Σάββατο 21 Μαΐου 2022

 


ΘΕΑΤΡΟ «ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ»

Ακαδήμου 14, Πλατεία Αυδή

Ατσάλι

Της Ρόνα Μονρό

Σκηνοθεσία: Νάντια Φώσκολου

Β. Σκηνοθέτη: Σίμος Στυλιανού

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη

 

Παρασκευή, 20 Μαΐου 2022

9 μ.μ.

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Της Μαρίνας Αποστόλου

 

Σίλα: «Όλοι έχουμε κάποιον…»

«Τα καλύτερα άτομα είναι οι βαρυποινίτισσες: ήρεμες σαν αγελάδες στο λιβάδι»

Φέη: «Πρέπει να ζήσουμε τη ζωή που υποσχεθήκαμε»

«Κανείς δεν μπορεί να σε πληγώσει όσο εκείνος που αγαπάς»

Σίλα: «Όλοι παραφερόμαστε όταν μας πιέσουν»

Τζωρτζ: «Η απογοήτευση δυναμώνει τον χαρακτήρα»

Φέη: «Είμαι μόλις 45 χρονών και δε θα ξανακάνω έρωτα ποτέ»

Φέη: «Πάντα ήσουν μια πιεστική μικρή κυρία»

Τζωρτζ: «Μείνετε νομοταγής, πληρώνετε τους φόρους σας για να μη χρειαστεί να καταλάβετε τίποτα»

Φέη: «Αξίζει να φτάσει κανείς στο κατώφλι του θανάτου μόνο για λίγη περιποίηση»

Φέη: «Θέλω να φάω ζεστά πατατάκια κατευθείαν από το χαρτί… να φιλήσω έναν άντρα με μουστάκι… να χέσω σε μια τουαλέτα που μυρίζει σαπούνι κι όχι τα σκατά των άλλων»

Στο κελί της βαρυποινίτισσας Φέη Πλαγκ (plague = πανούκλα, πληγή) καταδικασμένης για τον φόνο του συζύγου της μάς μεταφέρει μέσω του έργου της η Σκωτσέζα θεατρική συγγραφέας Ρόνα Μονρό.

Εκεί και ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έκτισης της ποινής της, θα την επισκεφθεί αναπάντεχα η κόρη της Τζόσι Κερ που πλέον έχει γίνει εικοσιπέντε ετών. Χωρίς καμιά επικοινωνία μαζί της όλο αυτό το διάστημα αλλά και χωρίς καμιά επαφή με κανένα άλλο πρόσωπο, η Φέη βιώνει την ετεροτοπία (δηλαδή την ενδιάμεση κατάσταση του «είναι» και «μη είναι», του «υπάρχειν» και του «μη υπάρχειν») της ζωής στη φυλακή χωρίς να έχει να προσμένει τίποτα. Η εμφάνιση της Τζόσι θα την ταράξει ευχάριστα και το μόνο που θα επιθυμεί θα είναι η ευτυχία της κόρης της. Θα θέλει να την δει ερωτευμένη, μέσα σε ένα κόκκινο φουστάνι να συχνάζει σε μπαρ με θελκτικούς άνδρες καταλήγοντας, όπως κι η ίδια κάποτε, μια νύχτα στη θάλασσα μεθυσμένη…

Την Τζόσι έχει αναθρέψει η γιαγιά της, η μητέρα του φονευθέντα πατέρα της, την οποία η κοπέλα αποκαλούσε «μαμά» μιας που αυτή ήταν όλη της η οικογένεια. Η τελευταία δεν είναι πλέον στη ζωή, εντωμεταξύ όμως η Τζόσι έχει κατορθώσει να αυτονομηθεί έχοντας μια φαινομενικά ικανοποιητική (όμως βαρετή) θέση εργασίας σχετική με το ανθρώπινο δυναμικό σε εταιρεία της χώρας της. Εντούτοις, δεν είναι ευτυχισμένη. Μετά από έναν αποτυχημένο γάμο διάρκειας μόλις έξι μηνών και κατόπιν ενός έρωτα με έγγαμο άνδρα ο οποίος την απογοήτευσε σφοδρά, έχει ανάγκη να εντοπίσει τη μητέρα της βρίσκοντας έτσι τις ρίζες της μέσω των αναμνήσεων. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Φέη έχει τιμωρηθεί για τον φόνο του πατέρα της παρόλα αυτά όχι απλά δεν τη μισεί αλλά επιθυμεί όσο τίποτα να την στηρίξει για να έλθει επιτέλους στο φως η αλήθεια γύρω από την περιβόητη δολοφονία. Η Φέη ωσάν «ατσάλι» δεν έχει ομολογήσει τα κίνητρα της πράξης της ούτε ποτέ είχε ζητήσει να εξετασθεί από ψυχίατρο με σκοπό να διαπιστωθεί η ψυχική της κατάσταση τη στιγμή που διέπραξε το έγκλημα. Σχεδόν, δεν έχει δικηγόρο δηλαδή δεν έχει υπεράσπιση. Περιέργως, όπως ακούμε στην παράσταση, μονοψήφιος αριθμός γυναικών έχει σκοτώσει άνθρωπο στη Σκωτία. Το άλλο παράδοξο που τονίζεται από τη Μονρό, αναφορικά με το εκεί σωφρονιστικό σύστημα, είναι ότι η ποινή που επιβάλλεται είναι ανάλογη με την ηλικία αυτού που φονεύεται: ο φόνος ενός βρέφους φερ’ ειπείν επισύρει μικρότερης διάρκειας κάθειρξη από τον φόνο ενός ενήλικα, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Τα δε επισκεπτήρια στη φυλακή (επίσης παραδόξως διάρκειας μίας ώρας!) αποτελούν μια σύνθετη διαδικασία με τον επισκέπτη να υποβάλει αίτημα εκ των προτέρων αλλά και τον κρατούμενο να συμπληρώνει ανάλογη φόρμα αποδοχής ή μη της επίσκεψης αυτής: ένα από τα ελάχιστα δικαιώματα που έχουν οι φυλακισμένοι στη Σκωτία.

Η Τζόσι προσπαθεί να προσεγγίσει τη μητέρα της φέρνοντάς της καλάθια με φρούτα εκείνη όμως δεν τα τρώει διότι είναι ξινά. Ορέγεται σοκολάτες και τσιγάρα και ακόμα καλύτερα υπνωτικά χάπια για να γαληνεύει, πράγμα που συμβαίνει σε επόμενο επισκεπτήριο με την Φέη να στερείται, κατόπιν αιφνίδιου ελέγχου του δεσμοφύλακα Τζωρτζ, οποιαδήποτε επίσκεψη για τρεις μήνες.

Άγρυπνοι φρουροί, οι δύο φύλακες Τζωρτζ και Σίλα με την τελευταία να έχει απωλέσει την εμπιστοσύνη της στη Φέη καθώς όταν εκείνη δήθεν της συμπαραστεκόταν μιλώντας μαζί της με τις ώρες – η Σίλα είναι μητέρα ενός μικρού κοριτσιού και παλεύει να την αναστήσει ολομόναχη εξασκώντας το τόσο σκληρό επάγγελμα της δεσμοφύλακα (ακούμε ότι συχνά μαζεύει ακαθαρσίες από τα κελιά και τις τουαλέτες) – γινόταν απροκάλυπτη διακίνηση ναρκωτικών ανάμεσα στις κρατούμενες.

Ανάμεσα στις Φέη και Σίλα υφαίνεται μια σχέση φιλίας και μίσους μαζί ενώ οι δυο γυναίκες ομοιάζουν με μάνα και κόρη σε μόνιμη αντιπαλότητα. Η δε Σίλα δεν διστάζει να θέλει να επηρεάσει και την Τζόσι αρνητικά προς τη μητέρα της την ώρα που πραγματοποιεί σωματικό έλεγχο πάνω της. Σημειωτέο ότι η σωματική επαφή απαγορεύεται στο επισκεπτήριο και αν κάτι τέτοιο συμβεί ακολουθεί σωματικός έλεγχος εκατέρωθεν. Η Σίλα είναι μια ακόμη πληγωμένη και θυμωμένη γυναίκα που υποχρεώνεται να κάνει πράγματα που δεν της αρέσουν όπως είναι η ίδια της η δουλειά αλλά και το γεγονός ότι η κόρη της θα πάει σε παιδικό σταθμό με παιδιά των οποίων οι μαμάδες είναι έγκλειστες στην παρούσα φυλακή. Παρόμοιο είναι και το συναίσθημα του Τζωρτζ για τη συγκεκριμένη δουλειά ο οποίος ωστόσο δείχνει να διάγει μια πιο φυσιολογική κι ενδιαφέρουσα ζωή όντας παντρεμένος με τρεις κόρες (προσέχει κανείς τη βέρα στο δάκτυλό του) με τη μεγάλη του (κόρη) να σπουδάζει νομική και τον ίδιο να μελετά στο ανοιχτό πανεπιστήμιο ηθική και θεολογία.


Πολλές οι πτυχές που φωτίζει η Σκωτσέζα δραματουργός: όχι μόνο την ετεροτοπία της φυλακής βάσει του εκεί νομικού πλαισίου αλλά και τη χρεία του ανήκειν κάπου, σε μια οικογένεια, σε κάποιους γονείς. Επιπρόσθετα, την ανάγκη να μάθει κανείς την αλήθεια η οποία δεν αποκαλύπτεται ποτέ πραγματικά παρά την εξομολογητική διάθεση της Φέη σε συνέχεια και της πίεσης από την πλευρά της Τζόσι. Επιπλέον, την αγάπη του γονιού για το παιδί του που θέλει να ξέρει ότι είναι χαρούμενο αλλά και την υγιή απόφασή του να το διώξει μακριά του μέσα από ξεσπάσματα και κραυγές (ακούμε τη Φέη να φωνάζει «γαμήσου» στην κόρη της όταν διαπιστώνει ότι εκείνη έχει παρατήσει τα πάντα για να οδηγήσει τη μητέρα της στην έφεση σε συνεργασία με δικηγόρο παραγκωνίζοντας έτσι τη δική της ευτυχία).

Έτσι, κι ο ενώ ο θεατής διψά να μάθει τι έγινε πραγματικά και το χέρι της Φέη οπλίστηκε με το κουζινομάχαιρο εις βάρος του άνδρα της (νομίζουμε ότι ακούγεται μόνο μια φορά το μικρό του όνομα στο έργο) μένει με αρκετά ερωτηματικά γύρω από τα αίτια που την εξώθησαν ως εκεί. Ήταν βίαιος; (υπονοείται ότι την χτυπούσε ενώ διατυπώνεται ευθέως ότι της ασκούσε λεκτική βία) Έπινε; (όχι περισσότερο από τον μέσο όρο αλλά μάλλον τελικά ναι) Παρενοχλούσε ή βίαζε την κόρη τους; (τι πάει να πει ότι η Τζόσι τους ετοίμαζε πρωινό και τους σέρβιρε; Πότε η μάνα της τρελαινόταν και έφευγε όλη μέρα εκτός σπιτιού; Ή τι θα πει ότι η μικρή ήταν η βοηθός του; «Βοηθός ηλεκτρολόγου»;) Ποιος ο ρόλος της γιαγιάς-μαμάς που βρισκόταν συχνά στο σπίτι του νεαρού ζευγαριού ενώ έβγαινε τακτικά με τη νύφη της για ποτό σαν φίλες;

Με τη Φέη να κρατάει μια πέτρα («οι πέτρες ανήκουν σε όλους») στο χέρι της «για να έχει την ευχέρεια επιλογών», όπως σχολιάζει η Σίλα, κλείνει η παράσταση.

Εξαιρετική η Γιασεμί Κηλαηδόνη στον ρόλο της μητέρας ειδικά στα μονολογικά της κομμάτια. Ανατριχιαστική σχεδόν θα τη χαρακτηρίζαμε τις στιγμές που εκφράζει το πάθος της για τη ζωή και ταυτόχρονα την απογοήτευσή της για όσα στερείται σε σημείο που επιλέγει την απεργία πείνας. Κυρίως όμως την θαυμάσαμε για την έντασή της επί σκηνής όταν δηλώνει με αγριότητα πως δε θέλει μια κόρη - υπηρέτρια που σκοπεύει να την μπλέξει με τη γραφειοκρατία της έφεσης πράγμα θα συνθλίψει τη ζωή της και θα καταστήσει τη ζωή της Τζόσι πιο μικρή κι από το κελί της φυλακής.

Η Κατερίνα Παπαδάκη ως Τζόσι διαθέτει όλη τη φρεσκάδα και την ενέργεια της νεότατης κόρης που είναι αποφασισμένη να δράσει και να προσφέρει χαρά στην ταλαιπωρημένη της μητέρα φορώντας πορφυρό φουστάνι, τρυπώντας τα αυτιά της για να μπορεί να φορά όμορφα σκουλαρίκια αλλά και συμβιβαζόμενη με εργασία μερικής απασχόλησης για να έχει τον απαραίτητο χρόνο να ασχοληθεί εις βάθος με την υπόθεση.

Πολύ παραστατικοί όμως ήταν και οι δύο ηθοποιοί στους ρόλους των φρουρών, Ασπασία Μπατατόλη και Ανδρέας Κωνσταντινίδης, που πλαισίωναν μοναδικά την τρυφερή σχέση των δύο γυναικών επεμβαίνοντας αδιάκριτα, κάνοντας το καθήκον τους αλλά και εκφράζοντας παράλληλα τα δικά τους απωθημένα.

Συγχαρητήρια αξίζουν το δίχως άλλο στη σκηνοθέτιδα του έργου Νάντια Φώσκολου για το στήσιμο του πολύ όμορφου αυτού καλλιτεχνικού προϊόντος. Ξεχωρίσαμε τη σκηνή όπου ανοίγει η φωτιζόμενη καταπακτή και μέσω ενός σπιτιού – παιχνιδιού τύπου playmobil η Κηλαηδόνη αφηγείται το γεγονός του φόνου. Επιλέγει το τσιγάρο σε πραγματικό χρόνο και χρήση (σύνηθες prop του θεάτρου) αλλά και βγάζει τα παπούτσια από την Τζόσι όταν εκείνη ενθυμείται τον μπαμπά της και τον χορό που χορεύανε μαζί (τον αναπαριστά με τη βοήθεια του Τζωρτζ).

 

Λοιποί συντελεστές:

Σκηνογραφία: Αλέγια Παπαγεωργίου

Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

 

Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=88JKsyq-Zrk

 

Τετάρτη 11 Μαΐου 2022

 


Η κυρία Κλάιν

του Νίκολας Ράιτ

ΘΕΑΤΡΟ «ΑΡΓΩ»

Ελευσινίων 13-15, Μεταξουργείο

 

Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη

Β. Σκηνοθέτη: Βαγγέλης Βογιατζής

Μετάφραση: Έλση Σακελλαρίδου

 

Κυριακή, 8 Μαΐου 2022

7.00 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

«Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε μια συνετή, ενήλικη φιλία μάνας και κόρης;»

 

Ανήμερα της γιορτής της μητέρας, του πιο ιερού (κατά κανόνα) προσώπου που απαντάει ένας άνθρωπος στη ζωή του, είχε την ευκαιρία το φιλοθεάμον κοινό να παρακολουθήσει μια παράσταση με θέμα την ίδια τη μητέρα στην κεντρική σκηνή του θεάτρου «ΑΡΓΩ».

Πρόκειται για το δράμα Η κυρία Κλάιν του Άγγλου συγγραφέα Νίκολας Ράιτ. Ο τελευταίος, έχοντας στα χέρια του ως πρώτη ύλη τη ζωή της διάσημης ψυχαναλύτριας Μέλανι Κλάιν (1882-1960), καταδεικνύει το βαθμό τοξικότητας που μπορεί να παρουσιάσει μια εγνωσμένου κύρους επιστήμονας απέναντι στα παιδιά της με τα οποία εντούτοις πασχίζει να φανεί τρυφερή. Μέσα από το έργο του υπογραμμίζει τη δυσκολία που υπάρχει για μια γυναίκα να εξισορροπήσει τους πολλαπλούς ρόλους που καλείται να παίξει ταυτόχρονα στη ζωή της, πόσο μάλλον όταν η καριέρα της βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στην περίπτωση αυτή γίνεται εξουσιαστική, αυστηρή, ανελέητη και απόλυτη. Ειδικά όταν η κόρη της ασκεί το ίδιο επάγγελμα με την ίδια. Τότε η μητέρα μπορεί να γίνει ελεγκτική, παρεμβατική, σκληρή στην κριτική της ακόμα και ταπεινωτική προς την θυγατέρα που παλεύει ψυχολογικά να πατήσει στα πόδια της˙ που αγωνίζεται από την πλευρά της να αντιμετωπίσει τον ίδιο της τον εαυτό διότι ποτέ δεν εισέπραξε την αγάπη που είχε ανάγκη να λάβει από τη μαμά της όταν ήταν παιδί ενώ στο πεδίο της επαγγελματικής εξέλιξης βρίσκεται συχνά υπό τη σκιά της μητέρας – συναδέλφου – κριτή.

Η ίδια μητέρα πάλι, η φιλόδοξη, αεικίνητη, εργασιομανής επιστήμονας, δεδομένου ότι είναι βαθιά σκεπτόμενη καταλήγει στην κατάθλιψη πάνω από μια φορά. Χάνεται, λησμονά τα παιδιά της, χωρίζει από τον άνδρα της, τραυματίζει τον περίγυρό της. Ωστόσο, καταφέρνει και επιτηρεί στενά τα παιδιά της καθώς είναι εκείνη που τα ψυχαναλύει στην παιδική ηλικία.

Η κυρία Αιμιλία Υψηλάντη, σε ένα ρόλο υψηλών απαιτήσεων, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά τις ερμηνευτικές της δεξιότητες ήδη από την εναρκτήρια σκηνή του έργου οπότε η κυρία Κλάιν, συγκινημένη καθότι ήδη πληροφορημένη για τον θάνατο του γιου της Χανς, ετοιμάζεται να μεταβεί στην Ουγγαρία για την κηδεία του.

Στο μεταξύ υποδέχεται την Πώλα, μια νεαρή ψυχαναλύτρια που κατοικεί σε υποβαθμισμένο προάστειο του Λονδίνου. Πρόκειται για μια Εβραία πρόσφυγα, όπως παλιότερα υπήρξε και η Κλάιν. Η κυρία Κλάιν την προσλαμβάνει ως βοηθό της και την αντιμετωπίζει ως κατώτερη επιστήμονα και ύπαρξη εν γένει, παρότι δηλώνει ότι τη συμπαθεί. Η κυρία Κλάιν αποχωρεί, στο μεταξύ εισέρχεται στη σκηνή η κόρη της Μελίτα και τότε αρχίζει να πλέκεται η υπόθεση του έργου. Μελίτα και Πώλα γνωρίζονται, μπορεί κανείς να πει ότι ανταγωνίζονται κιόλας μεταξύ τους, καθώς η καθεμιά αναζητά τη δική της θέση στην οικία της μεγάλης ψυχαναλύτριας. Η τελευταία ματαιώνει το ταξίδι της και επιστρέφει απρόσμενα. Με το θάνατο του Χανς, του χαϊδεμένου παιδιού της Κλάιν, στο επίκεντρο ενδιαφέροντος, μάνα και κόρη θα καταδύσουν στον βυθό της αλήθειας της σχέσης τους με συχνές αναδρομές στο παρελθόν. Η Νατάσα Καλογρίδη, στον ρόλο της Μελίτας («της μικρής Μέλανι» όπως επέλεξε να την ονομάσει η μητέρα της) ενσαρκώνει το ενήλικο παιδί που ακόμα δυσκολεύεται να τα βρει με τον εαυτό της. Παντρεμένη με έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερό της που υποκαθιστά τον πατέρα της, όπως κι η ίδια παραδέχεται στη συνέχεια, πιστεύει πως ο μικρότερος αδελφός της Χανς έχει αυτοκτονήσει. Ως αποδείξεις χρησιμοποιεί τη μαρτυρία της θείας της Γιόλαν που ζει στη Βουδαπέστη. Η Ουγγαρία είναι η χώρα των παιδικών της χρόνων με αναρίθμητες αναμνήσεις, όμορφες και άσχημες μαζί. (Σημειωτέο ότι τα διαδραματιζόμενα του έργου λαμβάνουν χώρα στα 1934. Η χώρα καταγωγής της Κλάιν ήταν η Αυστρία. Αυστρία και Ουγγαρία, η «Δυαδική Μοναρχία», ήταν ενοποιημένες έως τα 1918 οπότε και χωρίστηκαν με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου). Η Νατάσα Καλογρίδη εξαιρετική ως Μελίτα, θυμωμένη και εύθραυστη συνάμα, πίνει, καπνίζει, πάλλεται επί σκηνής και μεταμορφώνεται στη γυναίκα που κρύβει μέσα της το πληγωμένο κοριτσάκι. Επιθυμεί να αμφισβητήσει τη μελέτη της μητέρας της με θέμα την εγκληματικότητα (έτσι τουλάχιστον φοβάται η Κλάιν), αλλάζει ψυχαναλύτρια και δέχεται τις βολές της Κλάιν ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει στους ασθενείς της.

Επίσης σημειωτέο ότι οι ψυχαναλυτές, με βάση το κείμενο του Ράιτ, ψυχαναλύονται και αυτοί από συναδέλφους τους: δηλαδή είναι θεραπευτές και θεραπευόμενοι μαζί. Η ζωή τους μοιάζει λοιπόν να στερείται φυσικότητας και αυθορμητισμού από τη στιγμή που η επιστήμη της ψυχανάλυσης διεισδύει τόσο μέσα στην καθημερινότητά τους σε σημείο που πλέον δεν μπορούν να απολαύσουν σχεδόν τίποτα.

Θεατής της συγκρουσιακής διάδρασης μάνας και κόρης είναι η Πώλα. Διαζευγμένη με μια μικρή κόρη που φιλοξενείται στο Βερολίνο σε σπίτι Καθολικών, γυρεύει να κάνει μια νέα αρχή στην Αγγλία. Λιγομίλητη, υπομένει το ύφος της Κλάιν ενώ κατηγορείται από τη Μελίτα ότι εποφθαλμιά τη θέση της ως κόρης της σπουδαίας ψυχαναλύτριας. Η Σάρα Εσκενάζη υποδύεται πειστικά τη νεαρή επιστήμονα που και μόνο που είναι μετανάστρια τίθεται αυτόματα σε δεύτερη μοίρα. Θα αναλάβει χρέη γραμματέως της Κλάιν, αν και η ίδια αρνείται την ιδιότητα αυτή στη Μελίτα, και θα υπακούσει σε ό,τι της πουν οι δύο γυναίκες και κυρίως η εργοδότριά της που εν τέλει θα γίνει η δική της ψυχαναλύτρια. Είναι όμως και το πρόσωπο που θα αποκαλύψει με ψυχραιμία την πραγματική αιτία θανάτου του Χανς εδραιώνοντας τη θέση της στην εστία της Κλάιν.

Μοναδικά ενδιαφέρουσα και σημαδιακή είναι η τελευταία σκηνή του έργου όπου βλέπουμε αν τελικά επικρατεί η στοργική μητέρα ή η αφοσιωμένη επαγγελματίας.

Και οι τρεις ηθοποιοί, ξεχωριστές στις ερμηνείες που αναλαμβάνουν με συνέπεια, γοητεύουν το κοινό μέσα από ένα δραματικό κείμενο που μόνο σε ένα θέατρο του βεληνεκούς που διαθέτει το «ΑΡΓΩ – Αιμιλία Υψηλάντη» έχουμε τη δυνατότητα να θαυμάσουμε. Η σκηνοθεσία της Καψούλη είναι υπέροχη ειδικά στη σκηνή πάλης των δύο γυναικών (Υψηλάντη – Καλογρίδη) σε αργή κίνηση (slow motion).

Συγχαρητήρια όμως οφείλουμε να δώσουμε και στους υπεύθυνους για τα σκηνικά και τα κοστούμια (Αρβανίτης – Αναλυτή – Γκέκας) που μας μεταφέρουν με τη δική τους καλλιτεχνική συνεισφορά στο Λονδίνο του Μεσοπολέμου, σε ένα οικιακό περιβάλλον τόσο ιδιαίτερο, όπως αυτό της Μέλανι Κλάιν.

Δεκάδες τα ερωτήματα που τίθενται από ένα έργο όχι εύκολο στην προσέγγιση ιδίως σε στιγμές που το κοινό έρχεται σε επαφή με επιστημονικούς όρους όπως η «μεταβίβαση» και «αντιμεταβίβαση».

Γιατί δεν ταξίδεψε η κυρία Κλάιν στη Βουδαπέστη για την κηδεία του Χανς; Τι την έφερε όντως πίσω;

Το βάρος της συναισθηματικής φροντίδας μοιάζει να πέφτει κυρίως στη μητέρα ειδικά σε εποχές όπως αυτή του έργου – ο πατέρας δεν έχει την ίδια «υποχρέωση» άραγε;

Πώς μια διακεκριμένη επιστήμονας μπορεί συνάμα να είναι και επαρκής μητέρα δύο παιδιών; Είναι δυνατόν να περιοριστεί στα καθήκοντα της καλής Εβραίας νοικοκυράς; Τα παιδιά διαχωρίζονται σε αγόρια και κορίτσια; Μία μητέρα εκφράζει την αδυναμία της πάντα στο αγόρι μειώνοντας το κορίτσι; Φθονεί μία μητέρα την κόρη της από τη στιγμή κιόλας που εξασκούν το ίδιο επάγγελμα; Μπορεί κάποτε να ιαθεί το ψυχικό τραύμα ή αυτό απλώς επουλώνεται; Πώς επιλέγουμε τους ανθρώπους; Με τι κριτήρια; (Φερ’ ειπείν ο σύζυγος της Μελίτας την «έβλεπε» ως κόρη του εφόσον η βιολογική του κόρη ήταν ανάπηρη.)

Πολλές όμως είναι και οι διαπιστώσεις.

Στη χώρα που μεταναστεύουμε είμαστε «λιγότερο επιστήμονες» και λόγω της χρείας να ορθοποδήσουμε ανεχόμαστε προσβολές και συμβιβαζόμαστε σε καταστάσεις που ενώ μας θίγουν δεν έχουμε την πολυτέλεια να απορρίψουμε. Χαρακτηριστικές οι σκηνές με την Κλάιν σχεδόν να διατάζει την Πώλα ενώ τα χρήματα που της έχει με φειδώ προσφέρει για τις μετακινήσεις της δαπανούνται στο ταξί που η ίδια χρησιμοποίησε για να επιστρέψει (και πάλι δεν αρκούσαν).

 

 

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Αιμιλία Υψηλάντη

Νατάσα Καλογρίδη

Σάρα Εσκενάζη

 

Σκηνογραφία: Γιάννης Αρβανίτης

Συνεργάτης σκηνογράφος: Μελίνα Αναλυτή

Κοστούμια: Σπύρος Γκέκας

Σχεδιασμός Φωτισμών: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη

 

Διάρκεια παράστασης: 100’

 

Πληροφορίες:

https://argotheater.gr/i-kyria-klain/