Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

 

ΟΛΕΑΝΝΑ

του David Mamet

Θέατρο «Μικρό Άνεσις»

Λ. Κηφισίας 14, Αθήνα – Αμπελόκηποι

 

Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσικές επιλογές:

                  Φίλιππος Σοφιανός

 


Τρίτη, 27 Δεκεμβρίου 2022

9 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Η πολιτική ορθότητα μέσα από το Mamet Speak


Ο σκηνικός χώρος και τα σκηνικά αντικείμενα

Ο χώρος και ο χρόνος της δράσης

 

 

Βρισκόμαστε στο γραφείο του καθηγητή Τζων (δεν γνωρίζουμε ούτε θα μάθουμε κατά τη διάρκεια της παράστασης το επώνυμό του, ούτε χρειάζεται να το ξέρουμε παρότι ένας καθηγητής λαμβάνει υπόσταση και μέσα από το επίθετό του). Ο Τζων διδάσκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω του συγγράμματός του κάτι απροσδιόριστο, κάτι θεωρητικό, δυσνόητο για πολλούς, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με πολλές αφηρημένες έννοιες που ενίοτε υπονομεύουν την ίδια την εκπαίδευση. Ωστόσο, ο ίδιος δηλώνει ότι υπεραγαπά τη δουλειά του, δηλαδή τη διδασκαλία στην οποία μάλιστα άργησε να εισέλθει επαγγελματικά.

Το γραφείο του περιλαμβάνει ένα μεγάλο λευκό στρογγυλό τραπέζι με κλίση, δύο καρέκλες με ροδάκια (που εξυπηρετούν την περιστροφική κίνηση και κατ’ επέκταση την εκδήλωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα πρόσωπα), διάφορα έγγραφα και επίσης ένα σταθερό τηλέφωνο, αντικείμενο επαφής του με τον έξω κόσμο, τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και στοιχείο μέσω του οποίου ενημερωνόμαστε (μαζί μας φυσικά και η Κάρολ) για τις οικογενειακές του επιδιώξεις (αγορά ενός οικοπέδου – προοπτική οικοδόμησης μεγάλου σπιτιού). Βρισκόμαστε στα 1992 όταν ούτε και στην Αμερική η τηλεφωνική επικοινωνία είχε ξεκινήσει να συντελείται μέσω των κινητών (τηλεφώνων).

Όλη η υπόθεση θα εκτυλιχθεί αποκλειστικά στο γραφείο του Τζων σε τρεις διαφορετικές χρονικές φάσεις εντούτοις στην τρίτη και τελευταία πράξη θα πληροφορηθούμε και για δράση που έχει ήδη λάβει χώρα σε αίθουσες διδασκαλίας ή/και γύρω από αυτές.

Το στρογγυλό έπιπλο – σημείο αναφοράς φέρνει κοντά και συνάμα απομακρύνει τους δύο δραματικούς χαρακτήρες, Τζων (καθηγητής – Φίλιππος Σοφιανός) και Κάρολ (νεαρή φοιτήτρια – Δένια Μιμερίνη). Γύρω από αυτό θα επικοινωνήσουν, θα αποτύχουν να συνεννοηθούν αλλά και (γύρω από αυτό πάλι) η σχέση τους θα οξυνθεί με αποτέλεσμα να συγκρουστούν σε ένα μοναδικού ενδιαφέροντος ψυχολογικό bras de fer και όχι μόνο.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Καθηγητής και φοιτήτρια εισέρχονται ταυτόχρονα στη σκηνή. Ο Τζων μιλάει στο τηλέφωνο αναφερόμενος σε κάποιο οικόπεδο. Η Κάρολ αναμένει υπομονετικά να κλείσει το ακουστικό ο Τζων για να ασχοληθεί μαζί της. Πρόσκαιρα δείχνει σεμνή και συνεσταλμένη. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα κότσο, η ίδια κρατάει ένα σακίδιο ενώ φέρει τζιν ρούχα, χαρακτηριστικό ύφασμα άνετου και νεανικού (συνήθως) ντυσίματος.

Εκείνος απορροφημένος με το θέμα του σπιτιού που θα αποκτήσει, με την προκαταβολή που έχει ήδη καταβάλει για τον εν λόγω σκοπό, εκείνη ελαφρώς περιφρονημένη γρήγορα αποπειράται να επικοινωνήσει μαζί του θέτοντας το ερώτημα: «τι σημαίνει τεχνικός όρος;». Σύντομα το πρόβλημα της έλλειψης συνεννόησης μεταξύ των δραματικών χαρακτήρων διατυπώνεται σαφώς από τον Τζων με τη δήλωσή του: «Κάποια πράγματα δεν έχουν γίνει κατανοητά στη μεταξύ μας επικοινωνία». Η Κάρολ γι’ αυτόν είναι «θυμωμένη». Της το εκφράζει και εκείνη του τονίζει την κοινωνική διαφορά ανάμεσα στην ίδια και σε εκείνον. Έχει πράξει ό,τι ακριβώς της είχε συστήσει: αγορά του βιβλίου του και καλή μελέτη αυτού. Ωστόσο, αποτυγχάνει. Το γραπτό της είναι αδύναμο, η απάντηση που σημειώνει στις εξετάσεις απλοϊκή και γενικόλογη. Νιώθει ηλίθια, επαναλαμβάνει πως δεν καταλαβαίνει τίποτα. Ισχύει άραγε; Οι έννοιες του ακαδημαϊκού συγγράμματος του Τζων είναι όντως τόσο δύσπεπτες για εκείνη; Είναι ανόητη πράγματι όταν εκλιπαρεί να την διδάξει ο καθηγητής της; Υποδύεται μήπως την έλλειψη νοημοσύνης που επικαλείται διαρκώς με στόχο να προκαλέσει τον Τζων (φέροντάς τον στο απροχώρητο) την ίδια ώρα που ο τελευταίος της εξηγεί ότι ως καθηγητής της οφείλει να την προκαλεί;

Τη στιγμή αυτή ο Τζων παίρνει τη γλωσσική σκυτάλη που του δίνει απλόχερα ο Μάμετ και αρχίζει να αφηγείται την προσωπική του εμπειρία: μεγάλωσε πιστεύοντας ότι είναι ηλίθιος και ότι οι πραγματικοί άνθρωποι είναι όλοι οι άλλοι πλην του ιδίου… Επιρρίπτει την ευθύνη στον εαυτό του που δεν καταλαβαίνει την ύλη η φοιτήτριά του ενώ αναρωτιέται γιατί γεννήθηκε άραγε: «για να είναι περίγελος; Αφού δεν καταλαβαίνει…» Όπως σοφά διαπιστώνει: «ερμηνεύουμε τις συμπεριφορές των άλλων μέσα από το φίλτρο που δημιουργούμε εμείς», τονίζοντας έτσι τον βαθύ υποκειμενισμό που διακρίνει κάθε άνθρωπο στην εξήγηση των όσων συμβαίνουν γύρω του.

Στο σημείο αυτό, ένα σημείο που ο Τζων «ανοίγεται» προσωπικά στην Κάρολ, η τελευταία υφαίνει τον ιστό της σαν αράχνη: μαθαίνει για το καινούργιο σπίτι που θα αποκτήσει ο καθηγητής της και πως η αγορά αυτή συνδέεται άμεσα με την προαγωγή του η οποία δεν έχει ακόμη λάβει τις απαραίτητες υπογραφές από μια επιτροπή που θα κρίνει τον Τζων. Μια επιτροπή, που όπως ο ίδιος λέει με πικρία, δεν κάνει ούτε «για να του πλύνουν το αυτοκίνητο». Η Κάρολ τον καλοπιάνει ρωτώντας τον γιατί ασχολείται μαζί της ενώ στη ζωή του συμβαίνουν πιο σημαντικά πράγματα όπως η επικείμενη προαγωγή και εν συνεχεία αγορά ακινήτου εισπράττοντας την τρυφερή, θα λέγαμε, απάντηση: «σε συμπαθώ, εμείς μοιάζουμε». Σύμφωνα με τον Τζων, οι διαφορές μεταξύ καθηγητών και φοιτητών είναι επίπλαστες, όπως ακούμε στο έργο ενώ η λογική του «εγώ ξέρω κι εσύ όχι» είναι εκμετάλλευση. Οι εξετάσεις, όπως συνεχίζει, είναι από ηλίθιους προς άλλους ηλίθιους. Πώς ορίζεται η επιτυχία και το αντίθετό της άραγε; Οι κριτές πώς γίνεται και βρίσκουν πάντα «συντελεστές ανικανότητας»;

Η ΚΑΡΟΛ ΗΔΗ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΖΩΝ. Παίρνει θάρρος, σηκώνεται, έρχεται κοντά του, λικνίζεται ενώπιόν του και ζητά να μάθει τον βαθμό της. Ο Τζων εξακολουθεί το λάθος του: της προτείνει κατ’ ιδίαν μυστικές συναντήσεις στο γραφείο του, πράγμα που θα εξασφαλίσει το «άριστα» στη φοιτήτρια. Εκείνη απορεί με τη διάκριση αυτή και αναρωτιέται για τους κανόνες και την ισχύ τους. «Δεν υπάρχει κανείς άλλος. Μόνο εσύ και εγώ», της απαντά μεταφέροντας τη σχέση τους έξω από τα στενά ακαδημαϊκά όρια.

Οι δύο δραματικοί χαρακτήρες συνεχίζουν τη λεκτική τους διάδραση πάνω στο θέμα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Τζων, παραδόξως, στηλιτεύει την εκπαίδευση, τη χαρακτηρίζει ως «εκφοβισμό» και «παρατεταμένο νεφέλωμα» μέσα στο βιβλίο του. Πρόκειται για ένα «αρρωστημένο παιχνίδι, κάτι πέραν του χρήσιμου». Οι σπουδές για αυτόν είναι «προκατάληψη» κοινωνικού περιεχομένου: συνδέονται με τις γνώσεις, την εξειδίκευση, την αστική τάξη. Θεωρεί πως αν κάποιος δεν καταλαβαίνει ή δεν μπορεί, δεν πρέπει και να σπουδάσει. Δεν αρκεί το γεγονός ότι απλά είναι «ίσος» με τους άλλους, ότι απλά «δικαιούται» το αγαθό της. Οι απόψεις του εξοργίζουν την Κάρολ. Υψώνει τη φωνή της, θεωρεί πως η ανώτατη εκπαίδευση συνιστά «αγαθό υψηλό και απαραβίαστο» ενώ αδυνατεί να κατανοήσει το οξύμωρο του καθηγητή της που αμφισβητεί την πανεπιστημιακή εκπαίδευση τόσο πολύ παρόλα αυτά την υπηρετεί με αγάπη.

Ο Τζων συνεχίζει να σφάλλει (άθελά του;). Της ζητάει να χαλαρώσει, την τρίβει ελαφρώς και μέσω της επόμενης τηλεφωνικής του επαφής την καθιστά και πάλι κοινωνό της προσωπικής του ζωής με τη συμφωνία της αγοράς που παραλίγο να ακυρωθεί αλλά τελικά αποκαθίσταται με αποτέλεσμα ένα πάρτι – έκπληξη στο σπίτι του.

Η πρώτη πράξη (και μεγαλύτερη σε έκταση όπου τα γεγονότα πλέκονται αριστοτεχνικά) ολοκληρώνεται.

Φίλιππος Σοφιανός (και ως ερμηνευτής μα πιο πολύ ως σκηνοθέτης) και Δένια Μιμερίνη μάς έχουν εγκλιματίσει πλήρως στο πνεύμα του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου μέσα στο ιδανικά επιλεγμένο από τον Μάμετ ακαδημαϊκό περιβάλλον όπου συμπεριφορές καταπιεσμένων συναισθημάτων, απωθημένων, παρενοχλήσεων σεξουαλικών και μη, επιβολής κύρους, κατάχρησης δύναμης, συσσώρευσης και διακίνησης άχρηστης γνώσης, καθωσπρεπισμού και επίτευξης φιλοδοξιών (η Κάρολ πρέπει να περάσει το μάθημα, επιθυμεί διακαώς να λάβει το πτυχίο της, έχει στερηθεί πολλά για να είναι φοιτήτρια εκεί, ο Τζων από την άλλη θα αποκτήσει ένα μεγάλο σπίτι μέσα από τη μονιμοποίηση, θα προσφέρει στη γυναίκα του και στον γιο του μια καλύτερη ποιότητα ζωής) ανθούν κι ενίοτε οργιάζουν.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

«Θα γίνεις περίγελος κι εγώ θα χάσω το σπίτι».

«Όλοι πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε διαφορετικές οπτικές. Είναι ουσιώδες».

Η Κάρολ έχει υποβάλει καταγγελία εις βάρος του Τζων. Η επιτροπή που θα του εγκρίνει τη μονιμοποίηση τώρα καλείται να εξετάσει τις κατηγορίες.

Ο Τζων παραμένει ψύχραιμος. Φιλοσοφεί μάλιστα αξιολογώντας τη διδασκαλία ως περφόρμανς. Δεν θέλει όμως να είναι ψυχρός σαν τους δικούς του δασκάλους από το παρελθόν. Δεν θέλει να είναι συνηθισμένος, δεν επιλέγει υποχρεωτικά το «ορθόδοξο». Προτιμάει να φέρεται σαν «αιρετικός» στη δουλειά του. Εξάλλου, αυτή (η διδασκαλία) του προσφέρει το αντάλλαγμα της άνεσης και της ευτυχίας εφόρου ζωής, αν βεβαίως γίνει τακτικός καθηγητής. Δεν υπάρχουν άτρωτοι άνθρωποι. Και οι άτρωτοι μπορούν κάλλιστα να γίνουν ευάλωτοι.

Ρωτάει την Κάρολ τι κακό της έχει προξενήσει και με ποιον τρόπο μπορεί να επανορθώσει. Η οργή και ο θυμός πλημμυρίζουν και τη δική του ψυχή. Η Κάρολ έχει παραποιήσει τα γεγονότα: στην αναφορά της χρησιμοποιεί και την παραμικρή λέξη/πρότασή του από την περασμένη τους συνάντηση με μεγάλες δόσεις υπερβολής (λ.χ. η περιγραφή του για το πώς συνουσιάζονται φτωχοί και πλούσιοι μεταμορφώνεται σε «πορνογραφική ιστορία»). Τον αποκαλεί «σεξιστή» και «ελιτιστή», «ελεεινό» και «εκμεταλλευτή». Οι φοιτητές εργάζονται σκληρά για να μπορούν να πληρώνουν τα δίδακτρα, πράγμα που αδυνατεί να καταλάβει ένας «αστός» που σε αντάλλαγμα τους εμπαίζει.

Ο καθηγητής, πάντα πράος, της εξηγεί ότι δεν είναι κανένας «μπαμπούλας» μήτε εχθρός. Αντίθετα, είναι κομμάτι του κόσμου αυτού, όπως ήρεμα και ανθρώπινα λέει. «Είμαστε άνθρωποι, είμαστε ατελείς, ερχόμαστε σε σύγκρουση, πολλά απ’ όσα κάνουμε είναι συμβατικά», προσθέτει ερμηνεύοντας την ανθρώπινη φύση. «Λέμε ‘’ωραία μέρα σήμερα’’ όχι για να μιλήσουμε για τον καιρό μα γιατί είμαστε άνθρωποι».

Δεν σκοπεύει να τη διορθώσει αλλά την καλεί σε διάλογο για να λύσουν τις διαφορές τους. Της ζητάει να αποδεχθούν την ανθρώπινη ταυτότητά τους γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως και πάλι θα υπάρχουν δυσκολίες. Παρόλες όμως τις προσπάθειες του καθηγητή για εκλογίκευση της κατάστασης μέσα από την ανθρώπινη πάντα διάσταση, η Κάρολ επιμένει στην παρέκκλιση της εξουσίας, τον αποκαλεί ειρωνικά «πάτερ φαμίλια» κρίνοντας απαράδεκτο να προσκαλεί φοιτήτριες στο γραφείο του. Η πράξη κλείνει με την ίδια να κραυγάζει «βοήθεια». Είναι τυφλή, άκαμπτη, απαιτεί εκδίκηση κάτι που προφανώς συνεχίζεται και ολοκληρώνεται στην τρίτη και τελευταία πράξη του έργου.

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Ο καθηγητής είναι μόνος. Καπνίζει και πάλι, συλλογίζεται, αγωνιά. Λείπει δύο ημέρες από το σπίτι του. Κάνει ξανά το λάθος να καλεί την Κάρολ στο γραφείο του. Γιατί άραγε; Γιατί δεν στέκεται τυπικά απέναντί της; Τι παλεύει να επιτύχει; Γιατί δεν συμβουλεύεται αυστηρά ένα δικηγόρο πριν μιλήσει, πριν ενεργήσει; Γιατί φθάνει στο σημείο να δηλώσει «υπόχρεος» αν η Κάρολ μείνει;

Προσπαθεί να διαπιστώσει αν η Κάρολ έχει συναισθήματα. Αν νιώθει κάτι που ο καθηγητής της θα χάσει είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς για να χτίσει καριέρα και ζωή. Πασχίζει να την πείσει να ανακαλέσει τις κατηγορίες της. Όμως, δεν πρόκειται πια για κατηγορίες μόνο. Πρόκειται για αποδεδειγμένα γεγονότα. Και η Κάρολ δεν είναι μια απλή μονάδα που δρα ατομικά. Εκπροσωπεί μια ολόκληρη ομάδα που εναντιώθηκε στον Τζων για κατάχρηση εξουσίας και σεξιστική συμπεριφορά. Έχει «ευθύνη» λοιπόν, όπως υπογραμμίζει, στην ομάδα αυτή.

Ο Τζων βλέπει πλέον ολοκάθαρα: η Κάρολ είναι ένα «παιδάκι» που διψάει για εξουσία και εκδίκηση. Για να φθάσει ως εκεί, ως το πανεπιστήμιο δηλαδή, χρειάστηκε να υπερβεί πολυάριθμες προκαταλήψεις τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές και φυλετικές. Κι όλα αυτά για να συναντήσει όχι ένα μέντορα αλλά ένα συμπλεγματικό τύπο που ανακρίνει και φλερτάρει. Η αγανάκτησή της την υπερβαίνει και ο Τζων με τις αφορμές που της έχει προσφέρει γίνεται το εξιλαστήριο θύμα της. Ο ψυχολογικός πόλεμος όμως δεν έχει τελειώσει ακόμα: η Κάρολ μέσα στο μένος της, μέσα στο πάθος της για ταπείνωση του Τζων, τού αντιπροτείνει την απόσυρση ορισμένων συγγραμμάτων από τη σχολή συμπεριλαμβανομένου και του δικού του (με αντάλλαγμα την ανάκληση των μομφών υποτίθεται ως «ένδειξη φιλίας»).

Το αποκορύφωμα έρχεται μόλις ο καθηγητής πληροφορείται τηλεφωνικά από τον φίλο του Τζέρρυ ότι η Κάρολ τον κατηγορεί και για απόπειρα βιασμού ενώ υφίσταται την απόλυτη συναισθηματική υπερχείλιση όταν η Κάρολ, σταθερά προκλητική, απαιτεί από εκείνον να μη μιλάει τρυφερά στη σύζυγό του στο τηλέφωνο αρνούμενη να αποχωρήσει από το γραφείο του, όπως εκείνος την προστάζει να κάνει.

Τότε, την υβρίζει, τη χτυπά και την απαξιώνει. Η βία επιβάλλεται επαληθεύοντας τη λαϊκή παροιμία «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Όλα πλέον «είναι εντάξει», καταλήγει ο Τζων με την Κάρολ να σηκώνεται από το πάτωμα ξαφνιασμένη και να συμφωνεί μοιραία μαζί του.

Έχουμε να κάνουμε, αναμφισβήτητα, με ένα θεατρικό διαμάντι διά χειρός Μάμετ. Γραμμένο την εποχή της 4ης περιόδου του φεμινιστικού κινήματος, γίνεται η δραματική φωνή των ορίων, των κόκκινων γραμμών μεταξύ των ανθρωπίνων σχέσεων και συμπεριφορών, θίγει ανοικτά το πολυσυζητημένο “political correct” και την παρερμηνεία του, καταδεικνύει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης και ψυχής. Πολλά τα δίπολα που συναντάμε μέσα στο κείμενό του: άνδρας – γυναίκα, νεότητα – ωριμότητα, καθηγητής – φοιτήτρια, γνώση – άγνοια, λαϊκός – αστός, ψυχραιμία – θυμός, διαλλακτικότητα – φανατισμός. Κυνικός, ερεθιστικός, ο Αμερικάνος δραματουργός δέχεται επικρίσεις για το περιεχόμενο του παρόντος έργου του που συνέπεσε τυχαία με υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης η οποία και πήρε την οδό της δικαιοσύνης με τον κατηγορούμενο να χάνει την προαγωγή του στον δικαστικό κλάδο.

Όσο για τον τίτλο, πρόκειται για μια λέξη που δεν αναφέρεται ποτέ μέσα στο έργο, δεν ακούγεται στιγμή ούτε υπονοείται κάτι σχετικό. Η Ολεάν(ν)α ήταν μια κοινότητα ουτοπικών θεωριών στην Πενσυλβάνια της Αμερικής και συστάθηκε από τον Ole Bull και τη μητέρα του Άννα. Ο Μάμετ την επέλεξε για να σημάνει την αβεβαιότητα της πραγματικότητας.

(Περισσότερα δείτε εδώ στη διάλεξη της θεατρολόγου & ακαδημαϊκού κ. Κων/νας Ζηροπούλου: https://www.youtube.com/watch?v=XMRMVwUv7-A&t=868s)

 

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

Στο θέατρο «Μικρό Άνεσις» έχει κανείς την ευτυχία να παρακολουθήσει μια εξαιρετική παράσταση αντάξια του μεγαλειώδους δραματικού κειμένου του David Mamet. Τόσο ο έμπειρος Φίλιππος Σοφιανός με τους πολλαπλούς ρόλους που αναλαμβάνει στο στήσιμο της παράστασης όσο και η νεαρή, ταλαντούχα Δένια Μιμερίνη πάλλονται δίνοντας όλη τους την ψυχή και την ενέργεια 80 λεπτά επί σκηνής. Ειδικότερα, ο Φ.Σ. διαθέτει έναν εντελώς προσωπικό τρόπο να παίζει τους ρόλους του. Στα μονολογικά του κομμάτια είναι πολύ ζεστός, πολύ εύστοχος ενώ ατάκες όπως: «να πάει στο πανεπιστήμιο κανείς μόνο επειδή το δικαιούται…;» ή στο τέλος: «βγες έξω… δεν σε αφορά…» αποδεικνύουν την επιτυχημένη προσέγγιση του έργου και τη σωστή απόδοση του ρόλου. Άριστη η σκηνοθεσία του, υπέροχα και τα μουσικά θέματα με τα οποία ενδύει την παράσταση. Το ίδιο έχουμε να πούμε και για τη Δ.Μ. στην τρίτη πράξη όταν φερειπείν επιθυμεί να ταπεινώσει και να ευτελίσει τον καθηγητή της τη στιγμή που του επισημαίνει πως δεν είναι θεός και πως με το σύγγραμμά του αυτό (που έχει αγοράσει και υποχρεωθεί να μελετήσει) δεν έχει διαφωτιστεί καθόλου.

 

Άλλοι συντελεστές:

Μετάφραση: Γεωργία Ζάχου

Βοηθός σκηνοθέτης: Γιάννης Τσουρουνάκης

Σκηνικά - Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφομανώλης

Artwork: Αρης Σομπότης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

 


ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΒΟΥΒΑΛΟΣ

Του David Mamet

Θέατρο ‘’ΦΟΥΡΝΟΣ’’

Μαυρομιχάλη 168, Εξάρχεια

 

Σκηνοθεσία – Φωτισμοί:

Θανάσης Σαράντος

 

Σάββατο, 10 Δεκεμβρίου 2022

Ώρα 9.00 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

«ΟΛΑ ΓΑΜΗΘΗΚΑΝ…

ΜΠΟΜΠ, ΣΥΓΝΩΜΗ…

ΣΥΓΝΩΜΗ ΝΤΟΝΙ…»

Το εξαιρετικό θεατρικό έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, τιμημένο εις διπλούν με βραβείο OBIE και βραβείο Αμερικανών κριτικών της χρονιάς (1975), έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων οι φιλοθεάμονες στο ζεστό και συμπαθητικό θέατρο «ΦΟΥΡΝΟΣ» των Εξαρχείων.

Πρωταγωνιστούν τρεις ταλαντούχοι ηθοποιοί: ο Θανάσης Σαράντος που υπογράφει και τη σκηνοθεσία ενώ επιμελείται και τον φωτισμό της παράστασης, ο πραγματικά υπέροχος και ξεχωριστός ερμηνευτικά Χριστόδουλος Στυλιανού και τέλος, ο Πάρης Σκαρτσολιάς, το «νέο αίμα» στην υποκριτική τέχνη που εκπλήσσει θετικά με την παρουσία του επί σκηνής.

Ο Θανάσης Σαράντος υποδύεται τον «Δάσκαλο», ο Χριστόδουλος Στυλιανού τον Ντον ενώ ο Πάρης Σκαρτσολιάς αναλαμβάνει τον ρόλο του νεαρού Μπομπ. Και οι τρεις καλλιτέχνες είναι άρτιοι υποκριτικά με τον Στυλιανού να διακρίνεται για τη φυσικότητα που διαθέτει ως ηθοποιός καθώς, όπως τον έχουμε θαυμάσει και σε άλλους ρόλους στο παρελθόν, αποδίδει αβίαστα και πειστικά τον δραματικό χαρακτήρα του μικροαπατεώνα παλαιοπώλη. Πολύ καλά όμως παίζει και ο Σκαρτσολιάς το πιο αδύναμο και ευάλωτο δραματικό πρόσωπο του έργου, τον Μπομπ, που κινείται στο περιθώριο λόγω των ουσιών από τις οποίες ήταν παλιότερα εξαρτημένος ψάχνοντας διαρκώς για αγάπη και ενδιαφέρον αλλά και για σημείο αναφοράς σε ξένους (μη συγγενείς) ανθρώπους, όπως ο Ντον. Ο τελευταίος αποτελεί γι’ αυτόν έναν άλλο πατέρα αναπληρώνοντας, τρόπον τινά, την πατρική φιγούρα που αφήνει ο συγγραφέας έμμεσα να αντιληφθούμε ότι ο Μπομπ έχει στερηθεί. Ο Ντον νοιάζεται για τον Μπομπ, για τη διατροφή του, για την τύχη του, διορθώνει τον Δάσκαλο που τον χαρακτηρίζει «πρεζόνι» (δεν είναι πια εξαρτημένος καθώς όπως ακούμε έχει αποκοπεί από την εν λόγω έξη) ενώ τρέμει για την υγεία του όταν εκείνος τραυματίζεται σοβαρά και αιμορραγεί για ώρα.

Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Βρισκόμαστε σε μια (άγνωστο ακριβώς ποια) πόλη της Αμερικής (κάποια στιγμή ακούμε για παραλία) σε μια antiquerie (αντικερί) της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο Ντον (Χριστόδουλος Στυλιανού). Εκεί πρόκειται να εκτυλιχθεί και όλη η δράση του δραματικού κειμένου του Μάμετ. Όπως όλα τα καταστήματα τέτοιου τύπου, είναι ιδιαίτερα φορτωμένο με κάθε λογής αντικείμενα που κάποια στιγμή στο έργο αποκαλούνται και «σαβούρα». Στο κέντρο του χώρου υπάρχει κι ένα τραπέζι με πράσινη τσόχα εκεί όπου οι δρώντες μαζεύονται για να παίξουν χαρτιά˙ δεν παίζουν μόνοι: μαζί τους οι υποτιθέμενοι φίλοι τους Ρούθι, Γκρέις και Φλέτσερ. Στα χαρτοπαίγνιά τους δεν συμμετέχει ο Μπομπ ενώ ο Φλέτσερ θεωρείται από όλους ως πολύ δυνατός παίκτης. Το παλαιοπωλείο όμως δεν είναι ο μοναδικός τόπος εκτύλιξης των γεγονότων. Οι δραματικοί χαρακτήρες του Αμερικανού συγγραφέα συχνάζουν και σε κάποιο καφέ – στέκι απ’ όπου προμηθεύονται πίτες, πίτσες, καφέ και αναψυκτικά (Pepsi). Πρόκειται για ένα χώρο που βέβαια δεν βλέπουμε αλλά που περιγράφεται από τους δρώντες και μάλιστα χρησιμοποιείται ως αναφορά για κριτική στον καπιταλισμό και την περιβόητη «ελεύθερη αγορά».

Τα props (σκηνικά αντικείμενα) που έχει επιλέξει η Άση Δημητρολοπούλου είναι άψογα καθότι ο θεατής με την είσοδό του στην πλατεία δεν χορταίνει να τα παρατηρεί (π.χ. καράβια και τρομπέτες) ενώ μέσω του τόσο επιτυχημένου αυτού σκηνικού (έμπροσθεν δεξιά βρίσκεται το γραφείο του Ντον και στο βάθος η ταμειακή μηχανή) μεταφέρεται άμεσα και ρεαλιστικά στο κλίμα που επιθυμεί να δημιουργήσει ο Μάμετ. Εξίσου κατάλληλες επιλογές συνιστούν και τα κοστούμια των ηθοποιών. Έτσι, ο λιγότερο παρακμιακός χαρακτήρας, ο Ντον, ο καταστηματάρχης «επιχειρηματίας» είναι πιο συντηρητικά ενδεδυμένος, ο Δάσκαλος ο πιο παραβατικός και ο αθυρόστομος, ο μισογύνης, ο μισάνθρωπος εν γένει και ο δηλητηριώδης της παρέας με πιο προκλητική κι επιδεικτική ενδυμασία ενώ ο Μπομπ, ο νεότερος, ένας μάλλον φτωχοδιάβολος, με τζιν παντελόνι, με χαμηλό καβάλο και μπλούζα – φούτερ με κουκούλα.

Χρονικά η δράση τοποθετείται την ίδια εποχή της συγγραφής του έργου, ήτοι το 1975. Η Αμερική (δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες) είναι η Γη της Επαγγελίας με τους άφθονους πόρους της και τις πολυάριθμες ευκαιρίες της για γρήγορο κέρδος να γοητεύουν τους κατοίκους της αλλά και όσους μετανάστευσαν εκεί για ένα καλύτερο κι ευκολότερο αύριο. Η πλοκή λαμβάνει χώρα στη διάρκεια ενός εικοσιτετράωρου, θυμίζοντας εν μέρει τις αρχαίες τραγωδίες. Το βροχερό κλίμα, κλασικό μοτίβο στο θέατρο, δυναμώνει, μπορεί κανείς να πει, την αγωνία για την αμφίρροπη έκβαση των γεγονότων δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.

 


Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΒΟΥΒΑΛΟΣ / ΒΙΣΩΝΑΣ

Η εικόνα του εν λόγω βοοειδούς δεν κοσμεί τυχαία τα νομίσματα των Η.Π.Α. Πριν την έλευση των λευκών Ευρωπαίων, σημαντικός αριθμός βισώνων που άγγιζε μέχρι και τα 60 εκατομμύρια ζούσαν σε αχανείς εκτάσεις συνυπάρχοντας με τη φυλή των Ινδιάνων. Κατόπιν, οι λευκοί άποικοι κυνήγησαν ανελέητα το συγκεκριμένο ζώο σε σημείο που απειλήθηκε από εξαφάνιση. Η εκμετάλλευση του δέρματος και του κρέατος των βισώνων αιματοκύλησαν τις αμερικανικές πεδιάδες ενώ η θήρα των βούβαλων αποτελούσε επίσης σπορ με τους επίδοξους κυνηγούς να πυροβολούν τα συγκεκριμένα ζώα και μέσα από το τρένο ενόσω ταξίδευαν! Ο βούβαλος συνεπώς συνιστά κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας και το κυνήγι του μέσο επίδειξης ισχύος.

ΠΟΣΟ ΑΠΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΕΛΙΚΑ;

Τελικά ίσως όχι και τόσο πολύ. Τα δραματικά πρόσωπα του έργου φέρονται περισσότερο πρωτόγονα και όχι τόσο πολιτισμένα, όπως διαπιστώνουμε. Ο Μπομπ έχει μπλέξει σε πρότερο χρόνο με τα ναρκωτικά, αναζητάει ερείσματα, λησμονεί τι του λέει ο Ντον, ξεχνάει να φέρει τον καφέ από το στέκι τους, χρειάζεται συνεχώς χρήματα, ψεύδεται, παραπαίει, δείχνει να είναι χαμηλής νοημοσύνης, κλέβει το συλλεκτικό κέρμα και πέφτει θύμα λεκτικής και σωματικής βίας αρκετά εύκολα από τον Δάσκαλο μοιάζοντας εντελώς εύθραυστος, σχεδόν έρμαιο.

Ο Δάσκαλος, ένας τύπος πεζοδρομιακός που έχει ζήσει πολλά χρόνια «εκεί έξω» δηλώνοντας έμπειρος και γεμάτος από βιώματα, υβρίζει χυδαία διαρκώς, χτυπάει τον Μπομπ, διαπληκτίζεται με τον Ντον, διαβάλλει τις γυναίκες της παρέας ενώ αποκαλύπτει την απάτη του Φλέτσερ στο χαρτοπαίγνιο εκ των υστέρων προδίδοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αξία της «αφοσίωσης» την οποία θίγει συχνά μέσα στο έργο και επιβεβαιώνοντας συνάμα την ατάκα του Ντον: «Δεν βρίσκεις φίλους σ’ αυτή τη ζωή». Είναι απάνθρωπος˙ ακόμη και την ώρα που ο Μπομπ αιμορραγεί σοβαρά εξαιτίας του, όχι απλά δεν κάμπτεται αλλά του υπενθυμίζει πως του οφείλει χρήματα. Τα λόγια του μαρτυρούν τη σκληρότητα και τον κυνισμό του. Κόβουν σαν μαχαίρια όταν απαξιώνει την επιχείρηση του Ντον, όταν αισχρολογεί ακόμα κι όταν ξεστομίζει φαμφάρες όπως: «εγώ άνθρωπο που δεν είναι αγχωμένος, δεν τον θέλω στη δουλειά μου». Αποτελεί, το δίχως άλλο, τον χαρακτήρα εκείνο που έχει προικιστεί, κατά μια έννοια, από τον Μάμετ με τις πιο ουσιώδεις, βαρύνουσες ατάκες. Εντούτοις, αποδεικνύεται όπως και οι άλλοι, ανίκανος για πραγματική δράση καθώς η έλλειψη αποφασιστικότητας και σχεδιασμού για τη ληστεία που δεν γίνεται στο τέλος καταλύουν κάθε ενδεχόμενο να περάσει από τη θεωρία στην πράξη. Το σπασμένο του ρολόι, φερειπείν, ως ευτελής δικαιολογία για την αργοπορία του, απογυμνώνει όλο το νταϊλίκι του που εξαντλείται στο γρονθοκόπημα του φτωχού Μπομπ.

Ο Ντον, η πιο ευγενική φύση απ’ όλους εμφανίζεται άπληστος κι ακόρεστος. Επιθυμεί να ληστέψει τον ίδιο του τον πελάτη παρόλα αυτά όμως είναι κατά βάθος άβουλος και ερασιτέχνης˙ κωλυσιεργεί κι αναβάλλει. Μαζί με τον Δάσκαλο αναζητάει μανιωδώς από το τηλέφωνο τον Φλέτσερ, τον υποψήφιο τσιλιαδόρο της ληστείας, εντούτοις πιο πολύ φλυαρεί κι επαναλαμβάνεται παρά πραγματικά δραστηριοποιείται κι έχει όντως κάτι χειροπιαστό κατά νου. Πολύ εύστοχοι οι διάλογοι που κατασκευάζει η διάνοια του Μάμετ ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό, δηλαδή να καταδείξει την έλλειψη συνεννόησης και την αποτυχία διεκπεραίωσης ενός στόχου. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ του Ντον και του Μπομπ για την αμοιβή του τελευταίου που συμμετέχει στην κατάστρωση του σχεδίου της ληστείας (αν τελικά πράγματι πληρώνεται γι’ αυτό ενώ η «μπίζνα» τους στο τέλος ναυαγεί με τον Μπομπ να αποχωρεί με χαρτζιλίκι χωρίς την υποχρέωση να το επιστρέψει).   

ΕΠΙΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Ρεαλισμός, ανθρώπινες σχέσεις, ματαιοπονία και ματαιοδοξία, οικονομικο-πολιτικό σχόλιο, αποτίμηση των πάντων με ανθρώπινα κριτήρια (βλ. το χονδρό βιβλίο - κατάλογο στο παλαιοπωλείο όπου τα αντικείμενα/νομίσματα κατατάσσονται με βάση την αξία τους), καταπίεση των αδυνάμων που καταλήγουν εξιλαστήρια θύματα, άκοπος πλουτισμός αλλά και επικράτηση της λογικής και της αγάπης για τον άνθρωπο αποτελούν τους κύριους άξονες της μαμετικής σύλληψης στο παρόν έργο.

 

ΒΙΝΤΕΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ: https://www.youtube.com/watch?v=rX8GHvOkZlM