσει πρώτα για να μπορέσει να το παραστήσει επί σκηνής. Οι ρόλοι του, ιδίως του Άρνολντ Ρύμπεκ και της Ειρήνης, είναι αληθινά άγρια θηρία με τα οποία οφείλουν να αναμετρηθούν οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες τους. Ο δρόμος που πρέπει να βαδίσει κανείς, όταν επιλέγει ένα τέτοιο δραματικό κομψοτέχνημα, είναι σίγουρα τραχύς και συνάμα γοητευτικός.
Στην παράσταση που είδαμε ξεχωρίζει το ζευγάρι που υποκρίνονται τους Υλφέιμ και Μάγια ενώ το μακιγιάζ με τα μαυρισμένα μάτια, χαρακτηριστικό των νοσούντων φθισικών είναι απόλυτα επιτυχές.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

 


ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ

της Λίλλιαν Χέλλμαν

Θέατρο Χυτήριο - Σημείο Πολιτισμού

Ιερά Οδός 44, Γκάζι

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν


Σάββατο, 12 Μαρτίου 2022

7 μ.μ.

Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

"Το μίσος είναι ίδιο με την αγάπη... Πάντα είναι ωραία τα δώρα... Η πολλή χαρά φέρνει δυστυχία... Πολλές φορές επινοούμε αυτό που επιθυμούμε".

Το αριστουργηματικό έργο Παιχνίδια στη σοφίτα της Λίλλιαν Χέλλμαν σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν (με βοηθό τη Χριστιάννα Μαργιόλη) ανεβαίνει κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή στις 7 μ.μ. στο Θέατρο Χυτήριο - Σημείο Πολιτισμού.

Πρόκειται για μια εξαιρετική παραγωγή της Βάσιας Παναγοπούλου σε ένα θέατρο αληθινό στολίδι τέχνης που εδώ και χρόνια φιλοξενεί θαυμάσιες παραστάσεις.

Ο Αλέξανδρος Κοέν πραγματικά μεγαλουργεί. Παίρνει στα χέρια του το κείμενο της Χέλλμαν και μέσα από μια σκοτεινή, ψυχαναλυτική (πρβλ. τα έργα του Στρίντμπεργκ) έως ψυχεδελική και πολυαισθητηριακή προσέγγιση, που ερεθίζει όραση και ακοή αλλά κυρίως ταράζει κι αφυπνίζει τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή, το αναδεικνύει και το απογειώνει.

Ο σκηνοθέτης υπογράφει και τη μετάφραση. Μάλιστα, σε αρκετά σημεία το διασκευάζει χάριν σκηνικής οικονομίας. Λόγου χάριν, στην έναρξη του έργου δεν γνωρίζουμε τον έγχρωμο παγοπώλη που μεταφέρει πάγο στην οικία των αδερφών Άννας και Κάρυ Μπερνιέ (Τζούλη Σούμα και Θεοδώρα Σιάρκου αντίστοιχα). Εκεί η Χέλλμαν δίνει μέσα από τους στίχους της το στίγμα του ρατσισμού στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης που κατοικείται από πολυάριθμους έγχρωμους ("οι νέγροι φτάσανε να μιλάνε σαν λευκοί" λέει η μία από τις δύο αδελφές) αλλά και σκιαγραφεί διά στόματος του παγοπώλη τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα των δύο γυναικών που έχουν μεγαλώσει και θυμώνουν επειδή ο πωλητής περνάει τον πάγο μέσα από το σαλόνι... Εκεί ο ίδιος γνωρίζει στους θεατές την πιο σημαντική πληροφορία (άξονα γύρω από τον οποίο πλέκεται η υπόθεση) που δεν είναι άλλη από το ότι ο Τζούλιαν, ο αδερφός των γυναικών, δεν μένει πια μαζί τους κι αυτές οφείλουν να το συνειδητοποιήσουν. Άλλη, φερ' ειπείν ευφυή παρέμβαση που κάνει ο Κοέν είναι να παραλλάξει την καιρική συνθήκη που επικρατεί στην εναρκτήρια σκηνή. Επιλέγει το μελαγχολικό φθινόπωρο και τη λυπητερή βροχή (βλέπουμε ξερά κίτρινα φύλλα πάνω στη σκηνή που αργότερα σκουπίζει η Κάρυ) κι όχι την αφόρητη, αποπνικτική ζέστη που περιγράφει η συγγραφέας (αν και οι διαπροσωπικές σχέσεις που πραγματεύεται το έργο είναι όντως πνιγηρές). 

Οι δύο αδερφές, με τα μαλλιά τους πιασμένα κότσο και με συντηρητικό ντύσιμο, μιλούν για την επερχόμενη καταιγίδα που γράφει η εφημερίδα, χωρίς η μία να κοιτάζει την άλλη. Η σχέση τους έχει κουραστεί, όπως ακριβώς κουρασμένες είναι και οι δύο, τόσο ηλικιακά όσο και ψυχολογικά. Ωστόσο, εργάζονται ακόμη: η Κάρυ η πιο νέα, σε δουλειά γραφείου με εργοδότη κάποιον που φέρει σχεδόν χαρακτηριστικά δυνάστη κι η Άννα, η πιο μεγάλη, σε πόστο πωλήτριας όπου η συνθήκη εργασίας της δεν είναι πιο δελεαστική. Παλεύουν να διατηρήσουν την αδελφική τους σχέση (μάλιστα η μία προσφέρει στην άλλη ένα δώρο κάθε εβδομάδα έστω κι αν αυτό δεν χρησιμεύει ή δεν αρέσει... η Κάρυ, ας πούμε, μισεί τα ζαχαρωτά της Άννας όπως θα μάθουμε προς το τέλος κι η Άννα δεν έχει πού να φορέσει το παλτό που της δωρίζει η Κάρυ) εφόσον οι γονείς τους δε ζούνε πια κι οι ίδιες δεν παντρεύτηκαν ποτέ αφού προτίμησαν να φροντίσουν τον μικρότερο αδελφό τους Τζούλιαν (Σόλων Τσούνης). Ο τελευταίος έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να νυμφευθεί τη Λίλλιαν (Μαριάννα Κιμούλη), μια πλούσια νεαρή γυναίκα, τρελά ερωτευμένη μαζί του. Συγκεκριμένα, έχει φύγει με εκείνη στο Σικάγο για να επιχειρήσει στον τομέα των υποδημάτων με χρήματα της ιδίας αλλά στο τέλος αποτυγχάνει. Η περίεργη ισορροπία που οφειλόταν στην ύπαρξη του Τζούλιαν μέσα στην οικία Μπερνιέ έχει διαταραχτεί κι οι δύο αδελφές αισθάνονται κενές. Επικοινωνούν με τον νεαρό άντρα μέσω αλληλογραφίας, εκείνος όμως έχει εξαφανιστεί εδώ και πάνω από δύο εβδομάδες, γεγονός που τις ανησυχεί. Πιο ανάστατη είναι η Κάρυ η οποία τρέφει για το πρόσωπό του μια διαχρονικά υπερβολική αδυναμία. Το ποσό που έχουν συγκεντρώσει εν είδει αποταμίευσης έχει μειωθεί κατά 1000 δολάρια, τα οποία του έχουν αποστείλει για να τον στηρίξουν οικονομικά. Ο Τζούλιαν εντούτοις δε βρίσκεται πλέον στο ξενοδοχείο όπου διέμενε στο Σικάγο προκαλώντας την απορία των αδελφών του. Με αφορμή την επίσκεψη της πεθεράς του (Γεωργία Μαυρογεώργη) στο σπίτι των Μπερνιέ (μιας επίσης πολύ ευκατάστατης αλλά και γοητευτικής γυναίκας που φαίνεται να έχει πληρώσει τον Τζούλιαν για να παντρευτεί την ψυχικά ασταθή κόρη της) οι Άννα και Κάρυ ενημερώνονται πως ο Τζούλιαν και η Λίλλυ έχουν επιστρέψει στη Νέα Ορλεάνη από μέρες ενώ η Λίλλυ δεν έχει καν έρθει σε επαφή με τη μητέρα της αν και έχει ένα χρόνο να τη δει. Η μητέρα της εξάλλου δεν είναι μια υποδειγματική γονέας: τρώει πολύ αργά το βράδυ (γι' αυτό και αρνείται την πρόταση των Μπερνιέ για κοινό δείπνο), κοιμάται σχεδόν ξημερώματα, δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί, έχει σύντροφο με τον οποίο συζεί εις βάρος της Λίλλιαν κι αυτοχαρακτηρίζεται ως μη κατάλληλη μάνα για το κορίτσι της... Με τις αδερφές του γαμπρού της δεν έχει συχνή επικοινωνία, σχεδόν δεν ξέρει με σιγουριά ποια είναι η Άννα και ποια η Κάρυ. Όπως και να χει όμως, ενδιαφέρεται για τη Λίλλιαν, κάτι που θα αποδείξει και στο τέλος του έργου όταν θα ζητήσει να ειδοποιηθεί για τον ενδεχόμενο χωρισμό της κόρης της από τον Τζούλιαν με σκοπό να έλθει να την πάρει κοντά της.

Ο Τζούλιαν επισκέπτεται τις αδελφές του οι οποίες κατενθουσιάζονται με την άφιξή του. Έχει πια γίνει αυτό πάντα που του ζητούσαν: πλούσιος και επιτυχημένος! Φέρνει στο σπίτι ένα σημαντικό χρηματικό ποσό του οποίου η προέλευση είναι θολή. Με τα χρήματα που έχει καταφέρει τόσο γρήγορα και ύποπτα να βγάλει, αγοράζει ακριβά φορέματα στις δύο γυναίκες, ένα σωστό δαχτυλίδι γάμου στην αγαπημένη του, εισιτήρια για ταξίδι στο εξωτερικό πάλι για τις δύο αδερφές (σημειωτέο ότι η Άννα με την Κάρυ πάντα επιθυμούσαν ένα ταξίδι μακριά από την Αμερική και δη στο Παρίσι... και μετά στο Στρασβούργο, στους τάφους των συγγενών της μητέρας τους... Όπως και να χει όμως θα αρκούνταν και σε ένα ταξίδι πιο κοντινό, εντός της χώρας. Δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ τους πουθενά). Τα λεφτά που έχει μυστηριωδώς κερδίσει αρκούν και για να ξεχρεωθεί το σπίτι τους που τόσο όμως μισούν, κυρίως η Κάρυ. Δίχως καν μάλιστα να ενημερώσει τις αδερφές του, έχει αποστείλει επιστολές παραίτησης στους εργοδότες τους με στόχο να τις απαλλάξει από την αγγαρεία της καθημερινής εργασίας.

Η χρήση του φωτιζόμενου μπαούλου απ' όπου ξεπηδούν όλα τα εντυπωσιακά δώρα που ξενίζουν τις παραλήπτριές τους σε συνδυασμό με τη μεθυστική μελωδία του κομματιού Les pêcheurs de perles (https://www.youtube.com/watch?v=LJKIJpWUNHE - το ίδιο μουσικό θέμα κοσμούσε και το ελληνικό θεατρικό έργο Αθανασία του Χρήστου Δήμα) συνιστούν μοναδικές συλλήψεις στην παράσταση (οι απίθανοι φωτισμοί είναι της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ενώ τα σκηνικά όπως και τα κοστούμια έχει ξεχωριστά επιμεληθεί ο Γιάννης Μετζικώφ).

Ο Τζούλιαν δεν μπορεί πια να ζει ως παράσιτο απομυζώντας τις αδελφές του. Μια από δεκαετίας αγαπημένη του, η Σάρλοτ που είναι παντρεμένη με ένα σατανικό και βίαιο δικηγόρο, θα του φανερώσει μια σοβαρή πληροφορία που αφορά την αγοραπωλησία ενός μεγάλου και πολύτιμου ακινήτου. Εκείνος, προσκολλημένος στο πρόσωπό της, σχεδιάζει όχι απλά να της αποδώσει το κατά 50% μερίδιό της από τη μεταβίβαση αλλά να την πάρει και μαζί στη Νέα Υόρκη όπου θα μεταβεί με τη γυναίκα του. Η τελευταία όμως από ζήλια μα πιο πολύ από ανασφάλεια αλλά και έλλειψη ψυχικής υγείας (συμβουλεύεται μια επί πληρωμή τοξικομανή οραματίστρια για τις κινήσεις της) προκαλεί, ίσως και άθελά της, την καταστροφή του Τζούλιαν. 

Για μια ακόμη φορά το θέατρο θέτει στο στόχαστρό του τις νοσηρές σχέσεις αλληλεξάρτησης που αναπτύσσονται εντός των οικογενειών αλλά και το πού οδηγεί η έλλειψη συναισθηματικής κάλυψης των παιδιών (ακούμε πως οι Μπερνιέ είχαν "κακή" μάνα - μια κακία που απόρρεε από τη σκληρή ζωή που πέρναγε). Η Κάρυ, ερωτευμένη με τον Τζούλιαν (τι εννοεί άραγε το τίτλος του έργου; Αναφέρεται στα παιχνίδια των κοριτσιών κάποτε ή μήπως στις ανίερες ορέξεις της Κάρυ σε σχέση με τον Τζούλιαν;), η Άννα πιο λογική και προσγειωμένη που κάνει να φύγει μόνη με τη βαλίτσα της αλλά τελικά παραμένει (όπως ομολογεί, πάντα την κρατούσε όρθια η προσμονή της ανατροφής των παιδιών του Τζούλιαν), ο μοναχογιός που πρέπει σαν άντρας που είναι να αποδείξει ότι είναι ικανός να βγάλει λεφτά και να κερδίσει επιτέλους το σεβασμό των θηλυκών, η Λίλλυ που δικαίως μισεί το χρήμα, είναι κτητική, ψάχνει διαρκώς από κάπου να πιαστεί και ανέχεται τον ανταγωνισμό των κουνιάδων της (''τρελή πουτάνα'' την αποκαλεί η Κάρυ), η μητέρα της που εγωιστικά προτάσσει τα προσωπικά της θέλω τακτοποιώντας τη ζωή της θρησκόληπτης κόρης της με αντάλλαγμα τα χρήματα.

Και οι τέσσερις ηθοποιοί συγκλονίζουν με τις ερμηνείες τους.

Η Τζούλη Σούμα όσο και η Θεοδώρα Σιάρκου είναι κάτι πολύ περισσότερο από πειστικές στους ρόλους των δραματικών προσώπων Άννα και Κάρυ. Υποδύονται άρτια τις δύο ''γεροντοκόρες'' που δεν ξέρουν τι θα πει γάμος, που δουλεύουν αναγκαστικά για να επιβιώσουν, που δεν είναι πια όμορφες ούτε έχει νόημα να είναι κοκέτες, που ζουν μέσα από τη ζωή του Τζούλιαν αλλά και που ακόμη ονειρεύονται έναν πιο χαρούμενο βίο. Ανατριχιαστική είναι η Σιάρκου όταν στο φινάλε της παράστασης απολαμβάνει την αρρωστημένη ηδονή του να έχει και πάλι δίπλα της τον Τζούλιαν μην υπολογίζοντας την περιττή Λίλλιαν ενώ νωρίτερα η Σούμα γυρνώντας μας στο μακρινό παρελθόν της οικογένειας εκπλήσσει το κοινό με την ανάγλυφη περιγραφή των αναμνήσεων που δε σβήνουν ποτέ κι εξακολουθούν να πληγώνουν.  

Ο Σόλων Τσούνης, σχεδόν ταυτίζεται με τον ρόλο του Τζούλιαν και την απαξία του εύκολου χρήματος που δε βγαίνει σε καλό. Η δε εξωτερική του εμφάνιση (ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια) παραπέμπουν σημαντικά σε Αμερικάνο. Η Μαριάννα Κιμούλη φέρνει εις πέρας απαιτητικές σκηνές τόσο με τη μητέρα της όσο και με την Κάρυ που της επιτίθεται με έντονη κίνηση (τη βλέπουμε όρθια πάνω στο τραπέζι) αλλά και περιφερόμενη μόνο με το νυχτικό της κι έπειτα με ένα κατακόκκινο φόρεμα, ενδεικτικά στοιχεία της αλλοφροσύνης της. Η Γεωργία Μαυρογεώργη υποκρίνεται άψογα την αρχοντική αριστοκράτισσα που όσο κι αν αγαπά τον Χένρι (τον πατριό της Λίλλιαν) θα είναι παρούσα στις δυσκολίες της κόρης της για να τη στηρίξει με το δικό της τρόπο.

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαργιόλη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών: Μάριαμ Νίκου
Παραγωγή: Βάσια Παναγοπούλου

Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά):

Μαριάννα Κιμούλη, Γεωργία Μαυρογεώργη, Θεοδώρα Σιάρκου, Τζούλη Σούμα, Σόλων Τσούνης

Διάρκεια: 85 λεπτά



Τρίτη 8 Μαρτίου 2022


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΟΛΠΕΡΤ

του Νταβίντ Γκήζελμαν

ΘΕΑΤΡΟ "ΑΡΓΩ"

Ελευσινίων 13-15

Μεταξουργείο

Δευτέρα, 7 Μαρτίου 2022

9 μ.μ.

Σκηνοθεσία: Αγνή Χιώτη

Δραματολογική ανάλυση & κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου

"Ό,τι φαίνεται φυσιολογικό κρύβει μέσα του κάτι το αφύσικο... όπως το φλυτζάνι του καφέ με το γάλα να πέφτει μέσα του και να ανοίγει σαν μανιτάρι"

Πρεμιέρα έκανε τη Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022 στο θέατρο ''ΑΡΓΩ'' στις 9 το βράδυ η παράσταση Ο κύριος Κόλπερτ του Γερμανού συγγραφέα Νταβίντ Γκήζελμαν σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κοέν και σκηνοθεσία της Αγνής Χιώτη (με βοηθό την Ελένη Τσακιλτζή).

Μια εσωτερική πόρτα διαμερίσματος, ένα τραπέζι με καρέκλες, ένα τηλέφωνο στον τοίχο με μακρύ καλώδιο, ένα μπαρ, ένα μπαούλο κι ένα ξεσκονόπανο... Ένα ζευγάρι μάς συστήνεται ενώ φιλιέται και λικνίζεται χωρίς να μιλάει υπό τους ήχους γερμανικής μουσικής και φωτορυθμικών που προμηνύουν αν όχι βία, σίγουρα ένταση. Η γυναίκα ντυμένη με ένα κατακόκκινο εντυπωσιακό (όπως θα ακούσουμε στη συνέχεια) φόρεμα.

Ύστερα, εισέρχεται ένας διανομέας φαγητού ενώ ακριβώς μετά ένα ακόμα ζευγάρι με τον άνδρα να σηκώνει χέρι πάνω στη γυναίκα καθώς η μουσική παίζει σχεδόν εκκωφαντικά. Άριστη πραγματικά η σκηνοθετική σύλληψη παρουσίασης των δραματικών προσώπων του έργου.

Το πρώτο ζευγάρι - ο Ραλφ και η Σάρα - μόνο του. Γελάει. Ο άνδρας ξεσκονίζει ενώ συνομιλεί με τη σύντροφό του για όπλα και εκφοβισμό με αφορμή μια ταινία που είδαν μαζί. Έχουν προσκαλέσει σπίτι τους ένα άλλο ζευγάρι, τον Μπάστιαν με την Έντιτ. Οι δύο γυναίκες είναι συνάδελφοι, δηλαδή γνωρίζονται από τον κοινό χώρο της εργασίας τους. Ο άνδρας του προσκεκλημένου ζευγαριού χαρακτηρίζεται πριν την έλευσή τους ως "γελοίος'' προϊδεάζοντας τους θεατές για την κακή μεταχείριση που θα δεχθεί.

Οι οικοδεσπότες μιλούν με πάθος για την ταινία δράσης και μυστηρίου που έχουν παρακολουθήσει. Δείχνουν εμφανώς πόσο θέλουν να μιμηθούν τους δρώντες της που κρατούν όπλα και σκοτώνουν πολύ κόσμο ενώ το ενδιαφέρον τους στρέφεται στο μπαούλο και στο ενδεχόμενο κλείδωμά του για να δημιουργηθεί ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα στη διάρκεια της βραδιάς. 

Το φιλικό ζευγάρι εισέρχεται στο σαλόνι και αφουγκράζεται το μαύρο χιούμορ του Ραλφ και της Σάρα περί πτώματος μέσα στο σπίτι. Το εκλαμβάνουν χαλαρά και δηλώνουν πως δεν πίνουν αλκοόλ παρά μόνο χυμούς οι οποίοι και τους προσφέρονται (ευφάνταστα τα props δηλαδή τα σκηνικά αντικείμενα της παράστασης των οποίων την επιμέλεια ανέλαβε η Μαρία Φιλίππου). Αντίθετα, οι οικοδεσπότες πίνουν αρκετά. "Μπεκρουλιάστε'' ακούμε να λέγεται στην παράσταση, μια προστακτική ωμή που όσο παράγει γέλιο άλλο τόσο αυξάνει την ανησυχία καθώς το αλκοόλ σε μεγάλη ποσότητα κάνει τους πότες να χάνουν τον έλεγχο. Οι οικοδεσπότες δεν γνωρίζουν ούτε από μαγειρική. Για να κεράσουν τους φιλοξενούμενούς τους, προτείνουν παραγγελία κινέζικου ή ιταλικού φαγητού καταλήγοντας στην επιλογή της πίτσας. Ακολουθεί μια χαρακτηριστική κωμική σκηνή με την τηλεφωνική παραγγελία στην πιτσαρία όπου είναι τακτικοί πελάτες. Η παραγγελία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και με ιδιαιτερότητες στις προτιμήσεις, όπως και οι τέσσερις άνθρωποι που σχετίζονται με αυτή. 

Το μαύρο χιούμορ επανέρχεται με την εισαγωγή του ονόματος του κυρίου Κόλπερτ που εργάζεται στη διοίκηση και αποτελεί τον ''πρώτο φόνο'' των Ραλφ και Σάρα. Μάλιστα, ήταν ένας άνδρας με σημαντικές σεξουαλικές επιδόσεις, όπως κυνικά και μεταξύ σοβαρού και αστείου αναφέρει η Έντιτ. 

Οι σκηνές του έργου χωρίζονται πρώτα με ησυχία και μετά με μουσική, επίσης εύστοχο σκηνοθετικό στοιχείο που καλλιεργεί στους θεατές το συναίσθημα της απορίας αναμεμειγμένης με φόβο. 

Ο Μπάστιαν είναι διαβητικός, κάνει ένεση ινσουλίνης. Είναι αδύναμος, τρόπον τινά, και εξαρτώμενος από την ουσία αυτή που ρυθμίζει την ισορροπία στον οργανισμό του (αναρωτιέται κανείς αν αυτή η οργανική δυσλειτουργία ευθύνεται και για την οξύθυμη συμπεριφορά του που δεν αργεί να εκδηλωθεί). Είναι αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, ''χτίστης'' ενώ ο Ραλφ μελετάει τη θεωρία του χάους. Όλα διέπονται από μία τάξη... όχι όμως όλα. Και πιθανόν η τάξη αυτή όταν διασαλεύεται να αποκαθίσταται μέσω της βίας και του παραλογισμού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των πολέμων.

Ο Ραλφ αποδομεί τη ''Μόνα Λίζα'' με εξισώσεις ενώ η Έντιτ δηλώνει πως απεχθάνεται τα παζλ. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με έναν ερευνητή του χάους, απαντάει ο Ραλφ με ένα διφορούμενο στυλ... Ο Μπάστιαν θυμώνει πολύ διότι θεωρεί πως ο Ραλφ είναι προσβλητικός απέναντι στη σύζυγό του. Νωρίτερα, έχουν κουβεντιάσει για την απόλυτη επαγγελματική εξειδίκευση, γνώρισμα του σύγχρονου δυτικού κόσμου, υπονοώντας τον μονολιθικό και απρόσωπο άνθρωπο που τείνει να στερηθεί ουσιαστικού περιεχομένου (το παράδειγμα που σχολιάζουν είναι ο ''φυσικός ημιαγωγών'').

Ο Ραλφ και η Σάρα δεν είναι παντρεμένοι, πληροφορία που επαναλαμβάνεται στη διάρκεια του έργου ίσως επειδή ο συγγραφέας θέλει να τονίσει την ελεύθερη, χωρίς δεσμεύσεις, ανυπότακτη σχέση τους. Ακούγεται ένας ήχος. Δεν είναι ο διανομέας του φαγητού (ο οποίος αργεί αισθητά). Η Έντιτ, εύπιστη, θεωρεί ότι όντως κάποιος κρύβεται μέσα στο μπαούλο ενώ η ίδια υπογραμμίζει ότι ένα όπλο στον χώρο εργασίας θα ήταν χρήσιμο.

Ο Ραλφ, αναλυτικός όπως κάθε θεωρητικός επιστήμονας, εξηγεί το φαινόμενο της ρίψης του γάλατος στον καφέ σε συνάρτηση με τη θεωρία του χάους. Τότε είναι που η παραγγελία καταφθάνει, λαθεμένη στο σύνολό της (πλην των επιδορπίων) δίνοντας ερέθισμα στους τέσσερις συνδαιτημόνες να διαπληκτιστούν. Ο διανομέας προσπαθεί να επικοινωνήσει με το κατάστημα για να λυθεί η παρεξήγηση με κλήση όμως από την ίδια την πιτσαρία ώστε να μην χρεωθεί ο πελάτης (δηλαδή οι Ραλφ και Σάρα). Στην κλήση όμως που δέχονται πίσω την πρώτη φορά δεν είναι ο Λουίτζι, ο υπεύθυνος του εστιατορίου, αλλά η κυρία Κόλπερτ που αναζητά τον σύζυγό της!

Οι ηθοποιοί κινούνται πάνω στη σκηνή συνεχώς, πέφτουν στο πάτωμα, παλεύουν, συνέρχονται. Ο Μπάστιαν συγχύζεται, ζητά λίγο γλυκό για να ηρεμήσει ενώ και οι υπόλοιποι ''απολαμβάνουν'' τις πάστες (ειδικά ο Ραλφ που η πάστα του 'ρχεται στο μάτι...) Η κίνηση επί σκηνής είναι συνεχής, ζωηρή, ρεαλιστική. Ζωγραφίζεται με άγρια χρώματα και στηρίζονται σε αυτή η πλοκή και εξέλιξη του έργου (η εξαιρετική της επιμέλεια είναι έργο της Μαρίας Δελετζέ). Ο Μπάστιαν, εξοργισμένος, δένει με το καλώδιο του τηλεφώνου τον Ραλφ και κατόπιν τη Σάρα. Χτυπά τη γυναίκα του στο πάτωμα και την ματώνει, γεγονός που η Έντιτ δε λησμονεί και λαχταρά να εκδικηθεί στο τέλος. Αιτία της βάναυσης συμπεριφοράς του οι ισχυρισμοί της Σάρα ότι η Έντιτ είναι ερωμένη του Κόλπερτ!

Το παρανοϊκό παιχνίδι έχει αποκτήσει πλέον νόημα. Η Σάρα μιλά για ρουτίνα και ανία, θηρεύει τη διασκέδαση έστω και μέσα από αυτό το κανάλι. Ο Μπάστιαν και η Έντιτ έχουν πέσει στην παγίδα τους, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Γιατί δεν έφυγαν από την πρώτη στιγμή όταν είδαν πως το κλίμα της επίσκεψης είναι νοσηρό; Γιατί επέλεξαν να μείνουν και να συγκρουστούν; (γλαφυρός ο συνειρμός με τα δύο αντίστοιχα ζευγάρια στο έργο του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;)

Ο μόνος αθώος είναι ο διανομέας που επανέρχεται με τη σωστή αυτή τη φορά παραγγελία μα δε θα ξαναβγεί από το διαβολικό διαμέρισμα ζωντανός... Ενσαρκώνει όλα εκείνα τα άτομα που χωρίς να φταίνε πληρώνουν το αρρωστημένο μυαλό όσων επιθυμούν να παίξουν, να ξεφύγουν, να κερδίσουν, να επιβληθούν, να συμπαρασύρουν τους άλλους, να αποτελματωθούν ακόμα χειρότερα.

Οι δραματικοί χαρακτήρες μασούν τις πίτσες τους βουλιμικά, μηχανικά, χωρίς να απολαμβάνουν τις τόσο σύνθετες παραγγελίες τους που χρειάστηκαν λίγο χρόνο να διακρίνουν και διανείμουν μεταξύ τους (άλλη μια έξυπνη σκηνή που καταμαρτυρεί τη χωρίς ουσιώδη λόγο μπερδεμένη ζωή του σημερινού ανθρώπου). Ο τρόπος επικοινωνίας χωλαίνει, έχει ξεπέσει σε κακόγουστες (και όχι μόνο) φάρσες, σε παιχνίδια ενηλίκων που οδηγούν σε γελοιοποίηση μα και αποκαλύψεις, σε ανέκδοτα που καλό είναι να μην ολοκληρώνονται γιατί αλλιώς χάνουν την αξία τους ενώ βασικές πληροφορίες της καθημερινής ζωής είναι γραμμένες στο τραπέζι και ανακαλούνται μέσω της ανάγνωσής τους από την επιφάνεια αυτή... 

Πού είναι άραγε ο κύριος Κόλπερτ; Ζει ή είναι δολοφονημένος; Κι αν ναι, κρύβεται στο περιβόητο μπαούλο ή κάπου αλλού; Η Έντιτ είναι όντως αυτή η γλυκιά, φιλήσυχη σύζυγος του Μπάστιαν που συναντάμε στην έναρξη του έργου; Ποια απωθημένα θα τη μεταμορφώσουν και με ποιον θα συνταχθεί; Με τον Μπάστιαν ή με το αντίπαλο ζευγάρι; 

Η λύτρωση μέσα από το αίμα, η ευταξία μέσα από την αναρχία, η λογική κι ο εξαγνισμός μέσα από την τρέλα και τη διαστροφή, η πίστη των πιο αμαρτωλών στον Θεό (βλέπουμε σταυροκόπημα όταν ακούγονται οι καμπάνες της εκκλησίας), η απελευθέρωση μέσα από την απογύμνωση, η αναζήτηση του νοήματος της ζωής, η επικράτηση του ισχυρότερου, η λήψη σοβαρών αποφάσεων μέσα σε λίγα λεπτά, η διαύγεια παρά το θολό τοπίο... όλες αυτές τις έννοιες, προβλήματα, ζητούμενα, αλήθειες κατάφερε να χωρέσει ο Γκήζελμαν στην τόσο πρωτότυπη κωμωδία του.

Η ανάστατη κατάσταση στην οποία περιέρχεται το σκηνικό στο τέλος της παράστασης (ρούχα, πίτσες, γλυκά και μπύρες στο πάτωμα) καταδεικνύει όχι απλά τις ολοζώντανες ερμηνείες των πέντε ηθοποιών που υποδύθηκαν τους δρώντες αλλά και όλο το επιτυχημένο δέσιμο των συντελεστών που συνεργάστηκαν για αυτό το όμορφο αποτέλεσμα που απολαύσαμε στην πρεμιέρα. Και οι πέντε ηθοποιοί ήταν πολύ σωστοί, μετρημένοι υποκριτικά ανάλογα με το ύφος του κειμένου αλλά και συγκινητικοί.

Η παράσταση παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.00 μ.μ. στο θέατρο ''ΑΡΓΩ''.


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνοθεσία: Αγνή Χιώτη
Σχεδιασμός φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Σκηνογράφος: Μαρία Φιλίππου
Ενδυματολογική επιμέλεια: Νικόλ Παναγιώτου
Ενδυματολόγος: Στεφανία Λυμπεροπούλου
Μουσική επιμέλεια: Αναστασία Μανιάτη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Τσακιλτζή
Art Designer: Ιάσωνας Καστόρης
Οργάνωση Παραγωγής Κέφαλος
Εκτέλεση παραγωγής RepenteArts
Επικοινωνία: Αγλαΐα Παγώνα

Ερμηνεύουν
Καλή Δάβρη
Κυριάκος Μαρκάτος
Ευγενία Παναγοπούλου
Θεόφιλος Μανόλογλου
Σταμάτης Μπάκνης

Info: https://argotheater.gr/o-kyrios-kolpert/