Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

 

Ο ΜΑΚΗΣ

Θέατρο του Νέου Κόσμου

Αντισθένους & Θαρύπου, Συγγρού – Φιξ

 

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022, 7 μ.μ.

 


Του Βασίλη Κατσικονούρη

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης & Ερρίκος Λίτσης

Ερμηνεία: Ερρίκος Λίτσης

 

Κριτική Ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

 

-ΑΥΤΟΙ ΜΟΥ ΓΑΜΑΝΕ ΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΓΑΜΑΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ…

-ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ…

 

Έναν πολύ τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο, κωμικό και μαζί τραγικό μονόλογο ερμηνεύει εφέτος στο ζεστό και φιλόξενο Θέατρο του Νέου Κόσμου ο πολύπειρος ηθοποιός Ερρίκος Λίτσης.

Το κείμενο υπογράφει ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης που, όπως όλα δείχνουν, τη χρονιά αυτή έχει την τιμητική του με τρία θεατρικά του έργα να ζωντανεύουν επί σκηνής αλλά και τον ίδιο να αναλαμβάνει και ρόλο σκηνοθέτη.

Έτσι, οι δύο θεατράνθρωποι, Λίτσης και Κατσικονούρης, συσκηνοθετούν τον Μάκη, ένα έργο για τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας, την εγκατάλειψη, τη σκληρότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εκδικητικότητα ως μοναδική επιλογή αντίδρασης στην πραγματικότητα, την αγάπη για τη ζωή, τις παρωχημένες ιδεολογίες, τη μετάλλαξη/εξέλιξη της ελληνικής οικογένειας κι εν γένει της οικογενειακής κουλτούρας.

 

Ο Ερρίκος Λίτσης ενσαρκώνει με μοναδική μαεστρία τον παππού μιας σύγχρονης οικογένειας με ένα παιδί, τον Άρη όπως ακούμε, που κατοικεί σε διαμέρισμα στην Αθήνα έχοντας υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό το lifestyle της σημερινής εποχής: χορτοφαγία δηλαδή απαγόρευση κατανάλωσης κρέατος, διακοπές τον Αύγουστο και αυστηρά σε νησί, απόκτηση κατοικίδιου που φτάνει να έχει μεγαλύτερη αξία από τους ανθρώπους, τεκνοποίηση μόνο μία φορά διότι η νύφη του παππού «δεν είναι γουρουνίτσα… κι έχει κι άλλα πράγματα να κάνει στη ζωή της», δραστηριότητες πολλών τύπων για το παιδί (θεατρικό παιχνίδι … μουσικοκινητικό παιχνίδι μα ποτέ σκέτο, απλό, αληθινό παιχνίδι!), συνδρομές στην Greenpeace και τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα ως απόδειξη οικολογικής και ανθρωπιστικής συνείδησης, αριστερίζοντα κινήματα της «σόγιας και της παπάγιας», όπως καυστικά σχολιάζει ο παππούς, μα κατά βάθος στεγνός καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Άνθρωποι που από πάνω τους κρέμονται καλώδια, μηνύματα επί μηνυμάτων από μακριά μα σιωπή όταν έρχεται η στιγμή να έρθουν σε επαφή δια ζώσης.

Ο παππούς, του οποίου το όνομα αγνοούμε διότι πράγματι καμιά σημασία δεν έχει αν λέγεται Νίκος, Γιώργος ή Ανέστης, βιώνει μια δεύτερη εξορία στο σπίτι του γιου του. Είναι φιλοξενούμενός του και δη υπό όρους. Πρώην αριστερός, εξόριστος κάποτε στη Μακρόνησο, δεν βρίσκει σημαντικές διαφορές στο τότε και στο τώρα. Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην οικογένεια έχει, σύμφωνα με τις διηγήσεις του παππού, η νύφη του. Εκείνη τον απομακρύνει σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού διότι «τους γαμάει την κουβέντα» όταν δέχεται τους φίλους της και κυρίως τη Λόλα, την ψηλή, πληθωρική φίλη της με το μεγάλο στήθος και το σέξι όνομα. Όπως τονίζει εξάλλου ο παππούς, λάτρης των γυναικών και φανατικός θαυμαστής του ωραίου φύλου μέχρι και σήμερα, «όσο πιο μεγάλη η μάζα (του στήθους), τόσο πιο μεγάλη η έλξη». Εκτοπίζεται ακόμα και όταν φθάνουν τα Χριστούγεννα οπότε και το δέντρο για την περίσταση προηγείται του παππού στον χώρο του σαλονιού. Παρόλα αυτά, το ηλικιωμένο μέλος της οικογένειας υπομένει τα πάντα μέχρι που παρακαλεί κιόλας να παραμείνει έστω με αυτές τις συνθήκες. Ακόμα και να τον στολίσουν να παριστάνει ο ίδιος το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι σε θέση να δεχτεί αρκεί να μην τον εκτοπίσουν, όπως ωστόσο έχουν ήδη αποφασίσει, σε οίκο ευγηρίας.

-ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΛΗΝΗ; ΚΑΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΓΚΟΜΕΝΑ;

-ΩΡΑΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΝΑ ΘΑΒΟΥΝΕ ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ!

-ΣΤΗΝ ΚΑΒ-ΛΗΝΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΕ!

Το σχέδιο της οικογένειας είναι στρατηγικό και αμετάκλητο: ο παππούς θα μετακομίσει στη «Γαλήνη» σε ένα γηροκομείο με καθόλου σέξι όνομα… Τον καλούν διαρκώς στο τηλέφωνο και δεν μιλούν, τον ελέγχουν, όπως ο ίδιος εικάζει, για να διαπιστώσουν αν όντως είναι παρών στο διαμέρισμα για να τον μεταφέρουν στο ίδρυμα. Όταν οι δικοί του επιστρέψουν, αυτός δεν θα είναι πια εκεί. Αυτό, όπως δείχνει η πλοκή του έργου, είναι το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα. Ίσως όμως διαφέρει το μέσο που θα οδηγήσει στην έκβαση αυτή.

Μόνη παρέα του παππού στη θερμή Αθήνα του Αυγούστου, ο Μάκης. Ένα χρυσόψαρο στη γυάλα στο οποίο ο άνδρας φέρεται λες και είναι σκύλος. Και συνάμα η πρόφαση για να μην τον πάρουν οι δικοί του μαζί τους στις διακοπές. Του μιλάει, αναπτύσσει σχέση μαζί του, το βγάζει μάλιστα και βόλτα στο πάρκο! Εξάλλου, ο ίδιος υπεραγαπάει τα ψάρια. Φέρνει στο μυαλό του τους καταρράκτες της Βάθρας, ένα μέρος που επιθυμεί διακαώς να επισκεφθεί ξανά με τον γιο του. Τα ψάρια για τον ήρωα είναι «άνθρωποι που χάσανε τη μιλιά τους... κι είναι κι αυτά λυπημένα». Τα παρατηρεί, τα θαυμάζει μα δεν τα ψαρεύει ποτέ. Και «τώρα αντί για τις ψαρούκλες, εδώ με το ψαράκι…».

-ΠΟΙΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ;

-ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΔΕΝ ΠΗΡΑ ΤΙΠΟΤΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΟΝΤΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ «ΠΑΙΡΝΩ ΜΑΤΙ»!

Ο καταπιεσμένος παππούς διψάει για ζωή, για επικοινωνία, για έρωτα, για πούρα Αβάνας παρόλο το αναπνευστικό του πρόβλημα, ρωσική βότκα και κομμουνιστικά εμβατήρια. Δεν ξεχνά τίποτα από όσα έχει περάσει, τον ενδιαφέρει όμως έντονα και το παρόν. Και στο παρόν που ζει, απλά περισσεύει. Χωρίς να αναφέρεται μέσα στο κείμενο ρητά, εννοείται ότι ο ηλικιωμένος κύριος είναι οικονομικά εξαρτώμενος από τον γιο του, ο οποίος περιγράφεται ως άβουλο ον επιφορτισμένος αποκλειστικά με την υποχρέωση της εξασφάλισης χρημάτων για τον βιοπορισμό της οικογένειας. Αυτομάτως, συμπεραίνει κανείς ότι διαχρονικά η οικονομική εξάρτηση του ατόμου ακόμα και από το ίδιο του το παιδί μπορεί να αποβεί πολύ άσχημη ακόμα και μοιραία…

-ΘΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΩ ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΑΝΤΡΙΚΙΟ…

-ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΥΖΑΚΙΑ…

-ΜΕ ΝΙΚΗΣΑΝΕ, ΜΑΚΗ… ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΟΥ…

Ένα μικρό σαλόνι με έναν καναπέ – έκπληξη, ένα φωτιστικό, ένα τραπέζι με καρέκλες, λίγες γλάστρες, δύο κάδρα, ένα ζευγάρι παντόφλες, τσιγάρα και τασάκι και μια ανθρώπινη ψυχή ντυμένη στα γκρι που θα περιπλανηθεί για μία ώρα στο στενόχωρο αυτό καθιστικό μέχρι να λάβει και να κάνει πράξη την απόφαση της ζωής της.

Σε μια εναλλαγή γέλιου και θλίψης (λ.χ. η χρήση δις του ανέκδοτου με τις μύγες και την κουράδα), ενθυμούμενος το παρελθόν του μα πιο πολύ αντιμετωπίζοντας το παρόν του, ο παππούς του Κατσικονούρη μάς καταδεικνύει μέσα από το φαινομενικά απλό αλλά στην ουσία βαθυστόχαστο έργο του την απομόνωση, την προδοσία, την απογοήτευση αλλά και τη δραστικότητα ως καταστάσεις κι ενέργειες ανθρώπινες σε μια στιγμή της ζωής – μονόδρομο. Ο Μάκης συγκαταλέγεται, το δίχως άλλο, στον μακρύ εκείνο κατάλογο των δραματικών κειμένων που θέτουν την οικογένεια στο κάδρο, την αποκαθηλώνουν, την απομυθοποιούν και την προβάλλουν σαν κύτταρο άρρωστο, κάθε άλλο παρά ιδεατό περιβάλλον συμβίωσης.

Ο Ερρίκος Λίτσης στέκεται και με το παραπάνω στο ύψος του ρόλου τόσο ως ηθοποιός που υποδύεται όσο και ως σκηνοθέτης. Ταλαντούχος, έμπειρος, καλός γνώστης της τέχνης του γίνεται το σύμβολο όλων όσων περιθωριοποιούνται, πονούν, δεν μετανιώνουν, θυμώνουν και αναπόδραστα αυτοκαταστρέφονται.

 

Ταυτότητα παράστασης:

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης - Ερρίκος Λίτσης

Σκηνικά - Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου

Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου

Μουσική επιμέλεια: Β. Κατσικονούρης

Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης ΑυγέρηςΦωτογραφίες : Πάτροκλος Σκαφίδας

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

 

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΓΚΑΖΙΟΥ

του Πάτρικ Χάμιλτον

Από την ομάδα Σονέτο

Μετάφραση – Απόδοση: Χρήστος Άνθης

Σκηνοθεσία: Άννα Ετιαρίδου

 


Θέατρο «Βαφείο – Λάκης Καραλής»

Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022

8.30 μ.μ.

 

Κριτική Ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

 

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΤΡΕΛΑ…

 

Το κλασικό, αριστουργηματικό, ψυχολογικό θρίλερ του Πάτρικ Χάμιλτον Το φως του γκαζιού έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το θεατρόφιλο κοινό κάθε Παρασκευή βράδυ στις 8.30 μ.μ. στο θέατρο «Βαφείο – Λάκης Καραλής» στον Βοτανικό.

Γραμμένο λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1938), το έργο μάς μεταφέρει στο ομιχλώδες βικτωριανό Λονδίνο του 1880 στην οικία του ζεύγους Μάννινχαμ και πιο ειδικά στο καθιστικό του σπιτιού όπου η κυρία Μάννινχαμ (Μπέλλα) κεντάει ενώ ο σύζυγός της Τζακ λαγοκοιμάται στον καναπέ. Η πλοκή εκκινεί με το άκουσμα του πλανόδιου πωλητή μάφινς (γλυκών), ο οποίος διέρχεται σπάνια την οδό των Μάννινχαμ. Η Μπέλλα καλεί μέσω του κουδουνιού υπηρεσίας την Νάνσυ, την υπηρέτρια, να βγει έξω για να αγοράσει τα νόστιμα γλυκά που συνοδεύουν ιδανικά το τσάι ως ρόφημα, ιδίως τα κρύα απογεύματα. Και οι τρεις δραματικοί χαρακτήρες δίνουν άμεσα και καθάρια το στίγμα τους: η Μπέλλα (Σοφία Ιωακειμίδη) έντρομη στο πλάι του συζύγου της, τρέμει με το παραμικρό του σχόλιο, αναστατώνεται με τις συχνές παρατηρήσεις του που είναι επικριτικές και απρόβλεπτες και αφορούν ασήμαντες λεπτομέρειες ή εσκεμμένες καταστάσεις/παγίδες στημένες από τον Τζακ (Χρήστος Άνθης). Ο Τζακ από τη μεριά του, άνθρωπος τοξικός, χειριστικός, εκφοβιστικός και αισχρός, ποδηγετεί την αδύναμη Μπέλλα με σκοπό να την οδηγήσει εκεί όπου τον εξυπηρετεί. Ανήθικος, αδίστακτος, έχων ποινικό παρελθόν, συνεργάζεται με την εξίσου αμείλικτη Νάνσυ (Εβελίνα Σιγάλα) για να συρρικνώσει στον μέγιστο βαθμό την Μπέλλα και να την υποτάξει πλήρως με τον εγκλεισμό της σε φρενοκομείο. Βασικό του επιχείρημα – εργαλείο ο θάνατος της μητέρας της Μπέλλα σε νεαρή ηλικία εξαιτίας ψυχικού (κληρονομικού όπως ακούγεται αλλά χωρίς να αποδεικνύεται όντως) νοσήματος. Η Νάνσυ, τέλος, πονηρή, σκληρή, ατομίστρια και συμφεροντολόγα, φιλοχρήματη και θρασεία, σωστή οπορτουνίστρια, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, προκαλεί διαρκώς την αντίδραση της κυρίας της, η οποία ταπεινώνεται επανειλημμένα από τον διεστραμμένο σύζυγό της και δη πολλές φορές μπροστά στην υπηρέτρια. Οι τρεις τους συνιστούν ένα παρανοϊκό σχήμα διάδρασης όπου ο ένας εξουσιάζει/επηρεάζει τον άλλο με τα όπλα που διαθέτει και χρησιμοποιεί κατάλληλα. Αβοήθητο θύμα η Μπέλλα που έχει εγκαταλείψει το Yorkshire, την ιδιαίτερη πατρίδα της, έχει δαπανήσει τις οικονομίες της για τη διόλου τυχαία αγορά του παρόντος σπιτιού ενώ έχει στοχευμένα αποκοπεί από τους συγγενείς της, πράγμα για το οποίο έχει φροντίσει επιμελώς ο Τζακ μέσω της απόκρυψης της αλληλογραφίας της με την εξαδέλφη της. Το αρρωστημένο κι επικίνδυνο κλίμα έρχεται ανέλπιστα να ανατρέψει ο πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντεντέκτιβ Ραφ (Κωνσταντίνος Καρούζος), ο οποίος επωφελούμενος από το μοναδικό τρωτό σημείο της κατά τα άλλα αδιαπέραστης Νάνσυ, συγκεντρώνει στοιχεία για την αποκάλυψη της εγκληματικής, ασταμάτητης δράσης του Τζακ. Πρόκειται, το δίχως άλλο, για το πρόσωπο – κλειδί της πλοκής του έργου, το μοναδικό φέρον και κωμικά στοιχεία (λ.χ. η είσοδός του στην οικία Μάννινχαμ ως πωλητής Βιβλών σε μορφή μινιατούρας ή στη συνέχεια η λαιμαργία του με τα γλυκά μάφινς).

 

Gaslighting – Εκφοβισμός στο πλαίσιο της έμφυλης βίας

Ο τίτλος του έργου παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον κι αποτελεί από μόνος του αντικείμενο ανάλυσης. Χωρίς να το υποψιάζεται, ο Χάμιλτον με το κείμενό του και το όνομα που επέλεξε γι’ αυτό δάνεισε μετέπειτα στην επιστήμη της Ψυχολογίας τον όρο ‘’gaslighting’’ συνώνυμο της μεθοδευμένης ψυχικής κακοποίησης. Η τελευταία μέσα στο έργο εκφράζεται με τα εξής σημεία:

Το φως που γκαζιού που εντείνεται ή μειώνεται ανάλογα με τη χρήση αυτού στους λοιπούς χώρους του σπιτιού και κυρίως αυτού που είναι κλειδωμένος κι απροσπέλαστος για την Μπέλλα: του πάνω πατώματος.

Το ίδιο το πάνω πάτωμα, ακριβώς επειδή είναι απαγορευμένο ρητά στην Μπέλλα κι ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται μυστικά από τον Τζακ, τα βήματα του οποίου ακούγονται και τον προδίδουν.

Οι ενοχές με τις οποίες γεμίζει ο σύζυγος τη νεαρή γυναίκα του. Αντικείμενα που μετακινούνται ανεξήγητα, έγγραφα που μυστηριωδώς λείπουν, συρτάρια ασφαλισμένα, χάπια που χορηγούνται χωρίς να πρέπει. Το πληγωμένο σκυλάκι, τα κιλά που όμως δεν έχει πάρει η κομψή Μπέλλα, ο χαμένος λογαριασμός του μπακάλη, τα ψίχουλα στο πάτωμα. Μυστικές συμφωνίες με τη Νάνσυ, ερωτικές υπηρεσίες και ψευδομαρτυρία έναντι προκαταβολικής αμοιβής, συνεχείς απουσίες του Τζακ από το σπίτι, έκλυτος βίος. Προσταγές, προσβολές, κατηγορίες, υποσχέσεις για έξοδο στο θέατρο κι αναίρεση αυτών κατόπιν κατασκευασμένων γεγονότων. Χυδαίοι χαρακτηρισμοί, αλλοίωση της αλήθειας, παραποίηση της πραγματικότητας. Η Μπέλλα γίνεται ανελέητα ένα άθυρμα στα χέρια του Τζακ, ένα κομμάτι πηλός στο οποίο ο Τζακ προσδίδει κάθε φορά την επιθυμητή μορφή. Μπροστά του η ανυπεράσπιστη κοπέλα ομοιάζει με μικρό παιδί που φοβάται την επίπληξη του δυνάστη της, που παλεύει να πείσει για τη βελτίωση της συμπεριφοράς της και που αποδυναμώνεται ακόμα χειρότερα όταν αυτός την καταβαραθρώνει δηλώνοντας ξανά και ξανά απογοητευμένος από τα δήθεν λάθη της.

Η έλλειψη όποιου δυναμισμού και πυγμής από την πλευρά της Μπέλλα με σκοπό να αντιδράσει και να διαχειριστεί το πρόβλημα. Ενώ αναγνωρίζει τη δόλια συμπεριφορά του Τζακ, παραμένει δειλή και άτολμη. Επιχειρεί στοιχειωδώς να αποκρούσει τις επιθέσεις του Τζακ και της συνεργάτιδάς του Νάνσυ αλλά η άμυνά της δεν επαρκεί. Περιορίζεται στο λίγο της, καταπνίγεται στον φόβο της, λυγίζει με τους εξευτελισμούς του συζύγου της, πάλλεται σύγκορμη με τον ερχομό του Ραφ και μάταια πασχίζει να ορθώσει το ανάστημά της ενώπιον των Τζακ και Νάνσυ όταν εκείνος βρίσκει παραβιασμένα τα συρτάρια του γραφείου του.

-Πάρε το χάπι σου!

-Κάθισε, Μπέλλα!

-Άκου να σου πω κυρά μου!

-Πήγαινε να ξαπλώσεις! Τώρα!

-Το εύρος των πνευματικών σου αναπηριών όλο και μεγαλώνει!

-Δεν φοβάσαι τον Θεό που σ’ ακούει;

-Το μυαλό σου είναι τόσο κουρασμένο, που πια δεν λειτουργεί.

 

Ο «απομηχανής θεός» Ραφ

-Το ουίσκι: κάτι ανάμεσα σε αιθανόλη και αμβροσία

-Η δικαιοσύνη είναι ένα αργοκίνητο καράβι… αλλά στο τέλος λειτουργεί.

 

Μέσα στην παράκρουση υπό την οποία τελεί η Μπέλλα, εισβάλλει αιφνιδίως ο Ραφ, ο ιδιωτικός αστυνομικός, για να χύσει άπλετο φως στη σκοτεινή υπόθεση του Τζακ και να βοηθήσει την κοπέλα να σταθεί στα πόδια της προσωρινά μέχρι να διασωθεί οριστικά από εκείνον και να λυτρωθεί. Παρακολουθεί στενά τον Τζακ, γνωρίζει πού συχνάζει και πώς διασκεδάζει, ξέρει τα πάντα για το χθες του και κυρίως για το σήμερα και την αδηφάγα συμπεριφορά του. Φέρεται στις κλειδαριές με «υπομονή, προσοχή και στοργή» όπως και σε μια γυναίκα. Αδύναμος κρίκος η Νάνσυ που εκμυστηρεύεται τα όσα λαμβάνουν χώρα στην οικία Μάννινχαμ στον εραστή της Μπούκερ, βασικό πληροφοριοδότη του Ραφ. Η πρόσκαιρη αποχώρησή του από το σπίτι του ζευγαριού θα αφήσει την Μπέλλα ολομόναχη και ανοχύρωτη, να αυτοσχεδιάζει για να δικαιολογηθεί ανεπιτυχώς χωρίς να ξέρει πότε ο Ραφ θα επανέλθει. Το πιστόλι που κρατά με την ιδιότητα του ντεντέκτιβ ο Ραφ θα δώσει τη λύση και θα ανακουφίσει τη βασανισμένη Μπέλλα.

 

 

Ποιος είναι ο Σίδνεϋ Πάουερ;

Γιατί ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος;

Πού είναι κρυμμένος ο θησαυρός και ποιος τον καρπώνεται τελικά;

Τι επικρατεί: το καλό ή το κακό;

 

Το φως του γκαζιού, ένα δραματικό κείμενο γραμμένο τόσα χρόνια πριν, δεν μετράει τυχαία τετραψήφιο αριθμό παραστάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ατμοσφαιρικό, αγωνιώδες, ανατρεπτικό, βαθιά ψυχολογικό, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών μέχρι κυριολεκτικά το τελευταίο λεπτό.

Η υποδειγματική μετάφραση του Χρήστου Άνθη και η ανατριχιαστική του ερμηνεία ως Τζακ, ενός διαβόλου μεταμορφωμένου σε άνθρωπο, αποτελούν αναμφίβολα τη ραχοκοκαλιά της παράστασης.

Ιδιαίτερη η εμφάνιση της Εβελίνας Σιγάλα στον ρόλο της σαδίστριας υπηρέτριας και πρώην πόρνης Νάνσυ. Η έκφραση του προσώπου της, το κόκκινο κραγιόν της, τα ξέπλεκα στο τέλος μακριά μαύρα μαλλιά της και το σατανικό της – έτσι όπως πρέπει εξάλλου – χαμόγελό της πείθουν απόλυτα για το δραματικό πρόσωπο που συνέλαβε ο Πάτρικ Χάμιλτον.

Το βάρος ενός πολύ απαιτητικού ρόλου καλείται να σηκώσει η Σοφία Ιωακειμίδη ως Μπέλλα. Τα λεπτά χαρακτηριστικά της, το τρομαγμένο της πρόσωπο (είναι προφανές πόσο έχει δουλέψει με τις μούτες – εκφράσεις προσώπου για τις ανάγκες του ρόλου) και το κορμί της που σείεται ολόκληρο με τις απειλές του Τζακ συμβάλλουν σημαντικά στην απόδοση ενός τόσο δύσκολου ρόλου.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα καλείται να κινηθεί ο Κωνσταντίνος Καρούζος ως Ραφ – ιδιωτικός αστυνομικός. Και το πετυχαίνει χωρίς αμφιβολία. Ακροβατώντας μεταξύ αστείου και σοβαρού αναλαμβάνει τον ρόλο της λογικής, της εκλογίκευσης και του εξορθολογισμού μαζί, αποκαθιστώντας την πραγματικότητα και προστατεύοντας την Μπέλλα.

Η Άννα Ετιαρίδου ενορχηστρώνει έναν τετραμελή θίασο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Απέναντί τους και συνάμα μέσα τους ένα κείμενο – πρόκληση, ένα έργο – φωτιά με έντονες ενίοτε σκηνές και αμέτρητες λεπτομέρειες φέρουσες η καθεμία τους ένα ξεχωριστό χρώμα και άρωμα.

Συγχαρητήρια αξίζουν και στον συνθέτη της μουσικής Μανώλη Μπονιάτη. Η μουσική επένδυση της παράστασης ενισχύει το συναίσθημα της αγωνίας των θεατών που αδημονούν για την κατάληξη της υπόθεσης και την τύχη της Μπέλλα.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Πάτρικ Χάμιλτον

Μετάφραση – απόδοση: Χρήστος Άνθης

Σκηνοθεσία: Άννα Ετιαρίδου

 

Ερμηνεύουν:

Χρήστος Άνθης, Σοφία Ιωακειμίδη, Eβελίνα Σιγάλα, Κωνσταντίνος Καρούζος

Φωτισμοί – Ηχοληψία: Σάββας Σουρμελίδης

Μουσική: Μανώλης Μπονιάτης

Αφίσα – πρόγραμμα: Δημήτρης Κουμεντακάκος

Φωτογραφίες: Γρηγόρης Ξένος

Επικοινωνία: Νατάσα Παππά

 

Πληροφορίες

Διάρκεια παράστασης: 120 λεπτά

Χώρος: Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής

Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=lqvuL0LkbRs

 

(Αγ. Όρους 16 & Κων/πόλεως 115, Αθήνα, Μετρό Κεραμεικού)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

 

ΤΣΙΤΑΧ. Η ΕΡΗΜΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ

του Βασίλη Κατσικονούρη

ΘΕΑΤΡΟ «ΣΤΑΘΜΟΣ»

Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο

 

Σάββατο, 15 Οκτωβρίου 2022

6.15 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου



Δεν γίνονται όλα για τα λεφτά πια… ΑΛΛΑ με τα λεφτά ΟΛΑ γίνονται.

 

Είναι προφανές και μαζί ευτύχημα ότι η φετινή θεατρική σεζόν περιλαμβάνει απολαυστικούς ανδρικούς μονόλογους (είχαμε, η αλήθεια είναι, «εθιστεί» στους γυναικείους) όπως αυτός που ανεβαίνει, δυστυχώς για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, στο υπέροχο θέατρο «ΣΤΑΘΜΟΣ» του Μεταξουργείου.

Ο Γιώργος Νινιός ερμηνεύει το μονολογικό δραματικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα δίνοντας ρεσιτάλ υποκριτικής ανάμικτης με χιούμορ και συγκίνηση. Πρόκειται για ένα έργο – κέντημα που θέτει στο κέντρο του τον άνθρωπο και το σύστημα αξιών που καθορίζει τις επιλογές και τις κινήσεις του. Το ποδόσφαιρο ως επάγγελμα και εν γένει η ζωή του ταλαντούχου ποδοσφαιριστή δεν αποτελούν παρά μόνο το κάδρο των σκέψεων και των προβληματισμών του εξαιρετικού σύγχρονου συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη.

Ο Τσιτάχ (παρομοίωση με το γνωστό αιλουροειδές γατόπαρδο – δεν μαθαίνουμε ποτέ το κανονικό του όνομα – δεν χρειάζεται κιόλας), παλαίμαχος τερματοφύλακας της Εθνικής Ελλάδος, επισκέπτεται μια σχολική τάξη για να μιλήσει στους μαθητές για τα ιδεώδη του αθλητισμού. Αφορμή η αντίστοιχη συμβολική ημέρα (Πανελλήνια Ημέρα Σχολικού Αθλητισμού).

Κατεβαίνει από τα σκαλιά, μπαίνει στην αίθουσα με ένα σακ – βουαγιάζ, φέρει λιτή αθλητική περιβολή και αρχίζει να ξεδιπλώνει τα εσώψυχά του χωρίς να φείδεται αυθορμητισμού κι αυθεντικότητας. Με απόλυτη φυσικότητα, ταξιδεύει στο παρελθόν του, θυμάται δυνατές ποδοσφαιρικές εμπειρίες και ασκεί την αυτοκριτική του καθώς μιλάει για τα λάθη του που όμως για κάποιο σοβαρό λόγο έπραξε…

Παράλληλα με την εξομολόγησή του κινείται και μια μαριονέτα – ποδοσφαιριστής στα δεξιά του˙ ένα πρωτότυπο σκηνικό αντικείμενο με ξεχωριστό σημειολογικό φορτίο καθότι παριστάνει τον ίδιο τον Τσιτάχ χορεύοντας μαζί του το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας σε μια στιγμή λήψης κρίσιμων αποφάσεων.

Ένα θρανίο, μια καρέκλα σχολική, ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα ποτήρι που δεν θα του χρειαστούν, καθώς ο Τσιτάχ πίνει τσιγάρα και κρασί, συνθέτουν το υπόλοιπο σκηνικό της παράστασης. Ο Γιώργος Νινιός ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που υποδύεται, ένα δραματικό πρόσωπο συναισθηματικό, ηθικό, μοναχικό (όπως κάθε τερματοφύλακας άλλωστε, στοιχείο που τονίζεται μέσα στο έργο), που ζει με τις αναμνήσεις του και έχει καταλήξει να περνάει, όπως λέμε, στην «ψάθα». Άσπρα μακριά μαλλιά, άσπρο μούσι, πρόσωπο κουρασμένο μα ψυχή αναλλοίωτη και καθαρή. Αστειεύεται και την ίδια ώρα δακρύζει. Πραγματικά, ο Γιώργος Νινιός είναι από τους λίγους ηθοποιούς που εκπέμπουν τόσο έντονα συναισθήματα ακόμα και χωρίς να εκφέρει λόγο. Μόνο με τις μούτες του, με το κούνημα του κεφαλιού του, με τη σιωπή του και το βλέμμα του. Πόσο μάλλον όταν κρατάει στα χέρια του και συσκηνοθετεί με την Ερμίνα Κυριαζή έναν τέτοιο μονόλογο ενώ υπογράφει και τη μουσική του μαζί – μουσική λαϊκή του πόνου, ανεπιτήδευτη όπως κι ο ίδιος (ο Γιώργος Νινιός είναι και γνωστός μουσικός εκτός από ηθοποιός).

Υπάρχει κάτι χειρότερο από τον θάνατο… που από άνθρωπο σε κάνει πράμα… γιατί κι όταν πεθαίνεις άνθρωπος είσαι… η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

 

Ο ΚΟΡΩΠΙΑΚΟΣ

Αν είσαι αναποφάσιστος, πάει σού πήραν την μπάλα…

 

Ο Τσιτάχ θυμάται τη συμμετοχή του στην τοπική ομάδα του Κορωπιακού όταν διεκδικούσε την κούπα Ανατολικής Αττικής και Μεσογείων. Παιχνίδι μες τη λάσπη, μια μπάλα βυθισμένη εκεί σαν βλήμα που δεν έσκασε. Μια μπάλα που δεν άφηνε να του πάρουν, μια ερωμένη που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ακόμα και την ώρα του χειρουργείου μετά από χτύπημα που δέχτηκε στο πρόσωπο από τον εξτρέμ (πλευρικός ή ακραίος μέσος). Μια λατρεία που έχει φέρει μαζί του και στο τέλος δωρίζει μεγαλόψυχα στο ακροατήριό του. Είναι κυριολεκτικά όλη του η περιουσία.

 

Ο ΠΑΡΑΣΤΑΤΟΦ – σέντερ φορ

Πιάνεται ο αέρας;

 

Ο Τσιτάχ μνημονεύει τον Παραστάτοφ (πρόσωπο υπαρκτό;), τον «μεγαλύτερο κύριο», όπως τον αποκαλεί, επιθετικό αντίπαλης ομάδας, αθλητή – υπόδειγμα που ανήκει σε εκείνους τους μερικούς ανθρώπους που δίνουν μόνοι τους το μήνυμα καθώς περνάνε ή όπως χαμογελάνε. Τον φέρνει στο μυαλό του να «ντριμπλάρει» στη σέντρα.

Εξάλλου, όπως τον ακούμε να λέει απλά και άμεσα: Το γκολ δεν έχει πάντα σημασία … αρκεί να κάνεις την ομορφιά… ενώ καπνίζει μανιωδώς φροντίζοντας να βάζει κάθε φορά τη στάχτη στην τσέπη του για να μην λερώσει τον χώρο της σχολικής αίθουσας.

 

ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΕΣ

Βαθιά φιλοσοφικός κι ενίοτε αθυρόστομος, κάτι για το οποίο απολογείται στον δάσκαλο της τάξης, αναρωτιέται κι ο ίδιος για τις αξίες και τα ιδανικά του αθλητισμού και της ανθρώπινης ζωής – διαδρομής ευρύτερα. Τι είναι ο αθλητισμός; Κάτι που σε κρατάει μακριά από τις καταχρήσεις; Όπως φαίνεται από τον ίδιο τον Τσιτάχ και όχι μόνο, μάλλον όχι. Είναι η άμιλλα όπως λέμε άμυλ-α δηλαδή πατάτες και ζυμαρικά; Αυτό δεν διδάσκονται σχεδόν στερεοτυπικά οι μαθητές;

Αλήθεια, αξίζει να προσπαθεί κανείς; Μήπως είναι τελικά βαρετή η νίκη όλη την ώρα; Μήπως ήττα και νίκη δεν είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος; Μήπως το μόνο πράγμα που μετράει είναι τι θα γυρίσει να σου πει ο εαυτός σου το βράδυ; Η φανέλα δεν είναι συνώνυμο της αξιοπρέπειας;

 

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ – Ο ΤΑΣΟΥΛΗΣ

Κι είχε ένα αριστερό… φαρμάκι! Κι ένα σπάσιμο στη μέση… Και μετά πηγαίναμε για μπύρες.

Ο Τασούλης, που ήταν αδερφός με το (Ε) Λενάκι του, την αγαπημένη του, χρειάστηκε ξαφνικά την βοήθειά του, τα λεφτά του για να πάει στην Αμερική… μα οι μισθοί είχαν πέσει… μέχρι που βρέθηκαν μπροστά του 500.000 δραχμές κι ο ίδιος χόρεψε το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας με το ένα χέρι κρεμασμένο στον αέρα σαν σπασμένο φτερό…

 

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΝΑΓΚΗΣ

Αφού ξέρω μωρή πουτάνα ότι θα μου κάτσεις…

Τι γίνεται όταν το μυαλό πρέπει να ελέγξει το σώμα;

Μ’ έπιασε μια ερημιά…

Στο ημίχρονο στα αποδυτήρια μόνος…

Βγάλτε έξω τον Τσιτάχ…

Προτού αρχίσει ο αγώνας, νικημένος…

 

Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ – Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Ο Τσιτάχ εξακολουθεί να θυμάται… τα νύχια του μέσα στο πετσί της μπάλας… τον κόσμο να τον στηρίζει την ύστατη στιγμή κι εκείνος να διαπράττει εν αγνοία του το μοιραίο λάθος που θα προκαλέσει την καταστροφή τριών ανθρώπων. Μα όταν ακούει κανένα ωραίο τραγούδι στο ράδιο, χαίρεται γιατί φαντάζεται ότι μπορεί να το ακούει και το (Ε) Λενάκι του… Τι νόημα όμως έχει αυτό όταν βλέπει στην παραλία τα αστέρια να πέφτουν κι αυτός να μην έχει καμιά ευχή να κάνει;

 

Έχουμε πράγματι να κάνουμε με ένα συγκλονιστικό κείμενο, του οποίου ο τίτλος μαρτυράει πολλά. Ειδικά ο όρος «ερημιά». Ο τερματοφύλακας είναι άτομο φύσει μοναχικό κι αν δεν έκανε αυτή τη δουλειά, θα έκανε μια άλλη στην απομόνωση: φαροφύλακας, νυχτοφύλακας άντε συγγραφέας… όπως σημειώνει ο Κατσικονούρης διά στόματος Τσιτάχ. Δεν είναι τυχαίο, όπως πάλι ακούμε την ώρα της παράστασης, ότι διάφοροι τερματοφύλακες έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία, γεγονός που επισημαίνει την άκρα ευαισθησία τους. Ο Ένκε (πρόσωπο που αναφέρει κι ο Τσιτάχ), ο Ρόμπερτς, ο Μπόζοβιτς που αποπειράθηκε να πεθάνει…

Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα έργο με πολύ «ψαχνό», τροφή για σκέψη και συζήτηση καθώς το κοινό ανακαλύπτει αθέατες πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, έτσι όπως αυτή ακροβατεί πάνω στο τεντωμένο σκοινί της επιβίωσης, υλικής και ψυχικής. Και λαμβάνει σάρκα και οστά με τον πιο ζωντανό και διαπεραστικό τρόπο στη σκηνή του θεάτρου «ΣΤΑΘΜΟΣ» από αξιόλογους συντελεστές.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία: Ερμίνα Κυριαζή – Γιώργος Νινιός

Ερμηνεία: Γιώργος Νινιός
Μουσική – Στίχοι: Γιώργος Νινιός
Σκηνογραφική ιδέα: Ερμίνα Κυριαζή
Κατασκευή μαριονέτας: Βασίλης Βασιλάκης
Σχεδιασμός φωτισμού: Βασίλης Πετεινάρης
Βοηθός σκηνοθέτη – Χειρίστρια κούκλας: Γεωργία Μανελίδου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βαττής
Περιγραφή αγώνα: Χρήστος Κυριαζής

Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο

 

 

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

 

Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ

Του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

ΘΕΑΤΡΟ «Τζένη Καρέζη»

 

Σάββατο 1/10/2022

Ώρα: 21.00

 

Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: 

Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος

 

Κριτική παρουσίαση της Μαρίνας Αποστόλου

 


                      Στο επίκεντρο η ελευθερία του ανθρώπου

ΓΙΑΤΙ ΗΡΘΕΣ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΜΑΣ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ;

   

 

Τον αριστουργηματικό μονόλογο Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είχαν την ευτυχία να παρακολουθήσουν οι λάτρεις του ποιοτικού και καλοδουλεμένου θεάτρου το Σάββατο το βράδυ 1 Οκτωβρίου στο θέατρο «Τζένη Καρέζη», λίγες ημέρες μόλις μετά τον θάνατο του σπουδαίου θεατρανθρώπου Κώστα Καζάκου.

Την παράσταση σκηνοθετεί ο υπέροχος ηθοποιός με τη χαρακτηριστική φωνή Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Όπως είναι αρκετά γνωστό, το έργο του μεγαλειώδη Ρώσου λογοτέχνη δεν ανεβαίνει για πρώτη φορά σε ελληνική θεατρική σκηνή ενώ ο ίδιος ο Κ.Κ. υποδύεται τον ρόλο του αμείλικτου και κυνικού, προκλητικά ειλικρινή ιεροεξεταστή ήδη από το 2012, σημειώνοντας ένα αληθινό παραστασιακό ρεκόρ αλλά και αποδεικνύοντας ότι το κείμενο του Ντοστογιέφσκι παραμένει κρυστάλλινο, αιχμηρό, αναλλοίωτο κι ανατριχιαστικό, ειδικά με τον τρόπο που σκηνοθετείται από τον εν λόγω καλλιτέχνη.

Με το που σβήνουν τα φώτα, το απόλυτο σκοτάδι επιβάλλεται ενώ οι ψαλμωδίες που πλημμυρίζουν τον χώρο κατόπιν μεταφέρουν πράγματι το κοινό (μια λέξη – σχέση που ο Κ.Κ. έχει παραδεχτεί σε συνέντευξή του ότι αγαπά πολύ) στη μαύρη εποχή του μεσαίωνα στη Σεβίλλη της Ισπανίας, όπου εκατοντάδες αιρετικοί έβρισκαν φρικτό θάνατο στην πυρά (και όχι μόνο) από την Ιερά Εξέταση, όργανο της ίδιας της παπικής εκκλησίας.

Το σκοτάδι που σκεπάζει σταθερά σκηνή και πλατεία έρχεται να καταστήσει ακόμα πιο τρομακτικό αλλά συναρπαστικό η φωνή του Ιβάν που απευθύνεται στον αδελφό του, μοναχό Αλιόσα. [Σημειωτέο φυσικά ότι Ο Μέγας Ιεροεξεταστής αποτελεί κεφάλαιο του βιβλίου του Φ.Ν. Αδερφοί Καραμάζωφ, γραμμένο το 1880, λίγο πριν τον θάνατο του συγγραφέα. Εν τούτοις, η δυναμική και η μεστότητά του τού επιτρέπουν την αυτοτέλεια και την αυθυπαρξία λογοτεχνικά και κατά συνέπεια και δραματουργικά]. Εκεί ο Ιβάν εξομολογείται στον Αλιόσα ότι έχει συλλάβει την ιδέα ενός ποιήματος με θέμα τον εκ νέου ερχομό του Χριστού στη Γη τον δέκατο πέμπτο αιώνα στη Σεβίλλη και τη συνάντησή του με ένα γηραιό, σκελετωμένο ιεροεξεταστή που θα μιλήσει αμετανόητα για τα φρικιαστικά εγκλήματα της Ι.Ε. εις βάρος των θρησκευτικών αντιφρονούντων αλλά και θα προσδώσει μια διάσταση βαθιά φιλοσοφική και κυρίως πολιτική στη συμπεριφορά των «ισχυρών» έναντι των αδυνάμων…

Κι έτσι ενώ αυτοί οι τελευταίοι ενθουσιάζονται με την επάνοδο του Μεσσία και τα θαύματα που εκείνος κάνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, ωστόσο είναι οι πρώτοι που θα συν-δαυλίσουν τη φωτιά του Χριστού, μόνο με ένα νεύμα του ιεροεξεταστή που κυριολεκτικά ταυτίζεται με τον σατανά, δηλαδή το κακό.

Έχει ήδη ξεκινήσει λοιπόν ο μονόλογος του ιεροεξεταστή που έχει απέναντί του τον πράο Ιησού, ο οποίος εκφράζεται με την ηρεμία και τη σιωπή του. Ένα πραγματικό παραλήρημα μισανθρωπίας ξετυλίγεται σε διάρκεια περίπου μίας ώρας με τους θεατές να έχουν χωρίς υπερβολή ακινητοποιηθεί στα καθίσματά τους με κομμένη την ανάσα. Δεν πρόκειται όμως απλά για ένα τρομερό πλάσμα που μαρτυράει τις πράξεις της Ι.Ε. ομοιάζοντας με φιγούρα διεστραμμένου χαρακτήρα από μια ταινία θρίλερ. Πρόκειται το δίχως άλλο για ένα ανθρωπόμορφο τέρας που ήλθε για να κρίνει τον Χριστό και τη θεωρία του αλλά και να καταδείξει την ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τον επίγειο άρτο. Το κείμενο του Φ.Ν. ξεφεύγει συνεπώς από το θεολογικό του χρώμα κι επεκτείνεται σε πολιτικά ύδατα όπου ο άνθρωπος είναι μεν γεννημένος επαναστάτης μα στην ουσία είναι σκλάβος και δούλος γιατί πολύ απλά είναι διεφθαρμένος, κυριεύεται από την χρεία του ανήκειν, αρέσκεται στο να ελέγχεται η συνείδησή του από τους δυνατούς και κυρίως για να ζήσει έχει ανάγκη το ψωμί… τον επίγειο άρτο κι όχι τον επουράνιο, τον ιδεαλιστικό που του πρόσφερε ο Χριστός, ένας Χριστός που οραματιζόταν την επανένωση του κόσμου (σαφής νύξη για την παγκοσμιοποίηση). Ο Ιησούς δώρισε στον άνθρωπο ελευθερία, δημοκρατία καταδικάζοντας τη βία και τον εξαναγκασμό εκείνος όμως δεν κατάφερε να την αξιοποιήσει και να τη διαχειριστεί και κατέληξε να προτιμήσει την υποταγή και τη «Βαβέλ» δηλαδή την ασυνεννοησία. Ο Χριστός επομένως για ποιους ξανάρθε στον κόσμο; Μήπως για τους «εκλεκτούς»; Αναρωτιέται με μίσος ο «φλεγματώδης» ιεροεξεταστής. Αφού (ο Χριστός) αρνήθηκε το ξίφος του Καίσαρα... με λίγα λόγια την επίγεια εξουσία.

Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας!

 

 

Ο Χριστός, όπως στηλιτεύει ο γέροντας, πρόσφερε την ελευθερία και την ελεύθερη εν γένει εκλογή στο ανθρώπινο γένος. Εκείνο όμως δεν ήξερε τι να την κάνει κι έτσι έζησε και ζει τη φρίκη και το βάρος της παράδοσης της ελευθερίας σε κάποιον ανώτερο που θα ασκεί τον απόλυτο έλεγχο. Οι άνθρωποι εξάλλου, όπως ακούμε στο έργο, χρειάζονται τα θαύματα κι όχι τον Θεό…

Πολλοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει (και όχι άδικα) ότι ο Φ.Ν. προφητεύει την έλευση του κομμουνισμού ως απολυταρχικού καθεστώτος κάποιες δεκαετίες μετά. Το ψωμί για το οποίο οι άνθρωποι απαρνιούνται την ελευθερία τους δεν θα καταφέρουν ποτέ να το μοιράσουν μεταξύ τους, λέει διά στόματος ιεροεξεταστή ο Ρώσος στοχαστής και βεβαίως επαληθεύεται. Ο Χριστός εκτίμησε υπέρμετρα το ανθρώπινο είδος και γι’ αυτό του έδωσε τα πάντα – ήτοι την ελευθερία του.

Όταν καταφέρει κάποιος να ελέγξει τις συνειδήσεις όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις των θρησκειών, των ομάδων, των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τότε σίγουρα έχει υποδουλώσει το πνεύμα των άβουλων οπαδών του. Κυρίως όμως, ο άνθρωπος, ακόμη και ο σκεπτόμενος, είναι πλήρως εξαρτημένος από την τροφή του κι ευρύτερα από τα υλικά αγαθά, απαραίτητα για την επιβίωσή του και την ευημερία του πάνω στη Γη. Αγαθά, που όσο καλλιεργημένος κι ευφυής και να είναι (ο άνθρωπος), υπερτερούν μοιραία των πνευματικών. Η επιστήμη δεν είναι αρκετή, όπως φαίνεται.

Θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν. 

Θα τους επιτρέψουμε να αμαρτάνουν.

 Εν τέλει, το κακό κυριαρχεί, υπερνικά την αγάπη και βασιλεύει.


Το χειμαρρώδες και πυκνογραμμένο έργο του Φ.Ν. γίνεται στα χέρια του Κ.Κ. η πρώτη ύλη για ένα καλλιτεχνικό προϊόν υψηλής αξίας και ποιότητας που γοητεύει και συγκλονίζει τους θεατές. Πρόκειται χωρίς υπερβολή για μια παράσταση που δεν λησμονεί εύκολα κάποιος. Οι φωτισμοί και οι ήχοι, αριστοτεχνικά δουλεμένοι, συμβάλλουν τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα του έργου. Το ίδιο ισχύει και για το κοστούμι που φέρει ο ερμηνευτής.

Όλοι οι συντελεστές και ως επί το πλείστο ο Κ.Κ. έχουν σκύψει με δέος πάνω στο κείμενο του Ντοστογιέφσκι, έχουν κολυμπήσει μέσα στον βυθό του κι έχουν αναδυθεί στο τέλος φέροντας στην επιφάνεια όλο τον θησαυρό που αυτός κρύβει.

 

Λοιποί συντελεστές:

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Επεξεργασία κειμένου: Ματίνα Μόσχοβη

Βοηθοί σκηνοθέτη: Κωστής Σαββιδάκης, Άννυ Ζερβού

Βοηθός παράστασης: Αλέξανδρος Μούστας

Φωτογραφίες: Κλεοπάτρα Σάρλη

Επεξεργασία ήχου: studio19 – Κώστας Μπώκος