Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Συνέντευξη στο ''διαβάζουμε''

Η Μαρίνα Αποστόλου μπήκε δυναμικά στο χώρο του βιβλίου με την ποιητική συλλογή «Θα περπατήσουμε μαζί» από τις εκδόσεις Οσελότος.

Έδωσε μια αποκλειστική συνέντευξη για τους αναγνώστες του diabazoume.gr

Απολαύστε την...


Ποιο είναι το αγαπημένο σας ρητό;

Ουκ εν τω πολλώ το ευ κ' όταν κάνουμε ό,τι μπορούμε, κάνουμε ό,τι πρέπει.


Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;

Μετά από μια μετάφραση ενός γαλλικού μυθιστορήματος που έκανα στα 23 μου.


Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε ή σας έκανε να θέλετε να γράψετε το βιβλίο «Θα περπατήσουμε μαζί»;

Έγραψα το πρώτο μου ποίημα, απαρχή του Θα περπατήσουμε μαζί μετά από ένα ταξίδι στην Κω. Κι απλά δε σταμάτησα σ' αυτό.


Ποια είναι η πρώτη σκέψη που κάνετε το πρωί;

Σήμερα είναι μια καινούργια μέρα.


Το βράδυ με ποιες σκέψεις κοιμόσαστε;

Κοιμάμαι με σκέψεις που με ευχαριστούν και κυρίως που με ταξιδεύουν. Είμαι αρκετά ονειροπόλα


Τι σημαίνει για εσάς έμπνευση;

Έμπνευση σημαίνει σύλληψη ενός ερεθίσματος όπως μια λέξη, μια φράση, μια εικόνα, ένα περιστατικό... είναι ένα μπουμπούκι που κοιμάται μέσα στο μυαλό κι όταν έρθει η κατάλληλη ώρα ξυπνάει και ανθίζει στο χαρτί.


Τι είναι αυτό που σας γεμίζει και σας βοηθάει να συνεχίσετε το γράψιμο;

Η ανάγκη μου για έκφραση συναισθημάτων και εντυπώσεων.


Πόσες ώρες την ημέρα γράφετε;

Περίπου δύο ώρες κάθε βράδυ.


Στην Ελλάδα οι συγγραφείς δεν ζουν από τα βιβλία τους. Εσάς ποιο είναι το κύριο επάγγελμα σας;

Είμαι εκπαιδευτικός.


Τι αγαπάτε στους ανθρώπους;

Τη θετική ενέργεια και την όρεξη για ζωή.


Τι σημαίνει για εσάς ευτυχία;

Το να απολαμβάνεις μικρές χαρούμενες στιγμές.


Ποιο είναι κατά την άποψη σας το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο.

Το να πεθάνει το παιδί του.


Πότε γελάσατε τελευταία και με τι;

Με την παράσταση Ιππείς του Αριστοφάνη από το ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ Αγρινίου.


Πως περνάτε τον ελεύθερο σας χρόνο;

Βλέπω θεατρικές παραστάσεις και γράφω. Επίσης, προσπαθώ να ταξιδεύω όσο πιο συχνά γίνεται.


Το βιβλίο που έχετε σε περισσότερες από μια εκδόσεις.

Οι άθλιοι του Β. Ουγκώ.


Το βιβλίο που θα θέλατε να έχετε γράψει εσείς.

Ποτέ δεν έχω νιώσει ότι θα θελα να έχω γράψει ‘'εγώ'' κάποιο βιβλίο όσο κι αν το χω λατρέψει.


Το βιβλίο που διαβάζετε αυτές τις μέρες.

Τελειώνω τη συλλογή διηγημάτων Μικρές χαρές της Μ. Κέντρου-Αγαθοπούλου.


Το ερωτηματολόγιο συντάχτηκε από τη Νανού Νικολά, για το www.diabazoume.gr, Αύγουστος 2010.


Copyright 2009 www.diabazoume.gr

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

Το κουπί

Το κουπί

Τράβα λοιπόν κι εσύ το δικό σου το κουπί
την πλάτη σου έχε έτοιμη για να μαστιγωθεί
τα μπράτσα σου σφίξε γερά και μη λυγάς
σκλάβος μην είσαι κοινός, να είσαι Βαραβάς

Διαλείμματα δε θα χει, δε θα σου δώσουνε νερό
κουπί συνέχεια θα τραβάς χωρίς σταματημό
και οι ρυθμοί θ’ αυξάνονται, θα νιώθεις πως λιποθυμάς
και κάποιοι σύντροφοι θα χάνονται, θα φτύνεις αίμα και θα μαρτυράς

Μα εσύ να μην πτοείσαι και το κουπί σου να βαστάς πιστά
ανθεκτικός και πείσμωνας να είσαι και το κορμί σου κράτα σταθερά
μέσα απ’ τα στήθια σου άγριες κραυγές θα βγουν
μα μην αφήσεις τις δυνάμεις σου έτσι απλά να προδοθούν

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Το ζευγάρι (διήγημα)

Το ζευγάρι

Ήταν η τελευταία μας βραδιά στη Νάξο, η τελευταία βραδιά των διακοπών μας. Μια αυγουστιάτικη νύχτα μοναδική που θέλαμε να επωφεληθούμε όσο καλύτερα γινόταν. Κόντευε εννιά κι ήμασταν σχεδόν έτοιμες για τη βόλτα μας στο υπέροχο κάστρο της χώρας. Φορούσαμε τα καλά μας, θαρρείς και γιορτάζαμε κάτι το επίσημο. Είχαμε χτενιστεί, βαφτεί κι αρωματιστεί εκπέμποντας μια φίνα και γλυκιά μαζί θηλυκότητα. Πριν μπούμε στο αυτοκίνητο κι αναχωρήσουμε απ’ το Καστράκι, δεν παραλείψαμε να βγάλουμε και φωτογραφίες με ψηφιακή μηχανή η οποία απέδιδε την εικόνα μας με χρώματα τόσο ζωντανά, τόσο ζωηρά, μας έδειχνε όμορφες, μας κολάκευε. Μάλιστα, ξεχώριζαν λεπτομέρειες όπως κάποια μπιζού στο λαιμό τα οποία με μια κλασική μηχανή με φιλμ θα χάνονταν ή θα φαίνονταν θαμπά.
Η διαδρομή μάς ήταν ήδη γνωστή και συνηθισμένη καθότι ήμασταν στο νησί ήδη μια εβδομάδα. Στροφές, δρόμος σε μεγάλο του κομμάτι αφώτιστος από τους διάφορους δήμους, χωριά με στενά σοκάκια όπου πορευόσουν με αλληλοϋποχωρήσεις σε σχέση με τα άλλα οχήματα, μύλοι παραταγμένοι στη σειρά, χαρακτηριστικό στοιχείο των Κυκλάδων αλλά και έντονες και όχι και τόσο ευχάριστες οσμές από τα κόπρανα των ζώων που έδιναν το γάλα τους για τα πασίγνωστα τυριά της Νάξου.
Μπήκαμε στην πολύβουη πόλη ύστερα από μισή ώρα. Κόσμος παντού, κίνηση, τουρίστες από τη βόρεια Ευρώπη κατάξανθοι, οικογένειες με μικρά παιδιά και καρότσια με μωρά. Θέσεις για στάθμευση λιγοστές κι όσο για μικροπαρανομίες πάνω σε κάποιο πεζοδρόμιο ούτε λέξη, καθώς η ύπαρξη των δημοτικών αστυνομικών και μόνο αποτελούσε απαγορευτικό για τέτοιου είδους λύσεις.
Μετά από δυο τρεις βόλτες, καταφέραμε να βρούμε μια κενή θέση στο πάρκιν του Αγίου Γεωργίου. Αφού βεβαιωθήκαμε ότι το αυτοκίνητο βρίσκεται σε ένα ‘’σωστό’’ σημείο, προχωρήσαμε προς το κάστρο. Με τακούνια ψηλά, δεν ήταν τόσο εύκολο να βαδίζουμε γρήγορα. Τα βήματά μας ήταν μικρά, κομψά, τόσο όσο χρειάζεται για να μην πονάμε στα δάχτυλα απ’ την πίεση των παπουτσιών μας. Από μέρες είχαμε συμφωνήσει το τελευταίο βράδυ να δειπνίσουμε στο Ενετικό, ένα εστιατόριο κοντά στην παλιά αγορά με θέα το λιμάνι. Δεν είχαμε κάνει κάποια κράτηση, ωστόσο θεωρούσαμε ότι θα βρίσκαμε τραπέζι χωρίς δυσκολία. Μπαίνοντας στο μαγαζί κι ακούγοντας τη λέξη ‘’καλησπέρα’’ από κάθε σχεδόν εργαζόμενο, τοποθετημένο στην υποδοχή και στο σερβίρισμα, τακτοποιηθήκαμε σε ένα τραπέζι δυστυχώς λιγότερο άνετο από εκείνα που ακουμπούσαν στον τοίχο του καταστήματος κι επέτρεπαν στους πελάτες να απολαμβάνουν περισσότερο το λιμάνι και την περαντζάδα των ανθρώπων κατά μήκος της παραλίας. Τελικά είχε επιλέξει αρκετός κόσμος το Ενετικό για την τέρψη του στομαχιού του εκείνη τη βραδιά.
Ο σερβιτόρος δεν έκανε ούτε ένα λεπτό. Σχεδόν με το που κάτσαμε, έφερε ψωμί και πάστα ελιάς μαζί με δροσερό νερό. Πολύ ευγενικά μας έδωσε τον κατάλογο για να διαλέξουμε σαλάτα και κυρίως πιάτα αφήνοντάς μας τον απαραίτητο χρόνο για να κατασταλάξουμε στην παραγγελία μας. Παράλληλα, άλλοι σερβοτόροι, θα ταν σίγουρα τουλάχιστον δύο τον αριθμό, πηγαινοέρχονταν φέρνοντας λαχταριστά πιάτα στους άλλους ‘’πεινασμένους’’. Δεν άργησα να διακρίνω απ’ τη λίστα των φαγητών αυτό που θα έκανε το στόμαχό μου να νιώθει έναν γλυκό κορεσμό. Αυτό θα ήταν μια ψητή μελιτζάνα σε πήλινο με πιπεριά, ντομάτα και άφθονο τοπικό τυρί. Έτσι, μέχρι να ανακαλύψει και η παρέα τον αντίστοιχο λόγο της ίδιας ηδονής του ουρανίσκου της, δεν παρέλειψα να επιθεωρήσω το χώρο πιο επισταμένα.
Έβλεπα πότε ερωτευμένα ζευγαράκια σε τραπεζάκια για δύο, πιάνοντας τρυφερά ο ένας το χέρι του άλλου και μιλώντας χαμηλόφωνα και πότε πολυμελείς συντροφιές με δυνατές ομιλίες και εύθυμη διάθεση. Το βλέμμα μου συνέχισε να πλανάται φιλτράροντας ακόμα περισσότερο τους συνδαιτημόνες του εστιατορίου, μέχρι που σταμάτησε πάνω σε ένα απ’ τα ζευγάρια.
Ο σερβιτόρος εφοδίαζε το τραπέζι του με πελώρια πιάτα που περιείχαν ίσως τα ακριβότερα εδέσματα του καταστήματος όπως γαρίδες, καβούρια κι άλλα εκλεκτά θαλασσινά με εντυπωσιακές γαρνιτούρες. Η κυρία, θα ήταν επιεικώς εξήντα ετών, με ξανθά βαμμένα καρέ μαλλιά, καστανά μάτια, ντύσιμο σπορ και χείλια φουσκωτά και πεταμένα προς τα έξω, προϊόν πιθανόν κάποιου τσιτώματος, λίφτινγκ, τραβήγματος- πώς το λένε;-από μαχαίρι πλαστικού χειρουργού. Έμοιαζε ευκατάστατη και καλοζωισμένη μα όμως καθόλου αρχοντική και θελκτική. Εξέπεμπε κάτι το άγριο, το επιθετικό και συνάμα δεσποτικό. Ο άντρας πάλι, το πολύ τριάντα ετών, καστανός, πολύ αδύνατος, φορούσε ένα άσπρο λιτό μπλουζάκι κι ένα στενό σκισμένο τζιν κι είχε ένα ύφος λες κι ήταν χαμένος στο διάστημα. Η φωνή του βαριά και αργή, πότε κοιτούσε την κυρία και πότε τη θάλασσα. Κατανάλωναν κι οι δυο τους με περισσή όρεξη τα νόστιμα φαγητά, συχνά πασαλείβονταν από τις σάλτσες και τα ζουμιά, γλείφονταν σα σκυλιά και κατόπιν σκουπίζονταν άτσαλα με τις υφασμάτινες πετσέτες του Ενετικού. Απορούσα πού χωρούσαν τέτοιες γενναίες ποσότητες φαγητού στο μικρό και συρρικνωμένο στομαχάκι του νεαρού. Κι όμως! Τον μελετούσα... Οι πιρουνιές του ήταν τεράστιες, θαρρείς το πιρούνι του έμοιαζε με την τρίαινα του θεού Ποσειδώνα που προκαλούσε τρικυμία στην πιατέλα με τα ορεκτικά!
Η κυρία, αν και αγέλαστη και ψυχρή, έδειχνε να τον καμαρώνει. Ενδιαφερόταν για το αν ο συνοδός της έμενε ευχαριστημένος με το όργιο θαλασσινών γεύσεων που κατακυρίευε το τραπέζι τους. Κι εκείνη έτρωγε καλά, άρπαζε καθόλου ευκαταφρόνητα κομμάτια απ’ τις μερίδες χωρίς παρόλα αυτά να εξασθενεί η έννοια της για το σύντροφό της. Τα μάτια του νεαρού ήταν μισόκλειστα κι η φωνή του σερνόταν. Το ζευγάρι καθόταν δεξιά μου. Η προσοχή μου ήταν αυξημένη κι η ματιά μου αδιάκριτη και φωτογραφική κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε στους δυο τους.
Όταν το χλαπάκιασμα ολοκληρώθηκε και έφτασαν στο σημείο να χαϊδεύουν τις κοιλιές τους, η κυρία άναψε ένα τσιγάρο. Ο νεαρός την είδε κι αμέσως επιθύμησε το ίδιο. Του πρόσφερε ένα απ’ την ταμπακιέρα της. Δε μιλούσαν, μονάχα φύσαγαν τον καπνό. Ο νεαρός έδειχνε τόσο να το έχει ανάγκη... λες και αυτό υποκαθιστούσε κάποια άλλη εξάρτησή του η οποία τον είχε φέρει σε εκείνο το πανάθλιο χάλι και τον είχε υποτάξει σε κείνη την απαίσια ‘’δουλειά ή δουλεία’’ ή μάλλον προσφορά υπηρεσίας και εκδούλευση στην κυρία. Μια εξάρτηση που τον κρατούσε έξω απ’ τη φυσιολογική ζωή αλλά και του εξασφάλιζε την απαιτούμενη νοσηρή ενέργεια για το έργο του. Ήταν ένας κανονικός υπηρέτης, υπόδουλος πρώτα απ’ όλα του εαυτού του, αυτοκαταστροφικός, αδύναμος να ξεφύγει, καθηλωμένος σε μια σάπια πραγματικότητα, έρμαιο των κακών επιλογών του που επιβίωνε πλέον περπατώντας σ’ έναν αναξιοπρεπή μονόδρομο διαπομπευόμενος. Απέφευγε να κοιτάξει την κυρία, το θέαμά της του γεννούσε αποστροφή. Στερούνταν όμως σθένους κυρίως σθένους πνευματικού για να το βάλει στα πόδια και να ελευθερωθεί.
Αφότου έσβησαν τα τσιγαράκια τους, η κυρία όρισε πως ήταν η ώρα για το λογαριασμό. Με ένα νεύμα της κάλεσε το σερβιτόρο και τον ζήτησε. Διάβασε το ποσόν. Όχι και τόσο υψηλό για τον περίδρομο που είχαν κατεβάσει. Άνοιξε το κόκκινο δερμάτινο πορτοφόλι της. Αφαίρεσε σχεδόν επιδεικτικά δύο κολλαριστά πενηντάευρα. Ο νεαρός της υπέδειξε να αφήσει pourboire*... ήταν θέμα τρόπων. Αμέσως έψαξε στη θήκη με τα νομίσματα κι εντόπισε ψιλά για να ευχαριστήσει το φίλο της και να εκφράσει την ικανοποίησή της στο σερβοτόρο. Ο τελευταίος κατέφθασε, δέχτηκε τα χρήματα κι έσπευσε για τα ρέστα. Οι δυο τους ετοιμάστηκαν για την έξοδο απ’ το εστιατόριο και μόλις έλαβαν τα χρήματα που έπρεπε, κατευθύνθηκαν προς την κεντρική πόρτα. Ο νεαρός πιο κοκκαλιάρης κι απ’ ότι φαινόταν καθιστός, η κυρία πιο κοντή από εκείνον αρκετά. Φορούσε παρδαλούς συνδυασμούς χρωμάτων πάνω της, κόκκινα, κίτρινα, μπλε... Ήταν και το δικό της βλέμμα παράξενο και απλανές. Απομακρύνθηκαν... Ήταν κι οι δυο τους τόσο θλιβεροί και τραγικοί... καταθλιπτικοί... αξιολύπητοι... μοναχικοί... αρρωστημένα ταιριαστοί... ο ένας το έτερον ήμισυ του άλλου.
Έφυγαν. Η ρομαντική αυγουστιάτικη βραδιά συνεχιζόταν...


*πουρμπουάρ, (pour=για να, boire=πίνω) φιλοδώρημα


Της Μαρίνας Αποστόλου

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Λογοτεχνικό Βιογραφικό σημείωμα της Μαρίνας Αποστόλου

Συγγραφικές δραστηριότητες
  1. Έκδοση της ποιητικής συλλογής ''Θα περπατήσουμε μαζί'', εκδόσεις Οσελότος
  2. Παρακολούθηση σεμιναρίου λογοτεχνικής διόρθωσης, εκδόσεις Μεταίχμιο
  3. Μετάφραση απ' τα γαλλικά του μυθιστορήματος ''Τα παιδιά της πλατείας'', εκδόσεις Σοκόλης
  4. Συμμετοχή με διηγήματα και ποιήματα στις ιστοσελίδες Λέξημα και Περί-γραφής καθώς και στα ιστολόγια Συγγράφω και Άτυπη λέσχη νέων λογοτεχνών


Λοιπές δραστηριότητες
  1. Δημιουργία και συντήρηση του ιστολογίου Λογοτεχνικό Στέκι
  2. Προετοιμασία της παρουσίασης της ποιητικής συλλογής και της έκδοσης της συλλογής διηγημάτων