Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

 


ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ του Δημήτρη Αλεξίου

Θέατρο Μεταξουργείο

Κυριακή, 26/12/2021

5.30μμ

Δραματολογική ανάλυση & κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου

«ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΠΛΗΡΩΝΕ ΓΙΑ ΜΑΣ»

Το είδος του σκληρού ρεαλισμού επέλεξε να υπηρετήσει ο Δημήτρης Αλεξίου μέσα από το θεατρικό του έργο με τίτλο ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ. Τρεις φίλοι, σαραντάρηδες πια, μεγαλωμένοι παράλληλα, δεμένοι, πληγωμένοι, φέροντες ο καθένας τα δικά του τραύματα. Ένας προπονητής του μπάσκετ, ώριμος πια, σε ρόλο μέντορα και πατέρα. Μια μητέρα κατάκοιτη, που επικοινωνεί κουνώντας τα μάτια και πατώντας με το σαγόνι ένα κουδούνι… Μια νεαρή αποκλειστική νοσοκόμα που φροντίζει πιστά και αδιαμαρτύρητα την άρρωστη γυναίκα και μια εξώγαμη κόρη του προπονητή που θα δώσει ώθηση στο ξετύλιγμα του μίτου της υπόθεσης.

Στο ανακαινισμένο διαμέρισμα του Μάριου, ασφαλιστή στο επάγγελμα και γιου της κλινήρους κυρίας Αλέκας, συγκεντρώνονται για να παίξουν πόκερ τρεις φίλοι γύρω στα 40. Δεν παραλείπουν να καλέσουν επίσης και τον coach, τον προπονητή τους, τον Αποστόλη, που ακόμη και τώρα δεν παύει να τους νουθετεί αλλά και να τους θυμίζει παλιές καλές στιγμές που μοιράστηκαν οι τέσσερίς τους, τόσο κατά τη διάρκεια αγώνων μπάσκετ όσο και εκτός γηπέδου.

Μια περίεργη ίσως και ανόσια σχέση συνδέει τα τέσσερα αντρικά δραματικά πρόσωπα η οποία δε στηρίζεται μόνο στις κοινές αθλητικές τους μνήμες αλλά και σε μυστικά, βαθιά κρυμμένα και ριζωμένα. Σκοτεινά και ως τα τώρα ανείπωτα. Έχει έρθει μάλλον η ώρα να έλθουν στην επιφάνεια και μέσω της αποκάλυψής τους να οδηγηθούν σε τραγική καθαρτήρια κατάληξη όλοι τους.

ΤΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Η Αλέκα: Μητέρα του Μάριου και κατάκοιτη λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου. Μεγάλωσε το γιο της με περισσή αγάπη και προστασία. Διαζευγμένη αρχικά και χήρα κατόπιν, σήκωσε όλα τα οικογενειακά βάρη στην πλάτη της με αυταπάρνηση. Επέλεξε το επάγγελμα της πόρνης γιατί ίσως να μην υπήρχε άλλη άμεση λύση αντιμετώπισης των πρακτικών προβλημάτων και κυρίως των αναγκών του παιδιού της που ήταν μια ζωή φιλάσθενο, κλειστός χαρακτήρας αλλά και χρειαζόταν να σπουδάσει, όπως άλλωστε κάθε παιδί. Στο (δραματικό) αυτό πρόσωπο επαναλαμβάνεται το μοτίβο της γυναίκας – μάνας που ακολούθησε τον δρόμο της πορνείας καθώς δε διέθετε τα μέσα για την ανατροφή του μονάκριβου τέκνου της. Χωρίς σύζυγο, καθώς ακόμα κι όταν αυτός υπήρχε διόλου ενδιαφερόταν για την οικογένειά του, φρόντιζε διαρκώς αλλά τελικά όχι πάντα επιτυχώς να αποκρύβει την πραγματική της ταυτότητα από το παιδί της και τη λοιπή κοινωνία. Το κορμί της έχει αποτελέσει αντικείμενο πληρωμένου έρωτα τόσο για τον μπακάλη της γειτονιάς, όσο και για τον Αποστόλη αλλά και το διευθυντή του δημοτικού σχολείου όπου φοίτησε ο Μάριος. Χωρίς ταμπού αλλά με ψυχή τίμια και καθάρια δεν υστερεί σε τίποτα από μια τρυφερή μητέρα που πάνω απ’ όλα λατρεύει το παιδί της και το δέχεται γι’ αυτό που είναι αφού για εκείνη αποτελεί «το καλύτερο παιδί του κόσμου».

Ο Μάριος: Γιος της κυρίας Αλέκας. Περίπου σαράντα ετών, χωρίς προσωπική ζωή, ασφαλιστής στο επάγγελμα και αποκλειστικά αφοσιωμένος στην ασθενή μητέρα του. Δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για τη ζωή που εκείνη έχει διαγάγει, θυμάται όμως με πόνο ψυχής, όπως παρακολουθούμε στο τέλος της παράστασης ότι «το κουδούνι πλήρωνε για μας» επιβεβαιώνοντας ότι τα παιδιά, ακόμα κι αν δεν έχουν την ωριμότητα να αντιληφθούν πλήρως την αλήθεια, την προσεγγίζουν ωστόσο μέσω της διαίσθησης. Ευαίσθητος, δοτικός, αλτρουιστής, δέχεται παθητικά τις ταπεινώσεις και τις πότε σεξιστικές πότε ρατσιστικές εξάρσεις του άλλου φίλου της παρέας, του Οδυσσέα, στο πρόσωπο του οποίου εκδηλώνει από μικρός μια ιδιαίτερη προσκόλληση. Για κάποιον αδιασάφητο λόγο, συμπεριφέρεται με αγένεια στην Ειρήνη, την ευγενική νεαρή αποκλειστική νοσοκόμα που περιποιείται τη μητέρα του. Οι γυναίκες δεν τον αφορούν και για το λόγο αυτό αποκρούει το πιεστικό φλερτ της Φανής, της εξώγαμης κόρης του προπονητή του. Κι ενώ ως προσωπικότητα είναι υπέρ της συγχώρησης των άλλων, δε μοιράζεται την ίδια άποψη και για τη μητέρα του όταν η αλήθεια έρχεται στο φως μέσω του ημερολογίου της που τυχαία πέφτει στα χέρια του. Στο πρόσωπο του Μάριου παίρνει σάρκα και οστά ο τύπος του ομοφυλόφιλου άντρα που λόγω της συντηρητικής κοινωνίας έχει στερηθεί μια ζωή τον έρωτα αλλά και του γιου που είναι απόλυτα πεπεισμένος για την άρρηκτη ηθική της μητέρας του.

Ο Οδυσσέας: Φίλος του Μάριου και του Γιάννη. Ασφαλιστής και αυτός, γεγονός που το οφείλει στον Μάριο. Κυνικός, σκληρός, μισογύνης και μαζί μισάνθρωπος, εκφέρεται με σκληρότητα για όλους και φροντίζει να μη χάνει ποτέ του καμιά ευκαιρία μέσω της οποίας θα διασκεδάσει ή θα επιβιώσει. Ειρωνεύεται τον Γιάννη που προσπαθεί να αποκτήσει παιδί, γεμίζει με τη βία το στόμα του Μάριου με τυροπιτάκια για να γελάσει, χρησιμοποιεί τις γυναίκες ως σκεύη ηδονής και μένει άπραγος με άδεια χέρια όταν απολύεται από την ασφαλιστική εταιρεία, όπου εργάζεται, καθώς δε γνωρίζει να εξασκεί κανένα άλλο επάγγελμα. Ο Οδυσσέας ενσαρκώνει το πληγωμένο παιδί που στερήθηκε τη μητέρα του και χρησιμοποιεί το μίσος και την αγριότητα ως ασπίδα προφύλαξης της τραυματισμένης ψυχής του. Πληγώνει τους άλλους ακριβώς επειδή πονάει βαθιά ο ίδιος αναμένοντας να εισπράξει έτσι μια νοσηρή ικανοποίηση.

Ο Γιάννης: Ο άλλος συνομήλικος φίλος της αντροπαρέας. Δικηγόρος και παντρεμένος με τη Μαρίνα. Προσπαθεί εδώ και καιρό να αποκτήσει παιδί μαζί της κυρίως γιατί το επιθυμεί όσο τίποτα εκείνη. Καθώς όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, απελπίζεται και φθάνει στο σημείο να αναζητά σπέρμα από άλλους άντρες και συγκεκριμένα από τους δύο φίλους του. Είναι ίσως ο πιο συγκροτημένος και πιο ακέραιος απ’ όλους καθώς έχει χαράξει μια πορεία πιο «καθώς πρέπει», πιο συμβατική, «πιο φυσιολογική» (νομική επιστήμη – γάμος – στόχος η οικογένεια). Πώς όμως ορίζεται το φυσιολογικό; Ατάκα που ακούμε να λέγεται και στο έργο και ρητορικό ερώτημα που μάλλον τελικά δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση.

Ο Αποστόλης: Ο προπονητής των κάποτε παικτών του μπάσκετ ή αγγλιστί ‘’coach’’. Θεματοφύλακας των ηθικών και πνευματικών αξιών τόσο που υπενθυμίζει με αυστηρό πατρικό τρόπο στον Οδυσσέα τον καθοριστικό ρόλο του ντροπαλού κατά τα άλλα Μάριου στο παιχνίδι τους και τόσο που η αντίδρασή του σε αποκάλυψη που προσβάλλει την ηθική του ως πατέρα αποβαίνει μοιραία. Είναι το πρόσωπο που εξισορροπεί τις σχέσεις των τριών φίλων – παικτών αλλά και ο άνδρας που παρότι αγαπάει τη σύζυγο και το παιδί του, αναζητάει και τον με ανταλλάγματα έρωτα ενώ αργότερα διατηρεί μια διπλή ζωή η οποία θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της «νόμιμης» οικογένειάς του.

Η Ειρήνη: Η αποκλειστική νοσοκόμα της Αλέκας. Πολύ νέα σε ηλικία, υπέρ το δέον υποστηρικτική, πάντοτε διαθέσιμη και υπομονετική τόσο με την ασθενή της όσο και με την παραξενιά του Μάριου. Επαινεί τον τελευταίο για το ήθος του τόσο στη μητέρα του όσο και στον ίδιο προτρέποντάς τον να δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια. Εντοπίζει πρώτη το ημερολόγιο της Αλέκας τις ώρες που της αφιερώνει στο διάβασμα και μαθαίνει τα πάντα για το παρελθόν της οικογένειας.

Η Φανή: Η εκτός γάμου μη αναγνωρισμένη κόρη του Αποστόλη. Λίγο πριν τα δεκαοκτώ της, απελευθερωμένη, χωρίς ενδιαφέρον για τα υλικά αγαθά και τις κληρονομιές, απολαμβάνει από νωρίς τον έρωτα και δεν το κρύβει. Την ελκύει εν τούτοις η σεμνότητα του Μάριου κι όχι τελικά η άνευ ορίων τόλμη του Οδυσσέα.

Η ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΚΟΥΔΟΥΝΙ»

Ο Δημήτρης Αλεξίου, εκτός από την άριστη πλοκή που επιτυγχάνει, παίζει αριστοτεχνικά και με τις λέξεις. Το «κουδούνι» χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως και αντιστοιχεί πότε στο κουδούνι που φοράει για λειτουργικούς λόγους η Αλέκα, πότε στο κουδούνι που χτυπούσαν οι πελάτες της μητέρας του Μάριου μα και στο κουδούνι που χτυπά η δασκάλα του για να συστήσει ψυχολόγο στη μητέρα του, παλιότερα, στο μακρινό παρελθόν. Αντιστοιχεί ακόμη πότε στο κουδούνι που ακούγεται στην πόρτα του σπιτιού του Μάριου ή ακόμα και στο τηλέφωνο απ’ όπου εκείνος ενημερώνεται για συνταρακτικά νέα. Είναι τέλος το κουδούνι που χτυπάει ο Αποστόλης ενώ η Φανή συνευρίσκεται ερωτικά με τον Οδυσσέα.

Το «κουδούνι» λοιπόν γίνεται συνώνυμο και σήμα-κατατεθέν του εφιάλτη, της ανθρώπινης ανεπάρκειας και ανημπόριας, της μοναξιάς και της δυστυχίας.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ

Σκηνοθετημένη από τον ίδιο τον συγγραφέα (ο οποίος εμπλέκεται πολυδιάστατα σ’ αυτήν), η παράσταση διακρίνεται για τη ζωντάνια της και το μεράκι των συντελεστών της. Στα μάτια τους καθρεπτίζεται η αγάπη για το θέατρο αποδεικνύοντας ότι «καλό» θέατρο δεν παρακολουθεί κανείς μόνο σε «μεγάλες» σκηνές από γνωστούς ηθοποιούς.

Έργα σαν «ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ» μας επιτρέπουν δικαιωματικά να είμαστε υπερήφανοι για τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία.

Ειδική μνεία οφείλουμε στην εξαιρετική ερμηνεία του ρόλου του Οδυσσέα και στη μουσική επένδυση της παράστασης που την καθιστά αισθητικά μοναδική.

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο – σκηνοθεσία: Δημήτρης Αλεξίου

Βοηθός σκηνοθέτη: Άντα Ανδρούτσου

Σκηνικά: Σταμάτης Ζέρβας

Κατασκευή σκηνικών: Γιώργος Χάιντας, Δημήτρης Μαμάι, Αλέξανδρος Πέτοβας

Φωτισμοί: Δημήτρης Αλεξίου

Φωτογραφίες: Γιώργος Νίκογλου

Βίντεο: Νεκτάριος Θεοδώρου

Graphic design: Δήμητρα Καραγιάννη

Πρωτότυπη μουσική επένδυση: Βαγγέλης Σερίφης

Επικοινωνία: Acerinta, acerinta@yahoo.gr

Εκτέλεση παραγωγής: Κωνσταντίνος Πλατής

 

Το ομώνυμο τραγούδι της παράστασης ερμηνεύει η Αθηνά Πανταζή σε στίχους Κατερίνας Ξαναλάτου, μελωδία του Δημήτρη Αλεξίου και παραγωγή- ενορχήστρωση Βαγγέλη Σερίφη

 

Παίζουν: Απόστολος Βαρναβέλιας, Κατερίνα Ξαναλάτου, Βασίλης Λαδικός, Γιώργος Χάιντας, Βαρβάρα Ραμπαούνη, Γεωργία Προκοπίου. Φιλική συμμετοχή: Βασίλης Μουτσόπουλος

Διάρκεια 105’

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

 


ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΣΧΑ

του Γουίλιαμ Νίκολσον

ΘΕΑΤΡΟ ΑΡΓΩ

Ελευσινίων 15, Μεταξουργείο

 

Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου 2021

Ώρα 18.30

 Δραματολογική ανάλυση και κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου


«Μήπως τελικά η ζωή όλων μας είναι γελοία;»

 

Πόσο εύκολο και συνάμα σύνηθες είναι το διαζύγιο μετά από 34 χρόνια σύμπλευσης δύο ανθρώπων; Βοηθάει σε αυτή την απότομη στροφή η συνειδητοποίηση της αλήθειας; Η ενδοσκόπηση; Ο απολογισμός μιας ολάκερης ζωής ή ακόμη και η είσοδος ενός τρίτου προσώπου;

Ο Έντουαρντ και η Άλις είναι σύζυγοι εδώ και 33 χρόνια. Μαζί έχουν αποκτήσει έναν γιο, τον Τζέιμι που είναι αρκετά μεγάλος ώστε να κατοικεί στο δικό του διαμέρισμα.

Ο Έντουαρντ είναι καθηγητής ιστορίας στο Λύκειο ενώ εμπλέκεται και για λίγες ώρες στο μάθημα της θεολογίας. Αυτό δίνει το έναυσμα στη θρησκευόμενη ποιήτρια γυναίκα του την Άλις να του μιλά για τον Θεό. Εκείνος δεν αποδέχεται την ύπαρξή του, άποψη που συμμερίζεται και ο Τζέιμι. Κλεισμένος στα βιβλία της ιστορίας, πεδίο ενδιαφέροντος που τον γοητεύει διαχρονικά, νιώθει να ασφυκτιά στη συμβίωσή του με την Άλις χωρίς όμως να λεκτικοποιεί τη δυσφορία του. Αντίθετα, δηλώνει πως «όλα είναι καλά» αρκετά όμως άτονα και διόλου πειστικά. Καθισμένος στην καρέκλα του, σπιτόγατος με γυαλιά πρεσβυωπίας και ζακέτα, διαβάζει φωναχτά πολεμικές σκηνές από την αιματηρή υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα (στο έργο ακούμε ότι από τους 400.000 στρατιώτες επέστρεψαν στη Γαλλία λιγότεροι από 20.000!), καπνίζει και ταυτόχρονα ακούει την Άλις να αντιδρά διότι ζητά απεγνωσμένα το ενδιαφέρον του.

Στην εναρκτήρια σκηνή του έργου τα τρία δραματικά πρόσωπα τα οποία παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τους Αιμιλία Υψηλάντη (Άλις), Φίλιππο Σοφιανό (Έντουαρντ) και Θύμιο Κούκιο (Τζέιμι), μας συστήνονται παραταγμένοι στο καλαίσθητο διαμέρισμά τους στο Λονδίνο. Εξ αρχής, δίδεται το στίγμα της μοναξιάς και του άγχους που αυτή προκαλεί ειδικά από μια ηλικία και μετά. Ο Έντουαρντ αφενός, ηφαίστειο που ετοιμάζεται να εκραγεί κι η Άλις αφετέρου απογοητευμένη με την απαξιωτική ιδέα που έχει ο πολύς κόσμος για τις γυναίκες της μέσης ηλικίας (την ακούμε να μιλάει για αγένεια καθώς μια γυναίκα της ηλικίας της είναι τόσο αδιάφορη λες και είναι αόρατη). Στη μέση αυτών των δύο ο γιος τους που έχει έρθει να τους δει υπομένοντας την κίνηση της μεγαλούπολης.

Η Άλις τραβάει την προσοχή του Έντουαρντ αναφερόμενη στον χαλασμένο της εκτυπωτή, εργαλείο απαραίτητο για την εκτύπωση της ποιητικής της ανθολογίας. Εν τούτοις, όπως την ενημερώνει και ο μοναδικός επιδιορθωτής τέτοιων συσκευών που κατάφερε να εντοπίσει στην αγορά, δεν είθισται πλέον κάτι να επισκευάζεται αλλά μάλλον να αποσύρεται για να αγοραστεί ένα νέο προϊόν που κάνει την ίδια επιθυμητή εργασία… Η Άλις όμως, πιο ρομαντική επιμένει στην προσπάθεια της επιδιόρθωσης κι όχι της απόκτησης ενός καινούργιου μηχανήματος, στοιχείο που παραλληλίζεται με τις ανθρώπινες σχέσεις και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη σχέση της με τον άνδρα της.

Ο Έντουαρντ συνεχίζει με το βιβλίο του παρατηρώντας την ανελέητη συμπεριφορά των ανθρώπων σε συνθήκη έκτακτης ανάγκης, όπως αυτή του πολέμου. Εκθειάζει τη ζωή που διάγει ο γιος τους καθώς μένει μόνος του χωρίς τις υποχωρήσεις που απαιτεί η συμβίωση σε καθημερινό επίπεδο ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα. Η Άλις εκ νέου διαφωνεί και τού θυμίζει το ταξίδι που πραγματοποιήσανε μαζί στην Ινδία στα νιάτα τους… Την προσεχή Πέμπτη είναι η επέτειός τους. Ο Έντουαρντ δείχνει μάλλον κυνικός ενώ η Άλις προσπαθεί να εκμαιεύσει και πάλι μια όμορφη ιδέα για τον εορτασμό της επετείου ίσως σε κάποιο εστιατόριο. Κάνει τα πάντα για να του ελκύσει το ενδιαφέρον όπως για παράδειγμα τού χάνει τη σελίδα από το βιβλίο που με αφοσίωση τόση ώρα εκείνος διαβάζει ή του θέτει πιο πρακτικά ζητήματα όπως το χαλασμένο σιφόνι το οποίο ο Έντουαρντ έχει αμελήσει να φτιάξει ή ακόμα και τον κατηγορεί για τη συνήθειά του να παίζει σταυρόλεξα.

Το θέμα της πίστης στο Θεό επανέρχεται. Η Άλις καλεί τον γιο της να πάνε μαζί στη Λειτουργία της Εκκλησίας. Ο Τζέιμι σταθερός στην άποψή του τη ρωτά πώς γίνεται, εφόσον ο Θεός είναι υπαρκτός, να ζουν σε εξαθλίωση τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ενώ ο Έντουαρντ συμπληρώνει ότι ο Θεός έπλασε τους ανθρώπους ελεύθερους και ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της ελευθερίας οι άνθρωποι μπορούν και βλάπτουν ο ένας τον άλλον. Για τον Τζέιμι ο Παράδεισος δεν είναι παρά μια επινόηση ώστε να υφίσταται πάντα μια ελπίδα πως κάτι ενδέχεται να αλλάξει… Ο φωτισμός χαμηλώνει κι η σκηνή αλλάζει.

Ο Έντουαρντ φανερά κουρασμένος και βαρύς διαβάζει την εφημερίδα του. Στη Λειτουργία δεν πρόκειται να έρθει με την αιτιολογία ότι έχει να βαθμολογήσει τα γραπτά των μαθητών του. Δηλώνει πως δεν αισθάνεται καλά διότι θεωρεί πώς ό,τι πράττει είναι λαθεμένο. Η Άλις επιζητά απεγνωσμένα επικοινωνία, αποκαλεί τον Έντουαρντ δειλό, τον μέμφεται πως υπεκφεύγει επιλέγοντας την «εύκολη λύση» από την οποία απουσιάζει η ειλικρίνεια που για εκείνη μετράει πιο πολύ από την απλή χαρά σε ένα γάμο. Οι δύο σύζυγοι μιλούν παράλληλα χωρίς βλεμματική επαφή. Εκείνη μετά τον χαστουκίζει και του τονίζει πως είναι μέρος του προβλήματός της. Νευρικός κι αμήχανος, ο Έντουαρντ πάει να ετοιμάσει πρωινό για την επομένη ενώ επεμβαίνει ξανά ο γιος τους σε ρόλο εξισορροπιστή. Κάπου εκεί η Άλις θυμάται την αγωνία που έχει ως μητέρα για το γιο της κι εκφράζει την ανησυχία της για τη ζωή του. Τον αποκαλεί «όμορφο» γιατί «ξέρει τι λέει η μαμά» αλλά πάντα ο σύζυγός της είναι το πρώτιστο μέλημά της: δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή της μακριά του. Με σύμμαχο τη δύναμη της ποίησης, εκφράζει διαρκώς το συναισθηματικό της κόσμο ενώ προκειμένου να κάνει τον Έντουαρντ να της δώσει σημασία φτάνει στα άκρα. Τον αιφνιδιάζει στο χώρο εργασίας του για ασήμαντη αφορμή και φθάνει μάλιστα στο σημείο να γυμνώνεται σε ένα γήπεδο για να τον κάνει απλά να την κοιτάξει! Ο γιος πάλι αναρωτιέται πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι παντρεύτηκαν κι ο πατέρας του επικαλείται το αξέχαστο ταξίδι τους στην Ινδία και την γοητευτική σχέση της γυναίκας του με την ποίηση. Παραδέχεται πως τού φώτισε την μέχρι τότε για αυτόν αθέατη όψη της ζωής.

Παρόλα αυτά, ο ‘Εντουαρντ είναι αποφασισμένος να φύγει από το σπίτι. Είναι αδύνατον να κάνει την Άλις ευτυχισμένη ενώ έχει ήδη συνάψει ερωτική σχέση με τη μητέρα ενός μαθητή του, την Άντζελα. Μάλιστα, τον ακούμε να λέει ότι έχει μαζέψει κιόλας τα πράγματά του, γεγονός που εξομολογείται στον Τζέιμι. Προτού προβεί σε αποκαλύψεις στην Άλις, τής προτείνει έναν καινούργιο εκτυπωτή ως δώρο για την επέτειό τους ενώ εκείνη του υπενθυμίζει το απαραίτητο σέρβις του αυτοκινήτου πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα. Το ζήτημα της συντήρησης και της νέας αρχής τίθενται και πάλι με σύμβολα τα παραπάνω υλικά στοιχεία: εκτυπωτής – αυτοκίνητο.

Η Άλις χρειάζεται επιβεβαίωση και αισιοδοξεί ότι ο γάμος τους μπορεί να αναπνεύσει και να επιβιώσει. Ο Έντουαρντ όμως πιστεύει ότι οι δυο τους είναι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Δεν μπορεί να της φανεί χρήσιμος όσο κι αν εκείνη θεωρεί πως ακόμα μπορούν να πετύχουν ως σύζυγοι. Στο σημείο αυτό τής ανακοινώνει τη σχέση του με την Άντζελα περιγράφοντας την από δύο μηνών γνωριμία τους στο σχολείο με αφορμή ένα πρόβλημα του γιου της. Η Άλις τον αποκαλεί προδότη, απαιτεί να διακόψει τη σχέση του αναφερόμενη και πάλι στην ανάμνηση της Ινδίας… Τον παρακαλεί ευθέως ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία επί ματαίω. Ο Έντουαρντ εν τούτοις δεν αναθεωρεί και της δηλώνει ότι θα της παραχωρήσει το σπίτι που μένουν. Ο Τζέιμι λυπάται γι’ αυτήν την τροπή κι αναλαμβάνει ένα νέο ρόλο: εκείνο του διαμεσολαβητή – αγγελιαφόρου μεταξύ των δύο γονέων του. Ο Έντουαρντ είναι κατηγορηματικά αρνητικός διότι, όπως λέει ξεκάθαρα, θέλει να ζήσει. Η πρώην πια γυναίκα του εκλιπαρεί για μια δοκιμαστική περίοδο χάριτος ενώ όταν βλέπει ότι εκείνος δεν ενδίδει τον χαρακτηρίζει δειλό σαν τους στρατιώτες που υποχώρησαν από τη Μόσχα… τον αποκαλεί επίσης δολοφόνο σε ένα σκοτωμό χωρίς αίμα ενώ συνεχίζει να τον ενοχλεί στο τηλέφωνο με αποτέλεσμα ο τελευταίος να αλλάξει αριθμό ενημερώνοντας σχετικά μόνο τον γιο τους.

Η Άλις μένει μόνη λοιπόν φοβούμενη το γήρας και τη μοναξιά. Δε θέλει παρόλα αυτά να την οικτίρει το παιδί της. Ο Έντουαρντ από τη μεριά του είναι ερωτευμένος και δε σκοπεύει να γυρίσει πίσω. Τότε, ενθυμούμενος το παρελθόν, ανατρέχει στην ημέρα που γνώρισε τη γυναίκα του… Μέσα από ένα συγκινητικό μονόλογο αναπολεί εκείνη την ημέρα πριν από 34 χρόνια, όταν σε μια αποβάθρα τρένου πέρασε έναν άλλο άνδρα για τον εδώ και τέσσερις μήνες αποθανόντα πατέρα του… ήταν η στιγμή που τον πρόσεξε και τον προσέγγισε η Άλις… Τρυφερή καθώς ήταν μαζί του τον άγγιξε μέσα από την ποίηση και υποκατέστησε έτσι την αγάπη που δεν είχε πάρει από τον πατέρα του. Ο Έντουαρντ προφανώς επιβιβάστηκε στο λάθος τρένο κι έζησε για τρεισήμισι δεκαετίες σε ένα γάμο «εν υπνώσει». Η γνωριμία τους ήταν λάθος. Παραπέμπει μάλιστα σε ένα ποίημα αναφορικά με τη Μαρία τη Μαγδαληνή και το Χριστό: «Η μόνη αλήθεια το όνειρο μέσα μας… το πνεύμα πάντα έπεται… το άγγιγμα προέχει». Η Άντζελα αποτελεί για τον Έντουαρντ την επάνοδό του στη ζωή. Την τελευταία του ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς.

Η Άλις αποφασίζει να κάνει μια νέα αρχή. Υιοθετεί σκύλο και τον ονομάζει Έντουαρντ. Βγαίνει στην αγορά του Λονδίνου και ανανεώνει εντυπωσιακά την γκαρνταρόμπα της σε βαθμό που ο γιος της την αποκαλεί «κλόουν» και της μηνύει ότι το κατοικίδιο είναι ένα υποκατάστατο του πρώην συζύγου της. Είναι Κυριακή, ημέρα όπου τα μαγαζιά ανοίγουν κανονικά στο Λονδίνο αλλά και ημέρα όπου οι διαλυμένες οικογένειες ξανασμίγουν. Μέσα στην παράνοια της απογοήτευσής της βρίσκει ελάχιστο χώρο και χρόνο να αναφερθεί και στη μοναξιά του γιου της…

Ο Έντουαρντ την επισκέπτεται με τα ανάλογα έγγραφα. Το σπίτι θα γίνει δικό της, όπως της έχει υποσχεθεί. Την καλεί λοιπόν σε ένα φιλικό διακανονισμό. Εκείνη δε δέχεται να υπογράψει και τον περιπαίζει λέγοντάς του ότι ως χήρα θα είναι πιο ευκατάστατη αφού θα κληρονομήσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία όπως επίσης θα εξασφαλιστεί και μέσω της σύνταξής του. Του τονίζει πως ένα ζευγάρι που έχει παιδί δε χωρίζει ποτέ πραγματικά ενώ ο Τζέιμι προτιμά να μείνει ουδέτερος αν και την συμβουλεύει να υπογράψει τελικά. Η Άλις αυτοταπεινώνεται ξανά υποσχόμενη πως αν γυρίσει πίσω ο Έντουαρντ θα είναι η πιο στοργική και καλή σύντροφος.

Ο πρώην άντρας της ωστόσο δεν πτοείται. Δε θέλει, όπως ξεκαθαρίζει, να είναι σκληρός αλλά μεγάλωσε χωρίς επιθυμίες με γνώμονα πάντα τις επιθυμίες των άλλων εννοώντας φυσικά, για μια ακόμη φορά, ότι ήρθε η ώρα να ζήσει έστω και την ύστατη στιγμή.

Το πρόβλημα της μοναξιάς και της ανεπάρκειας και πάλι στο προσκήνιο. Η Άλις λύνει τα μαλλιά της… ο σύζυγος είναι σημείο αναφοράς. Για ποιον να μαγειρέψει μια γυναίκα, για ποιον να γίνει όμορφη όταν δεν υπάρχει σύντροφος να την κοιτάξει; Στην περίπτωση αυτή ομοιάζει με μια γριά καρακάξα… είναι χειρότερο κι απ’ το μα πεθαίνεις, όπως την ακούμε να παραληρεί. Τότε είναι που ξεκινά η επιστροφή από τη Μόσχα. Ένας δρόμος μακρύς, εξαντλητικός. Θα επιλέξει άραγε τελικά η Άλις να ξαπλώσει στο χιόνι και να ξεψυχήσει εκεί;

Ο Τζέιμι σε μόνιμο ρόλο μεσάζοντα αναγνωρίζει την υποχρέωσή του να στηρίξει τη μητέρα του ψυχολογικά σεβόμενος πάντα τη στάση του πατέρα του. Είναι όμως κι αυτός άνθρωπος με προβλήματα στη ζωή του και στην εργασία του. Η μοναξιά αφορά και αυτόν, γεγονός όμως που επισκιάζεται από το διαζύγιο των γονέων του. Ο πατέρας του τού προτείνει ως λύση να την βάλει σε θέση αρωγού ως προς το άτομό του με στόχο να αποπροσανατολίσει τη σκέψη της. Αυτό ακριβώς κάνει ο Τζέιμι φωνάζοντάς της ότι η συμπεριφορά της τον αφορά κι ότι ο άνθρωπος οφείλει να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Εκείνη τη στιγμή τής δηλώνει συμπαράσταση και θεωρεί τον πατέρα του προδότη, ένα σύμμαχο που αποδείχτηκε τελικά εχθρός. Και τότε είναι που ο Έντουαρντ παρομοιάζει τον γάμο του με την υποχώρηση από τη Μόσχα: γιατί οι επιζώντες σε έναν πόλεμο να νιώθουν ενοχή; Πιο το νόημα να πεθάνουν όλοι; Είτε το θέλουμε είτε όχι, θα επιβιώσουν οι πιο δυνατοί.

Η Άλις νιώθει θύμα, ο Έντουαρντ όμως αισθάνεται δυνατός. Η Άλις δεν είχε ποτέ της σκεφθεί ότι το σταυρόλεξο που έπαιζε ο πρώην άντρας μπορεί και να τον ηρεμούσε μετά από μια δύσκολη μέρα… εν ολίγοις, δεν είχε αναλογιστεί τις ανάγκες του. Αντίθετα, η Άντζελα όχι απλά σέβεται το χόμπι του αλλά τον βοηθάει κιόλας στην επίλυσή του. Το νέο ζευγάρι σχεδιάζει να μετακομίσει σε άλλη πόλη της Αγγλίας, κοντά στους γονείς της Άντζελας, γεγονός που ακόμα αγνοεί η Άλις… Η τελευταία έχει αρχίσει να εργάζεται για λογαριασμό μιας ομάδας υποστήριξης ομοφυλόφιλων ατόμων που πιστεύουν πως πάσχουν από HIV. Η ασχολία αυτή συνιστά για την ίδια μια μορφή ψυχοθεραπείας. Μάλιστα, έχει μιλήσει για τον γιο της στα άτομα που υποστηρίζει και έχει λάβει την απάντηση πως πιθανόν και εκείνος είναι gay, πράγμα που δεν διστάζει να του αποκαλύψει. Εκείνος, αποκρούει ήρεμα το ενδεχόμενο αυτό και εκεί της ανακοινώνει την επικείμενη μετακόμιση του Έντουαρντ.

Πώς θα διαχειριστεί το νέο αυτό η Άλις; Ψύχραιμα ή βίαια; Η βία είναι υποκατάστατο της δύναμης κι όταν κάποιος στερείται αυτής καταφεύγει στη βία. Γιατί λοιπόν ακονίζει στη συνέχεια το μαχαίρι της η Άλις; Τι θα πει στον Έντουαρντ στην επίσκεψη που θα του κάνει; Ποιον δρόμο θα επιλέξει; Της αυτοκαταστροφής ή της αξιοπρέπειας;

Στο καλαίσθητο θέατρο ΑΡΓΩ, όπου η ευγένεια και η προσήνεια περισσεύουν, μπορεί ένας θεατρόφιλος να περάσει ένα πολύ όμορφο απόγευμα. Το έργο Υποχώρηση από τη Μόσχα του Γουίλιαμ Νίκολσον (να σημειώσουμε πως είχε προταθεί για βραβείο Τόνυ) ανήκει μάλλον στο είδος του ρεαλισμού με λεπτές αποχρώσεις χιούμορ. Η εξαιρετική σκηνοθεσία και η μετάφραση ανήκουν στον Αλέξανδρο Κοέν (με τρεις βοηθούς: τον Αλέξανδρο Μπιάγκη, τη Μαρίνα Σκούρα και τη Χριστίνα Σταματάτου) ο οποίος χωρίς υπερβολές κατάφερε να μεταμορφώσει τον Φίλιππο Σοφιανό σε μεσήλικα που επιτέλους κάνει την επανάστασή του και την Αιμιλία Υψηλάντη στην πανικοβλημένη εγκαταλελειμμένη σε μεγάλη ηλικία γυναίκα. Στη μέση τοποθέτησε τον Θύμιο Κούκιο που ως μοναχοπαίδι κλήθηκε να σηκώσει το ψυχολογικό βάρος του διαζυγίου των γονέων του μετά από πολλά χρόνια έγγαμου βίου.

Η Αιμιλία Υψηλάντη, μια σπουδαία κυρία του θεάτρου και της τέχνης, που μεγάλωσε πολλές γενιές θεατών με την γλυκύτατη χαρακτηριστική φωνή της, την οποία διατηρεί έως σήμερα, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό πάνω στη σκηνή αξιοποιώντας το υποκριτικό ταλέντο της αλλά και την πολυετή πείρα της. Τα δάκρυα της συγκίνησής της ως Άλις που πρέπει να πατήσει γερά στα πόδια της για να συνεχίσει μόνη της τη ζωή της το αποδεικνύουν περίτρανα.

Ο Φίλιππος Σοφιανός, επίσης πολύπειρος ηθοποιός, κατάφερε να βγάλει προς τα έξω όλη την κούραση και τον κορεσμό του μεσήλικα άνδρα που ερωτεύθηκε σε μεγάλη ηλικία συνειδητοποιώντας ότι επί πολλά χρόνια ταξίδευε στο «λάθος τρένο». Η ερμηνεία του ήταν σωστή και μετρημένη.

Ο Θύμιος Κούκιος, ως γιος, έπεισε για το μεγάλο εκείνο παιδί που ενώ έχει φύγει από την οικογένειά του, ζει μόνος του και εργάζεται αντιμετωπίζοντας τις προσωπικές του δυσκολίες αλλά εν τούτοις αναλαμβάνει αναπόφευκτα το ρόλο διαιτητή ανάμεσα σε δύο ταραγμένους παίκτες.

Οφείλουμε να εξάρουμε τα υπέροχα σκηνικά της Χριστίνας Κωστέα που συνέθεσαν το λονδρέζικο διαμέρισμα του δράματος του Νίκολσον. Το ίδιο θα θέλαμε να πούμε και για τα κουστούμια που η Κωστέα επέλεξε. Το φωτισμό επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου και τη διακριτική μουσική ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου, στοιχεία που συνέβαλαν σημαντικά στην ατμόσφαιρα της παράστασης.

 

Ταυτότητα παράστασης

 

Μετάφραση – σκηνοθεσία Αλέξανδρος Κοέν

Πρωταγωνιστές η Αιμιλία Υψηλάντη και ο Φίλιππος Σοφιανός.

Μαζί τους ο Θύμιος Κούκιος.

 

Σκηνικά-Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα

Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Μουσική: Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Διεύθυνση παραγωγής: Άρτεμις Υψηλάντη-Ναπολέων

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Βοηθοί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Μπιάγκης, Μαρίνα Σκούρα, Χριστίνα Σταματάτου

Προβολή – Επικοινωνία θεάτρου ΑΡΓΩ: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble

 

Διάρκεια παράστασης: 90’

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 

Σιωπηλή Λίμνη

του Νταβίντ Ντεσόλα

Θέατρο επί Κολωνώ

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

 

Μπορεί άραγε το βαθύ ψυχικό τραύμα να θεραπευθεί;


Δραματολογική ανάλυση και κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου


Το αριστουργηματικό έργο του Ισπανού Νταβίντ Ντεσόλα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι θεατές του πολυαγαπημένου Θεάτρου επί Κολωνώ το απόγευμα της Κυριακής 28 Νοεμβρίου στις 19.00.

Με αφορμή τις συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2004 με δέκα εκρήξεις σε τέσσερα τρένα, ο Ντεσόλα συλλαμβάνει το δραματικό πρόσωπο της Ιρένε (Παναγιώτα Βλαντή), μιας μητέρας που έχει χάσει το γιο της «σε ένα από εκείνα τα τρένα», όπως ακούμε να αναφέρεται συχνά κατά τη διάρκεια του έργου.

Η παράσταση εκκινεί με την εικόνα της λίμνης, του σημείου αναφοράς του έργου ενώ σχεδόν αμέσως τα δύο ανδρικά πρόσωπα της υπόθεσης, ο καθηγητής Όσκαρ (Θανάσης Κουρλαμπάς) και ο πρώην δάσκαλός του Ιεροφάντης (Χάρης Τσιτσάκης) λαμβάνουν τις θέσεις τους δίπλα-δίπλα στο παγκάκι απ’ όπου μπορούν να ατενίζουν και να παρατηρούν τη λίμνη και την όποια ζωή μέσα σ’ αυτή.

Κάνει κρύο, φορούν βαριά ρούχα και οι δυο τους ενώ ο Όσκαρ κρατά μπαστούνι παρότι δεν είναι μεγάλος σε ηλικία, γεγονός που καταμαρτυρεί κάποια ήπια φυσική αδυναμία. Είναι χειμώνας και η λίμνη δεν έχει πάπιες μήτε ανθρώπους. Οι πάπιες προφανώς πετούν νότια τέτοια εποχή ενώ οι άνθρωποι προτιμούν να καταναλώνουν γλυκά με αποτέλεσμα να οδηγούνται τακτικά στον οδοντίατρο για τους φρονιμίτες τους που χαλάνε. Τα γλυκά απομακρύνουν, ως γνωστό, τη θλίψη. Εδώ τίθεται κι ο βασικός άξονας του κειμένου: η ανθρώπινη (κατά)θλίψη ως συναίσθημα ή παθογένεια που ταλανίζει τις ψυχές.

Ο δάσκαλος πασχίζει να πείσει τον παλιό του μαθητή να διδάξει ξανά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε ένα παιδί 11 ετών. Εκείνος όμως δείχνει από την αρχή αρνητικός. Ωστόσο, ένας δάσκαλος χωρίς μαθητές είναι νεκρός όπως ακριβώς μια τεχνητή λίμνη δίχως πάπιες, δηλαδή χωρίς ζωή. Για το λόγο αυτό τού σημειώνει με το μπαστούνι του τη διεύθυνση της οικογένειας στο χώμα και τον προσκαλεί σε τακτική συνάντηση κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στο ίδιο πάντα μέρος για να ανταλλάσσουν απόψεις γύρω από αυτό το ιδιαίτερο μάθημα.

Κι ενώ ο Όσκαρ σβήνει με το πόδι τη διεύθυνση, παίρνει εν τούτοις την απόφαση και επισκέπτεται το σπίτι. Ο μαθητής του λέγεται Ντιέγκο κι η συμφωνία με τη μητέρα του για την αμοιβή δεν αποτελεί καθόλου πρόβλημα. Πρέπει να στηρίξει το παιδί στη γλώσσα καθώς είναι αδύναμος στο συντακτικό και τη γραμματική… Όντας ευθύς κι ειλικρινής, ενημερώνει την Ιρένε, τη μητέρα, ότι λαμβάνει αντικαταθλιπτικά χάπια εξαιτίας ενός σοβαρού συμβάντος στο σχολείο όπου εργαζόταν κάποτε με κάποιον 13χρονο μαθητή του. Τον είχε πιάσει να καπνίζει, του πήρε το πακέτο από τα χέρια, ο μαθητής τον χτύπησε, εκείνος δεν αντιστάθηκε στη βία μα και ούτε επέστρεψε το πακέτο. Η Ιρένε διόλου εκπλήσσεται με την αποκάλυψη, τον ακούει ήρεμα και σε λίγο παραδέχεται πως και εκείνη παίρνει παρόμοια φαρμακευτική αγωγή.

Ο Όσκαρ περνάει στο παιδικό δωμάτιο με την ανάλογη επίπλωση (έπιπλο-γραφείο, γραφική ύλη και ένα πορτατίφ-υδρόγειο που αξιοποιείται εξαιρετικά από τη σκηνοθέτρια Ελένη Σκότη) ενόσω στην κουζίνα η Ιρένε τρώει μανιωδώς τα νύχια της. Παιδί όμως… δεν υπάρχει. Η μητέρα του ισχυρίζεται πως έχει κρυφτεί κάπου όμως σύντομα ο Όσκαρ διαπιστώνει ότι ο Ντιέγκο είναι ανύπαρκτος και αρχίζει να μιλάει σε ένα φάντασμα. Μάλιστα, η μητέρα του μαζεύει ένα πιάτο κι ένα ποτήρι χωρίς πια περιεχόμενο, στοιχεία που προσπαθούν να πείσουν για την παρουσία ενός κάποιου παιδιού… Ιδού κι ο μαγικός ρεαλισμός του έργου: ασάφεια, πραγματικότητα και μυστήριο μαζί. Και να επίσης ο επόμενος θεματικός άξονας του κειμένου: η ανθρώπινη απόγνωση.

Δάσκαλος και μαθητής συναντιούνται στο γνωστό μέρος εκ νέου. Ο Όσκαρ εμφανώς εκνευρισμένος με το κακόγουστο αστείο του Ιεροφάντη πληροφορείται για τον από πενταετίας χαμό του παιδιού κι ανατριχιάζει με τη μητέρα του που τον νιώθει ακόμα ζωντανό. «Όλοι είμαστε τρελοί και λογικοί μαζί» θα του αποκριθεί ο Ιεροφάντης τονίζοντας πως η παράνοια είναι τρόπος άμυνας για να υπομείνουμε την πραγματικότητα και να επιβιώσουμε.

Γιατί ενώ δεν υπήρχε μαθητής ο Όσκαρ παρέμεινε κανονικά επί μία ώρα στο σπίτι της Ιρένε; Γιατί δεν έφυγε στα πέντε πρώτα λεπτά όπως άλλωστε θα έκανε ο κάθε λογικός άνθρωπος; Γιατί αμείφθηκε με τα 20 ευρώ; Είναι στ’ αλήθεια δειλός; Είναι δειλός διότι άφησε ένα 13χρονο αγόρι να τον δείρει γεγονός που μάλιστα προβλήθηκε χυδαία από τα κανάλια όλης της χώρας; Είναι δειλός που δε βρήκε μια δικαιολογία για να μην ξαναπάει στης Ιρένε; Τι είναι η δειλία; Πόσες φορές η ανωτερότητα, η μεγαλοψυχία καθώς κι η αποδοχή της πρόκλησης δε μεταφράζονται επιφανειακά ως «δειλία»; Να λοιπόν η άλλη ουσιώδης θεματική που θίγει ο Ντεσόλα: η πρόσληψη της έννοιας της δειλίας.

Κι ενώ ο Όσκαρ χαρακτηρίζει τον δάσκαλό του «απαράδεκτο και σκληρό» με ένα μήνυμα στο χώμα - τρόπος επικοινωνίας που προφανώς υιοθετούν οι δύο άντρες - ο Όσκαρ ξαναπηγαίνει στο σπίτι της Ιρένε και διδάσκει τον φανταστικό Ντιέγκο. Προτάσεις ξέχωρες από συμφραζόμενα, ξύλινες και νεκρές σαν να τους κάνει κανείς νεκροψία όταν τις μελετά αφαιρώντας τους τα εντόσθια συνθέτουν το αδιάφορο μάθημα της γλώσσας με το συγγραφέα του έργου να ασκεί κριτική στο στείρο εκπαιδευτικό σύστημα. Κι εκεί που ο Όσκαρ παραδίδει το εικονικό του μάθημα ανοίγει σαν από μόνη της η πόρτα της ντουλάπας στο παιδικό δωμάτιο ενισχύοντας και πάλι το μαγικό ρεαλισμό του έργου αλλά και την αμηχανία του Όσκαρ που τολμά και δηλώνει στην Ιρένε ότι αδυνατεί να συνεχίσει το μάθημα. Εκείνη παίζοντας μια παιδική μελόντικα παλεύει να τον κρατήσει λέγοντάς του ότι ο Ντιέγκο τον θαυμάζει πολύ κι αυτό χάρη στην άριστη επικοινωνία που έχουν αναπτύξει ενώ όταν βλέπει πως επιμένει αρνούμενος τότε του ζητά απλά να πιστέψει στον εαυτό του και να σκεφθεί ότι ο γιος της έχει ανάγκη από ένα αντρικό πρότυπο εφόσον ο πατέρας του δεν υπάρχει πια (ασαφές το τι απέγινε… μήπως σκοτώθηκε μαζί του στο τρένο; Μήπως απλώς τους είχε εγκαταλείψει νωρίτερα;)

Η συγκινησιακή θερμοκρασία του έργου ανεβαίνει όταν ο Όσκαρ υπόσχεται τελικά να επανέλθει ορκιζόμενος στη ζωή των γονιών του αφού δικά του παιδιά δεν έχει για να ορκιστεί σε αυτά. Η Ιρένε βάζει τα κλάματα, τον πληρώνει κι η σκηνή αυτή ολοκληρώνεται εκεί σύντομα και μεστά όπως οι περισσότερες σκηνές του έργου – τεχνική που γοητεύει και κρατά τον θεατή σε αδημονία.

Στην ίδια λίμνη πάλι, δάσκαλος και καθηγητής συνομιλούν για την εξέλιξη του ιδιαίτερου μαθήματος. Ο Ιεροφάντης είναι η φωνή της λογικής με δόσεις κυνισμού: η πόρτα της ντουλάπας στο δωμάτιο του Ντιέγκο δεν συνιστά κάποιο μεταφυσικό στοιχείο. Είναι απλά ξελασκαρισμένη! Κι εκεί που ο Όσκαρ περιμένει από τον Ιεροφάντη να του απαγορεύσει να ξαναπάει στην Ιρένε, ο τελευταίος του βάζει στον νου την ιδέα της αυτοκτονίας και τον αποκαλεί «μαριονέτα». Ο Όσκαρ όμως αντιδρά απορρίπτοντας τις ενοχές ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέται ποιο ήταν το σωστό που θα έπρεπε να είχει κάνει τότε στο σχολείο. Ο Ιεροφάντης τον καθησυχάζει πως και βέβαια έπραξε το πρέπον (καλά έκανε δηλαδή και δεν ανταπέδωσε τις μπουνιές στο παιδί). Μεταφερόμαστε και πάλι στο σπίτι της Ιρένε.

Η Ιρένε τρώει τα νύχια της, ματώνει τα δάχτυλά της κι έχει την περίεργη συνήθεια να συλλέγει τα κομμένα νύχια που προοδευτικά κιτρινίζουν σε ένα κουτί… Ντρέπεται γι’ αυτό αλλά δεν μπορεί και να το σταματήσει. Εκείνη την ημέρα ο Όσκαρ έχει φθάσει πιο νωρίς. Ο Ντιέγκο υποτίθεται ότι δεν έχει επιστρέψει ακόμα από το σχολείο και οι δύο ήρωες μιλούν για την αγάπη που τρέφει ο μικρός για τα τρένα εξ ου και οι σχετικές φωτογραφίες στο δωμάτιό του. Χρησιμοποιεί παρελθόντα χρόνο μιλώντας για το γιο της, πράγμα που προσέχει ο Όσκαρ. Γρήγορα όμως εκείνη δικαιολογείται καθώς όπως λέει το ενδιαφέρον του μικρού για τα τρένα έχει πια σβήσει.

Οι δύο άνθρωποι έχουν έλθει πολύ κοντά. Ο ένας παρέχει ψυχοθεραπεία στον άλλο με τον Όσκαρ να παίζει άρτια τον ρόλο του δασκάλου στον ανύπαρκτο μαθητή. Έτσι, υπαγορεύει ορθογραφία στο κενό και παράλληλα η Ιρένε σερβίρει κανονικά το κολατσιό στο γιο της εφιστώντας την προσοχή του δασκάλου στο θέμα του φαγητού του παιδιού που τελευταία δεν τρέφεται καλά… Δηλώνει θλιμμένη και υπογραμμίζει πως ο χειμώνας δεν ευθύνεται για την ψυχολογία της. Οι άνθρωποι κάλλιστα θλίβονται και το καλοκαίρι, ατάκα που έχουμε ήδη ακούσει και στην εναρκτήρια σκηνή. Ο Όσκαρ ταυτίζεται με τον Ντιέγκο κι η σκηνή ολοκληρώνεται με τον ίδιο να τρώει το κολατσιό κλαίγοντας. Το φως πέφτει άπλετο στο ανθρώπινο ψυχικό τραύμα και στον πόνο που αυτό προκαλεί.

Και να ‘μαστε ξανά στη λίμνη με τον Ιεροφάντη να ταΐζει ψίχουλα τις πάπιες ενώ αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Τις πάπιες που δεν υπάρχουν. Παρόλα αυτά, η καλή πράξη είναι αυτή που μετράει… ένα παιχνίδι λογικής και παραλογισμού και μια καρδιά στο χώμα χαραγμένη άγνωστο από ποιον. Τι ρόλο διαδραματίζει ο Ιεροφάντης; Γιατί εμφανίστηκε μετά από τόσα χρόνια στη ζωή του Όσκαρ και μάλιστα αφού τον είδε να διασύρεται στην τηλεόραση;

Η Ιρένε έχει ήδη ζητήσει τηλεφωνικά από τον Όσκαρ να μεσολαβήσει ώστε να λάβει τους βαθμούς του γιου της. Επικαλείται δε τη φιλία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Η γνώμη του καθηγητή είναι να δημιουργήσει ο Όσκαρ έναν ψεύτικο έλεγχο με υψηλούς βαθμούς ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως άλλοθι για να μη χρειαστεί να εξακολουθήσει τα μαθήματα στο παιδί. Νιώθει έρωτα ή οίκτο για την Ιρένε; Μα ό,τι κι αν αισθάνεται για το άτομό της είναι αδύνατον να φέρει πίσω στη ζωή τον Ντιέγκο. Είναι ώριμος όπως αρμόζει σε ένα δάσκαλο και δε μισεί το μαθητή που του προξένησε το κακό που ακόμα τον βασανίζει, αντίθετα έχει την ελπίδα ότι εκείνο το παιδί μπορεί να μάθει μέσα από τις πράξεις του ενώ ο Ντιέγκο δεν έχει αυτή τη δυνατότητα τονίζοντας έτσι την απολυτότητα του θανάτου.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Όσκαρ θα αρχίσει να βλέπει οράματα με το νεκρό παιδί που με τη σειρά του απορεί γιατί πρέπει να μελετάει τόσο εφόσον είναι πεθαμένο. Κλονίζεται, πετάει κάτω τα έπιπλα, ξεκολλάει τις φωτογραφίες των τρένων, διαμαρτύρεται έντονα στην Ιρένε η οποία φαινομενικά ατάραχη ετοιμάζει την πληρωμή του.

Η λύτρωση της αυτοκτονίας δεν έχει εγκαταλείψει τη σκέψη του Όσκαρ. Γι’ αυτό κι εκείνος ανέβηκε σε διάφορα θεόρατα κτήρια της περιοχής του με σκοπό να την αποπειραθεί. Εδώ με λεπτές αποχρώσεις χιούμορ ο συγγραφέας διακωμωδεί τρόπον τινά την αυτοχειρία ως λύση στον ανθρώπινο πόνο. Προφανώς και δεν είναι (λύση) και προφανέστερα ακόμα δεν πρέπει να την επιλέγει κανείς όχι από ατολμία αλλά γιατί μάλλον όπως μας διδάσκει το έργο αξίζει να ζεις με το τραύμα διαχειριζόμενος αυτό  στο μέτρο του δυνατού παρά μηδενίζοντας τα πάντα.

Ο πλαστογραφημένος έλεγχος με τους βαθμούς είναι ήδη στα χέρια της υπερήφανης μητέρας. Υπέροχη η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη με την Παναγιώτα Βλαντή να καμαρώνει την επίδοση του Ντιέγκο σε πολλές στάσεις χαράς κι ικανοποίησης: ότι ακριβώς δηλαδή θα έκανε κάθε γονιός ενός άριστου μαθητή. Έτσι, η Ιρένε παίρνει θάρρος και όχι απλά δε συμφωνεί με την αποχώρηση του Όσκαρ που υποστηρίζει ότι ο Ντιέγκο δε χρειάζεται πλέον τις υπηρεσίες του αλλά προτείνει να αυξηθεί η ώρα του ιδιαίτερου με στόχο ο γιος της να μάθει και γαλλικά. Ο Όσκαρ όσο παλεύει να απομακρυνθεί από εκείνη τόσο πιο κοντά της καταλήγει. Ο ενθουσιασμός της για τη βαθμολογία του παιδιού την ωθεί να τον προσκαλέσει σε γεύμα για δύο ως ένδειξη ευχαριστίας.

Στη λίμνη ξανά. Ο ηλικιωμένος δάσκαλος δεν παραιτείται από τη ζωή. Κάνει ασκήσεις γυμναστικής για τα πόδια του παρακινώντας τον παλιό του μαθητή να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Εκείνος όμως δείχνει να έχει συνηθίσει το μπαστούνι του και να αδιαφορεί για την εκγύμναση του σώματός του. Τον προβληματίζει η ψυχολογία της Ιρένε που όχι απλά δεν παραδέχεται πως ο γιος της έχει πεθάνει αλλά τον θεωρεί και ιδιοφυΐα χάρη στους βαθμούς του σχολείου. Έχει πάρει άριστα σε όλα ακόμα και στη γυμναστική παρότι έχει προγυμναστή με μπαστούνι… μόνη σχετική παραφωνία ένα ‘’λίαν καλώς’’ στη γλώσσα όπου και εντοπίζονται άλλωστε οι μαθησιακές του δυσκολίες.

Η λίμνη έχει αρχίσει να ξεπαγώνει και τα στάσιμα νερά της μυρίζουν άσχημα. Οι πάπιες είναι πλάσματα άχρηστα. Δάσκαλος και μαθητής ενώ είναι παρόντες στο ταυτόχρονο εν τούτοις επικοινωνούν με μηνύματα στο χώμα. Πόσο υποκειμενική είναι η πραγματικότητα; Μήπως τελικά η πραγματικότητα για τον καθένα μας δεν είναι παρά αυτό που μας βολεύει να πιστεύουμε;

Το τραύμα του Όσκαρ μένει πάντα ανοιχτό: ήταν καθήκον του όμως να μην επιστρέψει στον παραβατικό μαθητή το πακέτο με τα τσιγάρα. Ο δάσκαλος τού συστήνει να μην πάει στο δείπνο. Με τον τρόπο αυτό, θα ναι σαν να συνεχίσει να πέφτει από τη σκάλα… σαν να διατηρεί ακόμα αλλά και να μεγενθύνει το τραύμα. Ο Όσκαρ από την πλευρά του ονειρεύεται μια κοινή και αληθινή συνάμα ζωή με την Ιρένε. Είναι ερωτευμένος μαζί της και γι’ αυτό αποφασίζει να παρευρεθεί στο δείπνο προσφέροντάς της ευγενικά ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Εκτός από αυτά, της δωρίζει και ένα κουτί με ψεύτικα νύχια με σκοπό να τα τοποθετήσει στα δάχτυλά της και να αντιμετωπίσει έτσι την ονυχοφαγία της. Εκείνη φαίνεται να δυσαρεστείται ελαφρώς λέγοντας ότι δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την κακή της συνήθεια μολονότι στο τέλος αποδέχεται το δώρο αυτό. Πιο όμορφη από ποτέ, κάθεται δίπλα του αλλά δε σερβίρει τον εαυτό της από τη νόστιμη λαχανόσουπα που έχει μαγειρέψει για τη βραδιά. Έχει συνηθίσει να τρώει μόνη της ενώ έχει λησμονήσει τη γεύση του αλκοόλ από τότε που είχε μείνει έγκυος. Προσπαθεί να τον συνοδεύσει στο γεύμα προσποιούμενη ότι τρώει από άδειο πιάτο ο Όσκαρ όμως δε θέλει να της επιβάλει κάτι τέτοιο. Η Ιρένε είναι ελεύθερη να μη φάει. Η μοναξιά μα και το δικαίωμα στην ελευθερία χρωματίζονται γλυκά και ανθρώπινα από το συγγραφέα σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές του έργου.

Η βραδιά ωστόσο δεν έχει ευχάριστο τέλος. Ο Όσκαρ είναι αναστατωμένος. Βροντοφωνάζει την αλήθεια στην Ιρένε για τη μη ύπαρξη του Ντιέγκο καθώς εκείνη στέκει αμίλητη με το βλέμμα στραμμένο αλλού. Και σ’ αυτό το σημείο της παράστασης η Σκότη μεγαλουργεί: ο Ιεροφάντης ξαπλωμένος στο παγκάκι με τον ήλιο πια να λάμπει και οι δύο εκκολαπτόμενοι σύντροφοι στην κουζίνα με τον Όσκαρ να αφυπνίζει την Ιρένε μέσω της αποκάλυψης της οδυνηρής αλήθειας.

Είναι πια άνοιξη. Έχει μεσολαβήσει ένας μήνας που οι δύο άντρες δεν έχουν συναντηθεί. Η Ιρένε δε θέλει να ξαναδεί τον Όσκαρ αλλά δεν τον μισεί κιόλας. Οι πάπιες έχουν απαγορευθεί λόγω της γρίπης των πτηνών ενώ η λίμνη έχει μετατραπεί σε καταφύγιο για νεροχελώνες που τις εγκαταλείπουν όσοι δεν μπορούν πια να τις φροντίσουν στο σπίτι τους. «Η κοινωνία μας είναι διεφθαρμένη κι άρρωστη» θα επαναλάβει ο Όσκαρ. Την ώρα που ο μαθητής του τον χτυπούσε, μια μαθήτρια τους μαγνητοσκοπούσε με το κινητό της. Το βίντεο αυτό αναπαράχθηκε ξανά και ξανά από την τηλεόραση. Το ίδιο όμως έγινε και με την Ιρένε. Η κηδεία του παιδιού της παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε στο γυαλί με την ίδια ως τραγική φιγούρα. Ο πόνος και των δυο τους αποτέλεσε βορά για τα αδηφάγα ΜΜΕ και τους θεατές-καταναλωτές. Όπως και να χει όμως, και οι δυο τους είναι μεν δύο πρόσωπα φέροντα βαθιές πληγές αλλά δεν νοσούν, δεν είναι άρρωστοι.

Ο Όσκαρ βρίσκεται ξαφνικά να μιλάει μόνος του στο πάρκο. Πού είναι άραγε ο Ιεροφάντης; Υφίσταται όντως ή μήπως είναι μια μαγική εικόνα; Κι αν ναι, ποιος χάραζε τα μηνύματα στο χώμα; Η Ιρένε τι θα αποφασίσει; Θα πετάξει το κουτί με τα κομμένα νύχια; Θα φορέσει αυτά που της δώρισε ο Όσκαρ; Θα γίνουν στο τέλος ζευγάρι; Και το κυριότερο: μπορεί πραγματικά να ιαθεί το τραύμα ή έστω να επουλωθεί;

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς ερμήνευσε άψογα τον καθηγητή Όσκαρ. Ευαίσθητος μα και λογικός. Εύθραυστος μα και αγωνιστής. Μα πάνω απ’ όλα συνεπής στις αρχές του. Πρόκειται για έναν ηθοποιό που διακρίνεται για τη λεπτομέρεια στην υποκριτικότητά του. Ο τρόπος που στέκεται στη σκηνή, που στρέφει το σώμα του, που φοράει τα γυαλιά του, που κρατά το μπαστούνι του, που χαμογελά στην Ιρένε δίνοντάς της δύναμη μα και που αγανακτεί και πετάει στο πάτωμα τα αντικείμενα είναι πραγματικά συναρπαστικός.

Εκπληκτική όμως ήταν και η Παναγιώτα Βλαντή. Ιδιαιτέρως ταλαντούχα έπειθε απόλυτα για τη γυναίκα που υποδυόταν. Η Π.Β. αποτελεί μια ηθοποιό με μοναδική συναισθηματικότητα -στοιχείο δυσεύρετο σ’ αυτόν το βαθμό- η οποία πλημμυρίζει ολάκερη τη σκηνή και μεταδίδεται αβίαστα σε όλη την πλατεία. Οι εκφράσεις του προσώπου της, το βλέμμα της, ο τρόπος που πληγώνει τα νύχια της αλλά και η αγωνία της για το καλό του παιδιού της έκαναν τους θεατές συμμέτοχους στο δράμα της.

Καταλυτικό ρόλο είχε ο Χάρης Τσιτσάκης ενσαρκώνοντας τον Ιεροφάντη. Είναι το δραματικό πρόσωπο που κινεί τα νήματα και συμβάλλει σημαντικά στην πλοκή μα και στην προώθηση των γεγονότων ως έμπειρος θυμόσοφος μέντορας. Με το δικό του προσωπικό καλλιτεχνικό εκτόπισμα έγινε η γέφυρα που ένωσε τον Όσκαρ με την Ιρένε.

Η Ελένη Σκότη, όπως είδαμε και στην ανάλυση του έργου, με βοηθούς τις Χαρά Στάθη κι Ευαγγελία Καλύβα βουτάει στα βαθιά νερά της λίμνης του Ντεσόλα κι αναδύεται αποδεικνύοντάς μας για μια ακόμη φορά -αν και αυτή η καλλιτέχνιδα δεν έχει πια τίποτα να αποδείξει- το αστείρευτο ταλέντο της τόσο μέσα από την υπέροχη επιλογή του έργου όσο και μέσα από τη συνεργασία της με τους συντελεστές της παράστασης. Για μια ακόμη φορά μάς προσφέρει ένα καλλιτεχνικό προϊόν υψηλού επιπέδου, όπως εξάλλου μας έχει συνηθίσει επί σειρά ετών στο Θέατρο επί Κολωνώ που αποτελεί το δίχως άλλο έναν ισχυρό φορέα πολιτισμού, ένα αληθινό διαμάντι τέχνης.

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Σιωπηλή Λίμνη»
Κείμενο: Νταβίντ Ντεσόλα
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου
Κοστούμια: Μαρία Αναματερού
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: επιλογή συνθέσεων της Ελένης Καραΐνδρου
Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου, Μαρία Αναματερού
Τρέιλερ παράστασης: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Βοηθoί σκηνοθέτιδος: Χαρά Στάθη, Ελευθερία Καλύβα
Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Παναγιώτα Βλαντή, Θανάσης Κουρλαμπάς, Χάρης Τσιτσάκης

http://www.epikolono.gr/theatro.htm


Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Λευκό Δωμάτιο

 


Λευκό Δωμάτιο
του Αλέξη Σταμάτη

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Θέατρο Σταθμός, Μεταξουργείο

Κυριακή 14/11/2021

 

Ανάλυση θεατρικού κειμένου και κριτική παράστασης

Tης Μαρίνας Αποστόλου

 

Ο πολυπράγμων Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθετεί το νέο θεατρικό έργο του Αλέξη Σταμάτη με τίτλο «Λευκό Δωμάτιο» στο θέατρο Σταθμός, του οποίου τυγχάνει τα τελευταία χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής. Με μια σύλληψη πρωτότυπη, ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε ένα ουτοπικό πανδοχείο που φιλοξενεί δραματικά πρόσωπα από κορυφαία θεατρικά έργα και όχι μόνο. Η πανσιόν αυτή διευθύνεται από τη Φλώρα (Σμαράγδα Σμυρναίου), μια αυταρχική, ιδεοψυχαναγκαστική όπως αναφέρει ο αφηγητής (Δημήτρης Τσίκλης) γυναίκα άνω των 70 ετών και συνάμα αινιγματική καθώς κρύβει πίσω της μια θολή ιστορία ίσως παρόμοια με αυτή των παράξενων πελατών της.

Στο αχανές αυτό ξενοδοχείο που έχει δεχτεί κάθε λογής χαρακτήρες (ακόμα και ένα στόμα όπως μας πληροφορεί η Φλώρα προς το τέλος της παράστασης) διαμένει ήδη η Μπλανς Ντιμπουά (Πέγκυ Σταθακοπούλου), το γνωστό κεντρικό δραματικό πρόσωπο του έργου Λεωφορείο ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς. Παρηκμασμένη αριστοκράτισσα του αμερικανικού νότου, όχι πια νεαρή, μόνη και διαταραγμένη, καλλιεργημένη όμως και πάντα κοκέτα σαν Ευρωπαία Παριζιάνα, όπως δηλαδή ακριβώς την είχε εμπνευστεί ο «νονός» της, πληροφορείται με απογοήτευση την έλευση ενός νέου προσώπου με το οποίο οφείλει να συγκατοικήσει όσο γίνεται πιο αρμονικά μοιραζόμενη δη το ίδιο μπάνιο – σημείο αναφοράς της ομορφιάς και της περιποίησης του σώματος. Όπως ενημερώνει κι η ίδια στη συνέχεια, γνωρίζει καλά τη συγκάτοικό της Έντα Γκάμπλερ (Εύα Σιμάτου) καθώς στο πατρικό της σπίτι διέθεταν μεγάλη βιβλιοθήκη και με θεατρικά έργα ανάμεσα στα οποία και του Ερρίκου Ίψεν, του νονού-δημιουργού της Έντας. Συνεπώς, και όπως είναι λογικό (όση λογική χωράει σε ένα έργο που παραπαίει και μετεωρίζεται ανάμεσα στο ρεαλισμό και την παράνοια/φαντασία) η Μπλανς (20ος αιώνας) γνωρίζει την Έντα (19ος αιώνας) καθότι μεταγενέστερη ενώ φυσικά δεν μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο.

Στην απόκοσμη αυτή (επαναστατική) πανσιόν που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.789 μέτρων, αριθμός που προκύπτει από την πρόσθεση του αριθμού 1.000 στη χρονολογία της Γαλλικής Επανάστασης (1789), με το πιάνο και τους πίνακες μεγάλων συγγραφέων μα και το τηλέφωνο και την πιο σύγχρονη ένδυση της Φλώρας (τη βλέπουμε να φοράει παντελόνι καίτοι γυναίκα κάποιας ηλικίας), το ταίριασμα των ζευγαριών-ενοίκων γίνεται με σύστημα τυχαιοποίησης.

Έτσι, τη στιγμή που η Μπλανς εκφράζει τα παράπονά της στη Φλώρα για την καθαριότητα του χώρου, μέσα από ένα γυάλινο ποτήρι (το οποίο δηλώνεται από την περιγραφή του αφηγητή) διακρίνει την επιθυμία που αναμειγνύεται με τα συναισθήματα και ζητάει να γεμίσει ο χώρος από μουσική και μελωδίες. Χορεύει με τη Φλώρα και με μια βαθιά πικρία διαπιστώνει ότι η ίδια δεν είναι παρά μια παρωδία. «Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής» την ακούμε να λέει απογοητευμένη, άποψη που άμεσα αποκρούει η Φλώρα καθώς πιστεύει πως δε μεγαλώνουμε ποτέ παρά μόνο όταν μας βάζουν δυο μέτρα κάτω από τη γη. Κι ιδού μία από τις πιο βασικές θεματικές του έργου του Αλέξη Σταμάτη: η ηλικία, το γήρας, ο χρόνος, το τέλος του ανθρώπου, έννοιες άρρηκτα συνυφασμένες με την προσωπικότητα της Μπλανς.

Κι ενώ η κουβέντα μεταξύ των δύο γυναικών εξελίσσεται, η Φλώρα δε σταματά να αποδεικνύει την πείρα που της έχει προσφέρει η ζωή. Τονίζει ότι η καταγωγή του ανθρώπου τον σημαδεύει απόλυτα διότι ακόμα κι αν αυτός έχει κατακτήσει όλον τον κόσμο αλλά ο πατέρας του δεν είναι παρά ένας απλός πλασιέ, κινδυνεύει να μείνει στην αφάνεια. Δεύτερος λοιπόν θεματικός άξονας του έργου: η καταγωγή – κοινωνική θέση του ατόμου κι ο ρόλος της ως προς την πρόοδό του.

Η ζωή δεν έχει μόνο ένα χρώμα, μία μόνο έκφανση. Το πράσινο χρώμα, για παράδειγμα, έχει πολλές αποχρώσεις. Είναι και χακί και σμαραγδί και ανοιχτό και σκούρο… Να μια ακόμα ρεαλιστική επιμέρους ιδέα του κειμένου που προκύπτει από τη διάδραση της Φλώρας με την Μπλανς εν αναμονή του ερχομού της Έντας: η πολυσημία της ανθρώπινης ζωής.

Η Μπλανς κάνει την αυτοκριτική της. Δε θέλει να τη λυπούνται κι ας μην την κατάλαβε ποτέ κανείς. Θεωρεί την Έντα κακομαθημένη κι υπερτιμημένη καθότι χαρακτηρισμένη ως υπεράνθρωπη επειδή επέλεξε την αυτοκτονία. Η ίδια αισθάνεται ότι κινδυνεύει, ότι χάνει τον έλεγχο, ότι δε σκέφτεται λογικά, πως ο ιδρώτας της μυρίζει… Καπνίζει και η γεύση της είναι ξινή. «Η ανθρώπινη ψυχή είναι πολύ εκτεταμένη… θα έπρεπε να περιορίζεται λίγο», ακούμε στην παράσταση με το ζήτημα της ανάγκης των ορίων να αποτελεί μία ακόμη χρεία στην ανθρώπινη πορεία.

Η Φλώρα συνεχίζει απτόητη το έργο της υποδυόμενη το ρόλο της χωρίς παρεκκλίσεις. Η Έντα προσερχόμενη δε δέχεται να υπογράψει το συμβόλαιο-σύμβαση που περιγράφει ρητά τους όρους της διαμονής της σ’ αυτό το ασυνήθιστο πανδοχείο απ’ όπου μπορείς να κάνεις «check out» αλλά όχι να φύγεις, όπως θα πει πιο μετά η Μπλανς. Τελικά όμως συμβιβάζεται ενώ με τα δάχτυλά της δείχνει ένα σταυρό πάνω στο σώμα της Φλώρας σχηματίζοντας ένα όπλο, προοικονομώντας το τέλος και κυρίως καταμαρτυρώντας την προσωπικότητά της.

Η καινούργια ζωή της νεαρής Νορβηγίδας έχει όρους απαραβίαστους που εναντιώνονται στην έμφυτή της ελευθερία, όροι που φτάνουν μέχρι και τις υποχρεωτικές δραστηριότητες εντός της πανσιόν. Η συμβία της πάλι Μπλανς απαιτεί ησυχία, σκοτάδι, όχι δυνατή μουσική. Εξάλλου, ο Ουίλιαμς που τη γέννησε ζούσε στην απομόνωση για να αποφύγει την αλήθεια, όπως μαθαίνουμε στην παράσταση. Η Έντα αποστρέφεται τη γελοιότητα και επιθυμεί μόνο την ομορφιά. Το ίδιο όμως αναζητά κι η Αμερικανίδα κι ως πιο παλιά μέσα εκεί δικαιούται να επιβάλλεται. Το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει περιλαμβάνει ευάριθμα άρθρα, ένα από τα οποία, το 43, ορίζει την ποινή αυτού που θα αποπειραθεί να αποδράσει: την απομόνωση στο λευκό δωμάτιο.

Ιδιαιτέρως φιλοσοφικό το κείμενο του Σταμάτη θέτει το μείζον θέμα της ελευθερίας του ατόμου. Ποιος αποφασίζει για τη ζωή του και τις συνθήκες αυτής; Τι σημαίνει «η απόφαση είναι αυτοματοποιημένη από πάνω»; Γιατί οι μικρές απολαύσεις όπως ένα ποτό επιτυγχάνονται μόνο αν έχεις «μέσο»; Γιατί πολλά πράγματα συμβαίνουν ακούσια όπως η μεταφορά η Έντας στην πανσιόν;

Από τη συζήτηση των δυο σαγηνευτικών γυναικών δε θα μπορούσε να λείπει και το θέμα των ανδρών. Ο ήσυχος άντρας είναι και συναισθηματικός ή μήπως καταντά βαρετός; Μπορεί αυτός ο τύπος να είναι ταυτόχρονα γοητευτικός; Αναρωτιέται η Μπλανς καθώς μνημονεύει το νονό της που υπήρξε γι’ αυτή ο φύλακας-άγγελός της.

Δεν είναι άραγε χυδαίο να σε παίζουν, να σε αναλύουν και μετά να σε πετάνε σε ένα ίδρυμα-αποθήκη ψυχών; Εύλογο ερώτημα που έχουν κάθε δικαίωμα να υποβάλλουν τα δραματικά πρόσωπα-ρόλοι, όπως η ανυπότακτη Έντα που θέλει να δραπετεύσει. Μια ιψενική Έντα που δε στοιχειώνεται από δαιμονικούς εραστές, ούτε ομοιάζει με τις ηρωίδες από τα άλλα έργα του νονού της, όπως η Αγριόπαπια και Η κυρά της θάλασσας.

Οι δύο γυναίκες συναντιούνται όμως και σε ένα ακόμη σημείο παρόλες τις διαφορές τους: ζητούν ρεαλισμό. Η Μπλανς δηλώνει πως δε θέλει μαγεία, θέλει ρεαλισμό ενώ η Έντα γυρεύει να βιώσει την πραγματικότητα του κόσμου εκεί που δεν έχει υπάρξει ποτέ. Χρειάζεται ελευθερία μακριά από το βουητό της συγκατοίκου της και θα προσφέρει ανταλλάγματα γι’ αυτό: ακόμη και έρωτα στη Φλώρα! Ζητά λοιπόν επίμονα να εξαιρεθεί και να φύγει, μια εξαίρεση φυσικά παράλογη, αδύνατη. Κι ενώ η ξενοδόχος απειλεί τη Νορβηγίδα με συνέπειες, οι δύο συμβίες διαπληκτίζονται. Η Έντα ζητάει βοήθεια από την Μπλανς για να το σκάσει από αυτή την ιδιότυπη φυλακή και φτάνει στο σημείο να την εκβιάζει με επιβαρυντικά στοιχεία που κατέχει εγγράφως για το άτομό της ενώ στο τέλος την εκδικείται καίγοντας τα μαλλιά από τις κούκλες της. Η Μπλανς φανερά πιο υποταγμένη, καταθλιπτική, ζει προσκολλημένη στο παρελθόν. Στη χηρεία της που τη βύθισε στη μοναξιά, στην αδύναμη ψυχή της που την οδήγησε στην ακολασία με τους στρατιώτες και σ’ εκείνο το νεαρό αγόρι στο σχολείο όπου δίδασκε πριν την απολύσουν… Δεν μπορεί όμως να ζήσει χωρίς έρωτα και το παραδέχεται ευθαρσώς. Ήταν ένοχη κι η ενοχή καθιστά μια γυναίκα θελκτική.

Η ανάγκη για έρωτα στη ζωή, η ερμηνεία της ενοχής και η απώλεια κάθε ορίου αποτελούν βασικούς άξονες της σκέψης του συγγραφέα.

Η Έντα διαμαρτύρεται πως δεν έχει προσωπικότητα κι ότι απλά «εκπροσωπείται». Είναι σαν «κομμάτια από σοβά που κρέμονται σαν σταλακτίτες» και διαθέτει ένα μυαλό που ωσάν «ντροπαλό ζωάκι» φοβάται να βγει προς τα έξω. Νιώθει απλώς «αυθύπαρκτη, χωρίς νου» κι η Φλώρα, σταθερά κυνική, επιβεβαιώνει ότι δεν είναι παρά μόνο «μια παρτιτούρα που μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα από τους άλλους», «μια λυπητερή δραματική κούκλα», «ένας χαρακτήρας, μια κατασκευή που ερμηνεύει τον εαυτό της», αέναα, ξανά και ξανά, ταπεινώνοντας ολοένα την διακαή της επιθυμία για πλήρη ελευθερία. Μπροστά μας βλέπουμε να παίζεται η τελευταία σκηνή από την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν με την ομώνυμη ηρωίδα να αυτοκτονεί.

Το λευκό δωμάτιο είναι ο χώρος απομόνωσης και τιμωρίας των ενοίκων που δεν υπακούν. Εκεί επαναλαμβάνουν εφιαλτικά τον εαυτό τους. Ποια είναι όμως τελικά η Φλώρα και ποιος ο δικός της νονός; Αισθανόμαστε όπως μας υπαγορεύουν τελικά; Μπορεί ποτέ το ανύπαρκτο να δημιουργήσει το υπαρκτό; Το άβουλο να αποκτήσει βούληση; Μπορεί ο άνθρωπος να βγει από το κολαστήριο και την ισοπέδωση; Αναρίθμητα ερωτήματα με τα οποία πλημμυρίζει το έργο το μυαλό του θεατή.

Κι ενώ η Μπλανς συνεχίζει τη μοιρολατρική της στάση αναζητώντας ανθρωπιά και καλοσύνη όντας ωστόσο ευγνώμων στο νονό της που τη «νοιάστηκε» διότι την έβγαλε μέσα από την ψυχή του και τη διατήρησε ζεστή με όλη του την αγάπη μέχρι που κι αυτός μεγάλωσε κι έπαψε να αγαπά τον ίδιο του τον εαυτό, η Έντα απαιτεί πια χειραφέτηση κι ανεξαρτησία. Να αλλάξει το τέλος της ιστορίας της, να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Και να μεταβάλει το λευκό δωμάτιο από χώρο τιμωρίας σε χώρο αναμορφωτικό. Έτσι, φυλακίζει τη Φλώρα στο λευκό δωμάτιο κι η ίδια ξαναγράφει το τέλος του έργου. Τους σκοτώνει όλους κι η ίδια μένει ζωντανή, όρθια και ακέραιη. Επιβιώνει γιατί όπως την ακούμε να λέει: «Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά. Η ερημιά δε με αφορά».

Εξαιρετικές ερμηνείες και από τις τρεις ηθοποιούς ενώ ο Δημήτρης Τσίκλης που αφηγείται, τραγουδά και χορεύει πλαισιώνει τις τρεις κυρίες επί σκηνής προσφέροντας το δικό του μοναδικό στίγμα κι ελαφραίνοντας σε κάποια σημεία το βαθυστόχαστο ενίοτε ύφος του κειμένου. Θα μπορούσαν βέβαια να παραληφθούν κάποιες στιγμές όπως το τραγούδι της Αλέξιας «Τα κορίτσια ξενυχτάνε» που μάλλον δεν ταίριαξε με το περιεχόμενο της υπόθεσης. Τα λοιπά μουσικά θέματα όπως το «Χάρτινο το φεγγαράκι» (βλέπε κατάθλιψη της Μπλανς) και το «Hotel California» (βλέπε διαμονή στο πανδοχείο) ήταν εξαίσιες.

Τα κοστούμια ήταν άριστα επιλεγμένα, την ευθύνη των οποίων φέρει η Άση Δημητρολοπούλου. Κάποια από αυτά εξασφαλίστηκαν σε συνεργασία με την Άννα Φόνσου και το «Σπίτι του Ηθοποιού», όπως διαβάζουμε στο άρτια επιμελημένο πρόγραμμα της παράστασης.

Υπέροχη ήταν η ιδέα των δύο voice off από τους ηθοποιούς Δημήτρη Καταλειφό στο ρόλο του Ίψεν και του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη στο ρόλο του Ουίλιαμς. Συμπλήρωσαν μοναδικά τις δύο ηρωίδες μιλώντας για αυτές και τα υλικά με τα οποία τις έπλασαν.  Πολύ όμορφες ήταν και οι φωτογραφίες μεγάλων ηθοποιών Ελληνίδων και ξένων που ενσάρκωσαν την αναλλοίωτη κι εμβληματική Μπλανς Ντιμπουά, όπως η σπουδαία Έλλη Λαμπέτη. Στις φωτογραφίες των δύο δραματουργών που απασχόλησαν το συγγραφέα παρατηρήσαμε το Σαίξπηρ δίπλα στον Ίψεν (κι όχι τον Ουίλιαμς τον οποίο προσέξαμε σε φωτογραφία προς το τέλος του έργου).

Η παράσταση υπήρξε στο σύνολό της πολύ δυνατή. Ο Μάνος Καρατζογιάννης αξιοποίησε ένα φρέσκο και πραγματικά εμπνευσμένο κείμενο διά χειρός του Αλέξη Σταμάτη και του έδωσε σάρκα και οστά με βοηθό τον Φίλιππο Παπαθεοδώρου. Καταπιάστηκε πολύ με τις λεπτομέρειες όπως είδαμε στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας της Έντας (ματωμένο χέρι) και της σιωπής της Μπλανς παράμερα στη σκηνή όταν η Έντα διεκδικούσε δυναμικά την απελευθέρωσή της.

Το θέατρο «Σταθμός» αποτελεί το δίχως άλλο μια ανερχόμενη εστία πολιτισμού υποδεχόμενη κοινό και κριτικούς με ευγένεια και ζεστασιά.

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συγγραφέας: Αλέξης Σταμάτης

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Μουσική: Δημήτρης Τσάκας

Σκηνικά – κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου

Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Video: Παντελής Μάκκας

Φωτογραφία: Σπύρος Περδίου

Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Ερμηνεύουν: Πέγκυ Σταθακοπούλου, Εύα Σιμάτου, Δημήτρης Τσίκλης

Στον ρόλο της Φλώρας η Σμαράγδα Σμυρναίου

Συμμετέχουν (voice off):

Στον ρόλο του Χένρικ Ίψεν ο Δημήτρης Καταλειφός

Στον ρόλο του Τενεσί Ουίλιαμς ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Πρεμιέρα 31 Οκτωβρίου.

Παραστάσεις : Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και κάθε Κυριακή

στις 18:00, από 29 Οκτωβρίου μέχρι 21 Νοεμβρίου.

www.stathmostheatro.gr

https://www.youtube.com/watch?v=2eX7McgC9a4