Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Κριτική από τον Αλέξανδρο Ακριτίδη

Ποίηση - Μαρίνα Αποστόλου (Λεξίτυπον)

E-mailPrintPDF
 Ποίηση - Εκδόσεις Λεξίτυπον
Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση της Μαρίνας Αποστόλου, αποτέλεσε μια ευχάριστη εμπειρία. Γιατί, όπως έχω ομολογήσει κατ’ εξακολούθηση, μου αρέσουν οι άνθρωποι που εκφράζονται λιτά και έξυπνα, χωρίς να επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν με πομπώδεις εκφράσεις και ακατανόητες λέξεις. Απέριττος είναι επίσης και ο τίτλος της συλλογής, η οποία συστήνεται με τη λέξη «ποίηση»
Κάποια ποιήματα αναφέρονται στους ποιητές και στο ήθος που οφείλουν αυτοί να έχουν μέσα στο λογοτεχνικό κόσμο. Στην Μαρίνα Αποστόλου δεν αρέσει η έπαρση, δεν την συγκινούν οι μεγάλοι τίτλοι, δεν την αγγίζουν οι δόξες. Για εκείνη, σημασία έχει να ζεις τη στιγμή και να ανακαλύπτεις την ομορφιά μέσα σε απλά καθημερινά πράγματα. Όπως πολύ σωστά υπενθυμίζει, ο ποιητής πρέπει να κρατά πάντα μέσα του τις παιδικές του αξίες και να μην ξεχνάει ποτέ το πώς ξεκίνησε, ασχέτως με το πού έφτασε. Σε γενικές γραμμές ωστόσο θεωρεί ότι η λογοτεχνία στη χώρα μας διανύει μια «μαύρη» περίοδο, εφόσον κυβερνάει η προχειρότητα και η υποκουλτούρα. Μια περίοδος που όλοι έχουν κλείσει τα αυτιά τους στις φωνές των αυθεντικών ποιητών, οι οποίοι εμφανώς έχουν περιθωριοποιηθεί… 
Κατ’ επέκταση, η τραγική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με την  αναμενόμενη αστική πίεση, προκαλούν στην ποιήτρια έντονο προβληματισμό και πόνο. Γιατί, κακά τα ψέματα, ζωή είναι οι εικόνες που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Και τι είναι αυτό που βλέπει; Οι έντονες οικονομικές αντιθέσεις, η φίμωση των τολμηρών φωνών, η χειραγώγηση των μαζών, η έλλειψη σημαντικών παρεμβάσεων από θεσμούς, όπως το κράτος και η Εκκλησία, η επικράτηση της παρακμής και της βίας. Πώς λοιπόν θα βρει ο πολίτης το θάρρος ν’ αντιδράσει; Πώς αυτή η κρίση αξιών δεν θα πληγώσει τα τόσα νεανικά όνειρα; Πώς θα πάψουμε, παρόλα τα χτυπήματα, να κυνηγούμε μια ουτοπική – υλιστική ζωή; 
Η Μαρίνα Αποστόλου θεωρεί, και όχι άδικα, πως όλα πηγάζουν από την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των μικρομεσαίων στρωμάτων, που είναι και τα κυρίως θύματα της κρίσης. Σε ένα υπέροχο ποίημα τονίζει (όπως και ο Ξηλούρης) πως τελικά αντί ν’ αντιδράσουμε απέναντί σ’ εκείνους που πρέπει, κατάφεραν να μας βάλουν να αλληλοφαγωθούμε μεταξύ μας.

Φαρμάκι από όλους για όλους
Στα φτωχά σπίτια
Στις ταπεινές δουλειές…

Ακόμα και ο άστεγος έχει αηδιάσει από το ψεύτικο ενδιαφέρον και την προσποίηση του κόσμου τούτου, απέναντι στο πρόβλημά του, και τους φωνάζει να τον αφήσουν ήσυχο. Αντιστρέφοντας σαφώς την οπτική γωνία, από εκείνον στους «άλλους», στους οποίους βλέπει κι αυτός τόσα αρνητικά… μα σιωπά. Η ποιήτρια υπονοεί πιθανόν δύο πράγματα. Πρώτον πως συχνά οι άνθρωποι, καθησυχασμένοι στη θαλπωρή τους, δεν αντιλαμβάνονται πως ο κίνδυνος να τα χάσεις όλα, είναι πλέον υπαρκτός για τον καθένα και δεύτερον πως το ζητούμενο δεν είναι η ελεημοσύνη και η διάσωση, αλλά η πρόληψη, ώστε να μην δημιουργούνται τέτοια φαινόμενα….

Αφήστε με…εγώ δεν σας κοιτώ
Κρατήστε τον οίκτο σας, καταπιείτε μια φορά
τα λόγια σας για μένα και τους ομοίους μου…

Το βιβλίο περιλαμβάνει πάραυτα και κάποιες διαφορετικές αισθητικές πινελιές, όπως ο έρωτας, η αναπόληση, το άγχος του φευγαλέου χρόνου. Φωτεινές εικόνες από τη ζωή στα ελληνικά νησιά ή σκοτεινές εικόνες από τη ζωή στην πόλη. Αν και η ποιήτρια, όπως προανέφερα, προβληματίζεται έντονα από όσα συμβαίνουν, σε καμιά περίπτωση δεν φανερώνει καθολική απελπισία ή πεσιμισμό. Ίσα ίσα που μας παροτρύνει να μην βλέπουμε μόνο την αρνητική πλευρά της ζωής, αλλά να στρέφουμε τα αισθητήρια όργανά μας σε τόσα άλλα, που μπορούν να δώσουν χαρά στην ψυχή μας. 
Στη ομορφιά της φύσης, στα χρώματα, στην παιδική αγνότητα, στα αγγίγματα, στη γοητεία του μυστήριου, στο άρωμα του χρόνου…
Έξοχο επίσης το ποίημα "les moins fortunés"  (Οι λιγότερο τυχεροί), που αναφέρεται σε όλον αυτόν τον αλλογενή και διαφορετικό πληθυσμό, που ζει στην αφάνεια, βιώνει την αδικία και την ανέχεια. Ένας πληθυσμός που δεν γελά ποτέ, δεν χαίρεται ποτέ, δεν ψάχνει τα κλειδιά για ένα χαμένο παράδεισο… 
Η Μαρίνα Αποστόλου είναι μια ζωντανή φλέβα της εποχής της. Νιώθει, διαμαρτύρεται, κάνει τη δική της προσπάθεια αυτογνωσίας. Κι αν αποχαιρετάει συμβολικά τη “μεταλλαγμένη” πόλη της, που βρίσκεται σ’ αυτό το “ζοφερό μεταίχμιο”, όπως το αποκαλεί, δεν εγκαταλείπει την ελπίδα για ένα διαφορετικό αύριο.

ΚΑΠΟΤΕ ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΕΣ  (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ)
Αφιερωμένο στον ποιητή Νίκο Σφαμένο

Φίλε Νίκο,

Κάποτε θέλησες το θάνατο να ορίσεις
μέσα από τους στίχους σου
τι σημαίνει «πεθαίνω» να καθορίσεις
τον ανθρώπινο χαμό να εξηγήσεις
το στίγμα σου στο αέναο ερώτημα να αφήσεις.

Κοίτα γύρω σου, δες...
Άνθρωποι που πια δε χαμογελούν
Δεν ερωτεύονται
Δεν έχουν φαντασία, άσκοπα παιδεύονται
Φοβούνται να τολμήσουν
Αρνούνται να ζήσουν
Κλείνουν τις ψυχές τους σε τετράγωνα
Καλλιεργούν χωράφια άγονα
Ψεύτικες στιγμές, προεξοφλημένες ζωές
αποδείξεις απτές...

Αν δεν είναι όλα αυτά θάνατος, τι είναι;


Αλέξανδρος Ακριτίδης
Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών



Last Updated on Friday, 29 November 2013 22:01

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

Ντρέπομαι!
Χριστέ μου, πόσο ντρέπομαι!
Απογοητεύομαι!
Χριστέ μου, πόσο απογοητεύομαι!
Ακούω!
Χριστέ μου, ακούω τις φωνές και τα συνθήματα!
Μυρίζω!
Χριστέ μου, μυρίζω όχι αρώματα από λουλούδια αλλά ουσίες χημικές!
Τους βλέπω!
Χριστέ μου, τους βλέπω απ’ το παράθυρό μου!
Φοβάμαι!
Χριστέ μου, φοβάμαι την επίθεση που πλησιάζει!
Συζητάω!
Χριστέ μου, συζητάω με αγωνία για τα χάλια μας!
Είμαι!
Χριστέ μου, είμαι ένας από αυτούς!
Δεν ξέρω!
Χριστέ μου, ανάθεμα κι αν ξέρω ποιο είναι το σωστό!
Ανακαλύπτω!
Χριστέ μου, ανακαλύπτω το απαράδεκτο αίσχος!
Λυπάμαι!
Χριστέ μου, λυπάμαι που ό, τι έχτισα γκρεμίζεται τόσο εύκολα!
Τι κάνω;

Χριστέ μου, τι κάνω εκτός από το να διαπιστώνωσυνειδητοποιώπικραίνομαιπαρανοώ;

Μαρίνα Αποστόλου
10/7/2013
Υπουργείο Παιδείας

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη





[Συνέντευξη στον Χάρη Γαντζούδη]  

"Γενικά η Ελλάδα είναι μία χώρα με ταμπού και ακόμα με κλειστό μυαλό. Δεν έχει να κάνει μόνο με τις μεταμοσχεύσεις. Είμαστε δυσκίνητοι σε πολλά θέματα, αλλάζουμε με αργούς ρυθμούς. Μας λείπει ακόμα η ευαισθησία του αλτρουισμού κι η κατανόηση ότι δε ζούμε μόνοι μας κι ότι ο ένας χρειάζεται τον άλλο στον κόσμο αυτό.  Τέλος, υπάρχει κι η θρησκοληψία που επηρεάζει ένα μέρος του πληθυσμού".
Μαρίνα Αποστόλου


Με αφορμή το δεύτερο θεατρικό της έργο "Το Κουτί" που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Σαΐτα και το ιδιαίτερο θέμα που διαπραγματεύεται, το Λογοτεχνικό Ταξίδι συνομιλεί με τη συγγραφέα Μαρίνα Αποστόλου. 

Κυρία Αποστόλου σας καλωσορίζω στο Λογοτεχνικό Ταξίδι. 

Καλώς σας βρήκα.

Περιγράψτε μας με λίγα λόγια τον εαυτό σας. 

Θα έλεγα πως είμαι ένα συνηθισμένο άτομο, εντελώς καθημερινό κι ίσως όχι ιδιαίτερα κοινωνικό. Μου αρέσει να παρατηρώ ανθρώπους και περιστατικά (έτσι εξάλλου γίνεται η αρχή της συγγραφής) αλλά με τις συναναστροφές μου είμαι πιο ‘’κλειστή’’.

«Το κουτί» είναι το δεύτερο θεατρικό σας έργο και διαπραγματεύεται το θέμα των μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα. Τι σας έκανε να θέλετε να γράψετε γι’ αυτό το θέμα; 

Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, ως αφορμή στάθηκε η εκπομπή ‘’Πρωταγωνιστές’’ του Σταύρου Θεοδωράκη με θέμα τη σκληρή πραγματικότητα για τις μεταμοσχεύσεις. Εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω ένα θεατρικό έργο κι έψαχνα για θέμα. Μόλις είδα την εκπομπή συγκλονίστηκα τόσο πολύ που αποφάσισα πως αυτό αξίζει να είναι το αντικείμενο του επόμενου έργου μου.

Φαντάζομαι πριν αρχίσετε τη συγγραφή του, κάνατε κάποια έρευνα. Συναντήσατε δυσκολίες; 

Ευτυχώς υπήρξα τυχερή. Όλοι οι επιστήμονες που αναφέρω στο βιβλίο ήταν από την πρώτη στιγμή πρόθυμοι να με πληροφορήσουν σχετικά και να απαντήσουν σε κάθε μου ερώτηση. Επίσης, έμαθα πολλά από την ίδια την εκπομπή αλλά και από τη Δήμητρα Κοσκινά στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο αυτό.

Στην ιστορία βλέπουμε πως μια οικογένεια περνάει από την ευτυχία στη δυστυχία. Ο Πέτρος, ο γιος της οικογένειας χάνει τη ζωή του μα οι γονείς του αρνούνται να δώσουν τα όργανά του για μεταμόσχευση. Η δωρεά οργάνων παραμένει ταμπού στην Ελλάδα και γιατί συμβαίνει αυτό; 

Γενικά η Ελλάδα είναι μία χώρα με ταμπού και ακόμα με κλειστό μυαλό. Δεν έχει να κάνει μόνο με τις μεταμοσχεύσεις. Είμαστε δυσκίνητοι σε πολλά θέματα, αλλάζουμε με αργούς ρυθμούς. Μας λείπει ακόμα η ευαισθησία του αλτρουισμού κι η κατανόηση ότι δε ζούμε μόνοι μας κι ότι ο ένας χρειάζεται τον άλλο στον κόσμο αυτό.  Τέλος, υπάρχει κι η θρησκοληψία που επηρεάζει ένα μέρος του πληθυσμού.

Οι γονείς καταλαβαίνουν το λάθος τους όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια κατάσταση, δηλαδή όταν η Άννα η κόρη της οικογένειας  χρειάζεται μεταμόσχευση. Θεία Δίκη; 

Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεία Δίκη. Ξέρω σίγουρα ότι κανείς δεν είναι άτρωτος. Απλά πολύς κόσμος φαντάζεται ότι τα προβλήματα είναι για ‘’τους άλλους’’. Κι αυτό θα ήθελα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως: ότι δεν κάνω προπαγάνδα υπέρ της δωρεάς οργάνων. Έγραψα αυτό το βιβλίο με σκοπό να τονίσω την αξία της αλληλεγγύης. Το να δωρίσεις τα όργανα του συγγενούς σου αντί αυτά να αλλοιωθούν μέσα στο χώμα είναι απλά ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Τι είναι έμπνευση για σας;

Κάθε τι που μου κάνει εντύπωση, που μου τραβάει την περιέργεια, με πληγώνει, μου προκαλεί έντονα συναισθήματα.

Μέχρι σήμερα έχετε γράψει δυο θεατρικά έργα και δυο ποιητικές συλλογές. Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο αυτή την περίοδο; 

Μια συλλογή διηγημάτων ίσως. Θα δούμε.

Πως περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας; 

Πηγαίνοντας θέατρο ή γράφοντας.

Κλείνοντας θα ήθελα να προτείνετε στους αναγνώστες μας το αγαπημένο σας βιβλίο. 

‘’Τα σταφύλια της οργής’’ του Τζον Στάινμπεκ είναι ένα από τα κλασικά βιβλία που ξεχωρίζω.

Σας ευχαριστώ πολύ. 

Εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε βήμα για να μιλήσω για ‘’ΤΟ ΚΟΥΤΙ’’. 




Βιογραφικό

Η Μαρίνα Αποστόλου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία. Είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογικές με τίτλους "Θα περπατήσουμε μαζί" (Οσελότος, 2010) και "Νοτιάς" (Οσελότος, 2011) και τα θεατρικά έργα "Οι αποθηκάριοι" (Οσελότος, 2012) και "Το κουτί" (εκδόσεις Σαΐτα, 2012).
Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η "Σοδειά", τα "Δέκατα" και οι "Χίμαιρες" καθώς και στο διαδίκτυο.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ο φιλόλογος Δημήτριος Μίχας μιλά για το έργο της Χριστίνας Μέλλιου...


Fort Augustus
Προ ημερών ήρθε στα χέρια μου ένα σύγγραμμα των εκδόσεων «Οσελότος», με τον τίτλο Fort Augustus.
Είχα πολύ καιρό να μελετήσω ένα τόσο μεστό και πυκνό κείμενο όπου οι λέξεις με έναν ταλαντούχο και δεξιότεχνο τρόπο, συναποκαλύπτουν τόσο καταλυτικά και ταυτόχρονα ποιοτικά, την ερωτική προσωπική εμπειρία. Η συγγραφέας Χριστίνα Μέλλιου με ασυνήθιστη ωριμότητα γραφής, τον χαρακτηριζόμενο συνήθως με «άκρα μοναξιά», ερωτικό λόγο τον καθοδηγεί διεισδυτικά σε βαθείς χώρους του εσώψυχου κόσμου και του προσφέρει δύναμη ερμηνείας και γλωσσική ένδυση (πεζή και ποιητική) τέτοιας μορφής και περιεχομένου που γίνεται «τύπος και εικόνα» καθολικής αποδοχής για κάθε ερωτικά μυημένο.
Ο Έρωτας, στην Χριστίνα Μέλλιου, είναι ένα μυστήριο που συμβαίνει στο τρισδιάστατο της ψυχής (λόγος-συναίσθημα-επιθυμία). Είναι μια θεία μυσταγωγία όπου ο άνθρωπος σε μια πολυδιάστατη λειτουργία αισθημάτων ξεδιπλώνει όλη την υπαρξιακή του υπόσταση. Το Πλατωνικό «ο άνθρωπος θείας μέτεσχεν μοίρας» βρίσκει πειστική ερμηνεία εδώ, γιατί μέσα στην τελετουργία της ερωτικής εμπειρίας διαγράφονται τα όρια της ανθρώπινης υπαρξιακής διάστασης σε μια αποκάλυψη όλων των τιτανικών δυνάμεων που κρύβονται στο αχανές σύμπαν της εσωτερικότητάς του.
Έτσι, στο πανηγύρι των αισθήσεων της ζωτικής ορμής και της σωματικής σύσπασης, στο αγριεμένο Διονυσιακό πάθος, αποδιοργανώνεται το "έλλογον" μέσα στην τυφλή παράδοση και την μεθυστική έκσταση. Ο Έρωτας όμως δεν ξεπέφτει στην χυδαιότητα. Είναι η εμπειρία που συμπυκνώνει το ονειρικό με το πραγματικό, είναι ο σεισμός του συμπαντικού χωροχρόνου που εγκλωβίζει το στιγμιαίο με το αιώνιο, το πεπερασμένο με το άπειρο, το παντοδύναμο με το εύθραυστο, το ανατρεπτικά ζωογόνο με την βίωση ταυτόχρονα της ζηλόφθονης φθοράς: Το ανθρώπινο!
Ο Έρωτας γίνεται αποκάλυψη αυτογνωσίας. Η ευφορία της ευτυχίας προβληματίζει… και μέσα στην αίσθηση της "δυστυχίας του τελειωμού" προξενείται μια άπληστη επανάληψη σε χώρους και χρόνους διαφορετικούς (εξ ου και η διαίρεση του βιβλίου σε ενότητες). Σ' αυτούς παρουσιάζεται η αλληλοδιαμάχη της έλξης και επιθυμίας, της ονειρικής φαντασίωσης και της ρεαλιστικής επίγνωσης της φθοράς. Επίσης διαγράφεται η "περπατησιά" στα σκότη του υποσυνείδητου και στην γνωριμία με την άλογη εσωτερική δύναμη που κρύβει το παράφορο του Έρωτα, συμπλεκόμενο ταυτόχρονα με τη ζωογόνο φλόγα του που αναζωογονεί και "αλλοιώνει" την ύπαρξη σε ψυχική Ανάταση και σε εσωτερική ικανοποίηση.
Η πληρότητα αυτή μάλιστα "μεταλλάσσει" τα βιώματα αυτά σε εικόνες οι οποίες με την λειτουργικότητα της μνήμης διαμορφώνουν μία υγιή υπέρβαση: την έλλογη αντίδραση στο πλήγωμα που δυστυχώς ακολουθεί …από το ξεθώριασμα αυτού του όμορφου, του ωραίου προσκυνήματος στα Ιερά τοπία της ερωτικής μυσταγωγίας.
Όταν τελειώνει αυτός ο ωραίος, εκστατικός ίλιγγος προβάλλει αυτή η Μνημοσύνη όχι ως τελετή μνημοσύνου αλλά ως νοητική λειτουργία γνώσης και αυτογνωσίας που επαναφέρει στην επιφάνεια του παρόντος, το μύχιο, κρυφό και παράδοξο του κενού και της απουσίας. Και εκείνο, το Διονυσιακό, που πολλές φορές βιώθηκε ως άναρχο πάθος, τώρα έρχεται ως Απολλώνια αρμονική λύρα και ψάλλει την εμπειρία της ερωτικής εκείνης Άνοιξης με στίχους που θυμίζουν τον αρχέγονο Νόστο για τον ερωτικό παράδεισο της προπτωτικής μακαριότητας. Είναι ένα βιβλίο, μέσα στο οποίο συναντά κανείς έναν μύχιο κόσμο για μια αναπάντεχη ξενάγηση Ιαπετικού συμβολισμού, που ενώνει την ανθρώπινη χοϊκότητα με την ανθρώπινη θεϊκότητα.

Δημήτριος Μίχας

Φιλόλογος-Εκπαιδευτικός

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013






ΤΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡΑΚΙ (Διήγημα)

Παρασκευή. Είναι μεσημέρι Παρασκευής. Η Ελένη ίσα που πέρασε για μια ώρα από το σπίτι της για να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της και να φύγει πάλι για το μαγαζί. Η Παρασκευή είναι μια δύσκολη μέρα, κουραστική. Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει στο κατάστημα οπτικών που εργάζεται τον τελευταίο χρόνο, δυόμιση χρόνια από τότε σχεδόν δηλαδή που ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο ΤΕΙ οπτικής στην Αθήνα. Νέες παραγγελίες, αλλαγές φακών, φακοί επαφής μόνιμοι ή μιας χρήσης, υγρά για τους φακούς, κοκάλινοι μοντέρνοι σκελετοί, ντιζαϊνάτα γυαλιά ηλίου… Στο κέντρο της Νέας Ιωνίας, σε ένα πολύ μικρό στενάκι κάθετο στην Ηρακλείου αλλά με πολλή κίνηση. Μια σταλιά, όχι πολλά τετραγωνικά αλλά με πολλές προοπτικές… Ανήκει στον Κώστα, το συμφοιτητή της και άνθρωπό… της. Η’ τουλάχιστον έτσι την αφήνει να νομίζει εκείνος. Το άνοιξε πριν ένα χρόνο όταν επέστρεψε από φαντάρος με χρήματα που είχε αφήσει ο μακαρίτης ο πατέρας του στη χήρα τη μάνα του. Κι η Ελένη τον στηρίζει, κάνει ό, τι καλύτερο μπορεί για να πουλάει το μαγαζί. Δουλεύει έξι τη μέρες τη βδομάδα, πρωί απόγευμα, χωρίς άδειες, χωρίς ρεπό, χωρίς απαιτήσεις για επιπλέον χρήματα. Μέχρι και που καθαρίζει το χώρο, ξεσκονίζει και κομπλιμεντάρει κακομούτσουνους πελάτες που επιθυμούν να αγοράσουν γυαλιά που διόλου τους ταιριάζουν και τους κάνουν να φαίνονται ακόμα πιο αστείοι ή κακόγουστοι απ’ ότι είναι. Μέχρι και που τη μάνα του Κώστα ανέχεται η οποία δεν έχει άλλον στον κόσμο από το γιο της… Άλλο παιδί δεν μπόρεσε να αποκτήσει με το συγχωρεμένο τον κυρ-Τάσο κι έτσι… Μόνη της παρηγοριά είναι να έρχεται εκεί στο κατάστημα οπτικών του Κώστα για να τον έχει κοντά της και να μη νιώθει μόνη της στο σπίτι τους.

Ώρα πέντε παρά τέταρτο. Η Ελένη μπήκε στο τρένο από Πατήσια προς Νέα Ιωνία. Τής αρκεί ένα τέταρτο για να φτάσει στο μαγαζί. Εκείνη θα το ανοίξει και θα περιμένει τον Κώστα που έχει κατέβει στο κέντρο της Αθήνας σε κάποιο συνεργάτη του. Θα πάει έξι με έξι και μισή μέχρι να ρθει.
Να τη! Έφτασε κιόλας στο μαγαζί. Ξεκλείδωσε την πόρτα, άναψε τα φώτα και τη θέρμανση σε διακριτικό επίπεδο… Ίσα-ίσα να σπάει η υγρασία του Νοεμβρίου. Το μαγαζί το είχε συγυρίσει το μεσημέρι κι έτσι είναι στην εντέλεια, έτοιμο να ανταποκριθεί σε ένα εμπορικό απόγευμα με απαιτήσεις όπως αυτό της Παρασκευής. Ησυχία παντού. Πολλή ησυχία. Ανοίγει το τρανζιστοράκι της. Ένα τόσο δα μικρό τρανζιστοράκι, ένα κούτσικο ραδιοφωνάκι του πατέρα της που δεν το χρησιμοποιεί πλέον εκείνος. Ακούγεται μουσική από κάποιο σταθμό. Όχι καθαρά και όχι δυνατά. Αλλά τής αρκεί για να τής κρατήσει συντροφιά και για να σπάσει αυτή την τρομακτική ησυχία. Παίζει κάποιο χαρούμενο τραγούδι, το κέφι φτιάχνει και το εργάσιμο απόγευμα ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς.

Δε θα χε πάει έξι παρά όταν η Ελένη είδε τη μάνα του Κώστα να μπαίνει στο μαγαζί. Αντιπαθητική και με ξινή μούρη, χρησιμοποιώντας πάντα το δεκανίκι της που τής είχε πια γίνει απαραίτητο μετά από εγχείρηση στο γόνατο που χρειάστηκε να γίνει όταν γλίστρησε κι έπεσε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού τους στα Πευκάκια. Άνοιξε την πόρτα κι άφησε ένα βαρύ βογγητό. Η Ελένη την καλησπέρισε μα εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να της απευθύνει καν το λόγο. Σα να μην άκουσε. Σα να ήταν κουφή ή σα να  μη μίλησε ποτέ η Ελένη. Κάθισε στην πολυθρόνα που είχε τοποθετήσει δίπλα στο ταμείο κι έβγαλε από τη σακούλα το βελονάκι με το πλεχτό που ετοίμαζε για το γιο της. Το τρανζιστοράκι συνέχιζε να γρατζουνάει τα αυτιά των δυο γυναικών με ελληνικές ποπ μελωδίες όταν μπήκε μέσα μια πελάτισσα.

Ζήτησε να δοκιμάσει σκελετούς για γυαλιά μυωπίας ενώ ταυτόχρονα έδειχνε στην Ελένη τη συνταγή του οφθαλμιάτρου. Για μια στιγμή, χρειάστηκε να ανεβάσει την ένταση της φωνής της για να ακουστεί καλύτερα και ξάφνου χωρίς να το περιμένει κανείς, ακούστηκε ένας ήχος οξύς και μη συγκεκριμένος σα γρύλισμα, σα φωνή κάποιου ζώου που κράτησε μόνο δύο δευτερόλεπτα. Κι αμέσως μετά κόπηκε και το τρανζιστοράκι. Τέρμα η μουσική. Ήταν η κυρά-Μαρία. Η μάνα του Κώστα. Ποτέ της δε συμπάθησε τη συσκευή της Ελένης. Την ενοχλούσε και την αποσυντόνιζε την ώρα που έπλεκε. Κι επίσης δεν καταλάβαινε με τι δικαίωμα μια ξένη όπως η Ελένη άνοιγε τη μουσική και μάλιστα τη στιγμή που μες το μαγαζί ήταν πελάτης!

Η Ελένη την κοίταξε ελάχιστα με την άκρη του ματιού της και συνέχισε να βοηθάει την πελάτισσα με την επιλογή του σκελετού. Την είχε συνηθίσει τόσο καιρό τη μάνα του Κώστα και δεν την παρεξηγούσε πια. Έπειτα, ήταν ερωτευμένη με το γιο της από φοιτήτρια, είχε κάνει τόσο υπομονή να τον περιμένει και πλέον ήταν και βοηθός του στη δουλειά. Πίστευε ότι όπως κάθε μεγάλη γυναίκα και χήρα, έτσι και η κυρά-Μαρία έδειχνε υπερπροστασία για το παιδί της. Κι έτσι προσπερνούσε τα πάντα. Άλλωστε, και ο Κώστας τής είχε ζητήσει να μην ξεσυνερίζεται τη μάνα του. Είχε γεράσει, όπως έλεγε. Ήταν τυραννισμένη στη ζωή της και γι’ αυτό γινόταν αυστηρή και ιδιότροπη πού και πού. Κι η Ελένη συμμεριζόταν το κάθε τι. Ειδικά όταν εκείνος τής υποσχόταν γάμο και παιδιά, όνειρα για μια κοινή ευτυχισμένη ζωή… Όταν θα γινόταν ‘’κόρη’’ της κυρά-Μαρίας, όλα θα άλλαζαν. Θα ήταν σα μάνα της. Κι έτσι υποχωρούσε σε όλα: στις παραξενιές, στις προσβολές και στις αγενείς υποδείξεις ακόμα και μπροστά σε πελάτες και σχεδόν ποτέ με την υποστήριξη του Κώστα προς το πρόσωπό της. Τα άντεχε όλα, δούλευε σκληρά κι υπάκουε την κυρά-Μαρία.  Έτσι, το τρανζιστοράκι δεν το ξανάνοιξε ποτέ. Το τρανζιστοράκι σώπασε οριστικά.

Πέρασαν δύο χρόνια. Ήταν Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζανε και οι δυο τους. Αλλά γιορτάζανε χώρια. Η Ελένη είχε ήδη μετακομίσει στην Πάτρα, σ’ ένα σπίτι που χε κληρονομήσει από τη γιαγιά της κι είχε στήσει εκεί με δάνειο που πήρε απ’ την τράπεζα, ένα μικρό κατάστημα οπτικών. Ο Κώστας  πάλι, είχε επεκτείνει το μαγαζί στη Νέα Ιωνία ενοικιάζοντας και το διπλανό χώρο. Είχε μάλιστα παντρευτεί μια κοπέλα από το χωριό του, την Άννα. Η Άννα δεν ήταν συνάδελφός του αλλά είχε μεγάλη προίκα και κυρίως  την ενέκρινε η κυρά-Μαρία. Εκείνη μάλιστα τού την προξένεψε απομακρύνοντας βιαίως την Ελένη από κοντά του. Δεν ήταν αυτή για το γιο της. Ξεβράκωτη και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Απλά μια καλή υπάλληλος. Τι να το κάνεις; Δεν αρκεί! Η Ελένη εκείνη τη μέρα είχε ανέβει στο πατάρι του σπιτιού για να βρει ένα μικρό σάκο. Την επομένη θα ταξίδευε στην Αθήνα για δουλειές. Έπεσε πάνω σ’ ένα τρανζιστοράκι της γιαγιάς της. Παλιό, ξεχασμένο, όλο σκόνη. Θυμήθηκε το δικό της. Εκείνο στο μαγαζί του Κώστα, τότε. Αλήθεια, τι το κανε; Ούτε που θυμόταν.

Την άλλη μέρα βρέθηκε στην Αθήνα. Με μαύρα γυαλιά και  μαζεμένα τα μαλλιά, πέρασε έξω από το κατάστημα του Κώστα. Κοίταξε μέσα, η κυρά-Μαρία έλειπε. Είδε μόνο μια κοπέλα, καστανή με καρέ μαλλί. Μπήκε μέσα. Ζήτησε τον Κώστα με το μικρό του όνομα και έλαβε την απάντηση:

-Πείτε μου, εμένα. Εγώ είμαι η γυναίκα του Κώστα.

Η προφορά της ήταν βαριά. Το ένα της μάτι έκλεινε ελαφρώς ενώ η βέρα στο δεξί της χέρι λαμπύριζε εκτυφλωτικά. Τής ζήτησε συγγνώμη, δε θέλησε να αφήσει κάποιο μήνυμα και την αποχαιρέτισε χαμηλόφωνα.

Μαρίνα Αποστόλου

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013


Κριτική της Χριστίνας Μέλλιου για την ποιητική συλλογή της Μαρίνας Αποστόλου Νοτιάς.

Είναι το δεύτερο ποιητικό ταξίδι που ξεκίνησα παρέα με τους στίχους της Μαρίνας Αποστόλου. Ο Νοτιάς έφτασε στα χέρια μου αρκετά νωρίς. Όσο νωρίς, δηλαδή χρειάζονταν για να μπορώ να επιστρέφω σε αυτόν ξανά και ξανά. Γιατί τούτη η ποίηση δεν σε αφήνει να διακόψεις το ταξίδι…
Σε κάθε σελίδα, συναντά κανείς τη γνώριμη υψηλή αισθητική της ποιήτριας. Η οικεία της φωνή, πιο δυνατή, πιο φανερή, πιο σταθερή, πιο σίγουρη αυτή την φορά. Κάθε στίχος, κάθε στροφή μαρτυρά την άνοιξη μιας ωριμότητας που γεννάται με βάση το βίωμα και την αποκαλυπτική διάθεση των εμπειριών, αναφέρεται στην δημιουργία που εκφράζεται μέσα από την ίδια την ζωή, μιλά για τα χνάρια που αφήνει πίσω του κάθε τι που κομματιάστηκε και έγινε ποίηση ή έστω μια κάποια ανάμνηση, έτοιμη να καρποφορήσει και αυτή.
Εκεί, εστιάζεται και η καινοτομία του παρόντος έργου. Εάν το Θα περπατήσουμε μαζί μας οδήγησε στην ποίηση μέσα μας, ο Νοτιάς τολμά –το δίχως άλλο- και μιλά χωρίς ενδοιασμούς για την ποίηση μέσα στην ίδια την Μαρίνα.
«…Όσα δεν φτάσαμε
γίναν ποιήματα…»
μας λέει, δίνοντας μορφή και αφορμή στη δύναμη που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες, προκειμένου να παρουσιαστεί εμπρός μας.
Η δύναμη αυτή δεν είναι μια κάποια άγνωστη ουσία. Είναι η δύναμη μιας γυναίκας που δεν διστάζει να φανερώσει ό,τι η ίδια κρατά φυλαγμένο. Κάνει έτσι την αρχή σε μια αποκάλυψη που δεν υπόσχεται ότι θα είναι ούτε ανάλαφρη, ούτε διασκεδαστική.


Γιατί κάθε τι που τολμά να βγει στην επιφάνεια είτε ως παραδοχή
«Αόρατη παγίδα,
ήσουν καλά κρυμμένη, δε σε είδα,…»

είτε ως παράπονο
«Και πάλι συλλογιέσαι αυτά που δεν αλλάζουν
όλα εκείνα που τ’ οράματα σου επισκιάζουν…»,

είτε ως αναπόφευκτο
«Πάρε λοιπόν τη θέση που η μοίρα σου ορίζει,
στάσου στην σκοτεινή γωνιά που σου αξίζει…»

κουβαλάει μαζί του ένα κομμάτι ψυχής που δεν ανέπνευσε. Και αυτό απαιτεί ετοιμότητα και θάρρος, γιατί μέσα του υπάρχει καλά κρυμμένος ένας μεγάλος πόνος.
Η Μαρίνα Αποστόλου, όμως, τολμά! Τολμά και αποτυπώνει στο χαρτί ιδέες, ψυχή, εικόνες, φόβο, αγωνίες. Όλα όσα εμείς ίσως και να μην θελήσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν. Ακολουθώντας όμως, το ένστικτό της, και ενώ πραγματικότητες υπάρχουν πολλές, εκείνη τολμά, παραδέχεται και αποδέχεται την μια, αιώνια και άχρονη αλήθεια. Αυτή είναι η επιλογή της. Σε αυτή την αλήθεια μας οδηγεί ο Νοτιάς της. Είναι η αλήθεια που κάποια στιγμή θα γίνει ο καθρέφτης μας. Είναι ο πόνος, που πριν γίνει συνείδηση πρόλαβε και έγινε στίχος.

Νέα Σμύρνη,
Ιούλιος 2012.