Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013






ΤΟ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡΑΚΙ (Διήγημα)

Παρασκευή. Είναι μεσημέρι Παρασκευής. Η Ελένη ίσα που πέρασε για μια ώρα από το σπίτι της για να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της και να φύγει πάλι για το μαγαζί. Η Παρασκευή είναι μια δύσκολη μέρα, κουραστική. Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει στο κατάστημα οπτικών που εργάζεται τον τελευταίο χρόνο, δυόμιση χρόνια από τότε σχεδόν δηλαδή που ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο ΤΕΙ οπτικής στην Αθήνα. Νέες παραγγελίες, αλλαγές φακών, φακοί επαφής μόνιμοι ή μιας χρήσης, υγρά για τους φακούς, κοκάλινοι μοντέρνοι σκελετοί, ντιζαϊνάτα γυαλιά ηλίου… Στο κέντρο της Νέας Ιωνίας, σε ένα πολύ μικρό στενάκι κάθετο στην Ηρακλείου αλλά με πολλή κίνηση. Μια σταλιά, όχι πολλά τετραγωνικά αλλά με πολλές προοπτικές… Ανήκει στον Κώστα, το συμφοιτητή της και άνθρωπό… της. Η’ τουλάχιστον έτσι την αφήνει να νομίζει εκείνος. Το άνοιξε πριν ένα χρόνο όταν επέστρεψε από φαντάρος με χρήματα που είχε αφήσει ο μακαρίτης ο πατέρας του στη χήρα τη μάνα του. Κι η Ελένη τον στηρίζει, κάνει ό, τι καλύτερο μπορεί για να πουλάει το μαγαζί. Δουλεύει έξι τη μέρες τη βδομάδα, πρωί απόγευμα, χωρίς άδειες, χωρίς ρεπό, χωρίς απαιτήσεις για επιπλέον χρήματα. Μέχρι και που καθαρίζει το χώρο, ξεσκονίζει και κομπλιμεντάρει κακομούτσουνους πελάτες που επιθυμούν να αγοράσουν γυαλιά που διόλου τους ταιριάζουν και τους κάνουν να φαίνονται ακόμα πιο αστείοι ή κακόγουστοι απ’ ότι είναι. Μέχρι και που τη μάνα του Κώστα ανέχεται η οποία δεν έχει άλλον στον κόσμο από το γιο της… Άλλο παιδί δεν μπόρεσε να αποκτήσει με το συγχωρεμένο τον κυρ-Τάσο κι έτσι… Μόνη της παρηγοριά είναι να έρχεται εκεί στο κατάστημα οπτικών του Κώστα για να τον έχει κοντά της και να μη νιώθει μόνη της στο σπίτι τους.

Ώρα πέντε παρά τέταρτο. Η Ελένη μπήκε στο τρένο από Πατήσια προς Νέα Ιωνία. Τής αρκεί ένα τέταρτο για να φτάσει στο μαγαζί. Εκείνη θα το ανοίξει και θα περιμένει τον Κώστα που έχει κατέβει στο κέντρο της Αθήνας σε κάποιο συνεργάτη του. Θα πάει έξι με έξι και μισή μέχρι να ρθει.
Να τη! Έφτασε κιόλας στο μαγαζί. Ξεκλείδωσε την πόρτα, άναψε τα φώτα και τη θέρμανση σε διακριτικό επίπεδο… Ίσα-ίσα να σπάει η υγρασία του Νοεμβρίου. Το μαγαζί το είχε συγυρίσει το μεσημέρι κι έτσι είναι στην εντέλεια, έτοιμο να ανταποκριθεί σε ένα εμπορικό απόγευμα με απαιτήσεις όπως αυτό της Παρασκευής. Ησυχία παντού. Πολλή ησυχία. Ανοίγει το τρανζιστοράκι της. Ένα τόσο δα μικρό τρανζιστοράκι, ένα κούτσικο ραδιοφωνάκι του πατέρα της που δεν το χρησιμοποιεί πλέον εκείνος. Ακούγεται μουσική από κάποιο σταθμό. Όχι καθαρά και όχι δυνατά. Αλλά τής αρκεί για να τής κρατήσει συντροφιά και για να σπάσει αυτή την τρομακτική ησυχία. Παίζει κάποιο χαρούμενο τραγούδι, το κέφι φτιάχνει και το εργάσιμο απόγευμα ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς.

Δε θα χε πάει έξι παρά όταν η Ελένη είδε τη μάνα του Κώστα να μπαίνει στο μαγαζί. Αντιπαθητική και με ξινή μούρη, χρησιμοποιώντας πάντα το δεκανίκι της που τής είχε πια γίνει απαραίτητο μετά από εγχείρηση στο γόνατο που χρειάστηκε να γίνει όταν γλίστρησε κι έπεσε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού τους στα Πευκάκια. Άνοιξε την πόρτα κι άφησε ένα βαρύ βογγητό. Η Ελένη την καλησπέρισε μα εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να της απευθύνει καν το λόγο. Σα να μην άκουσε. Σα να ήταν κουφή ή σα να  μη μίλησε ποτέ η Ελένη. Κάθισε στην πολυθρόνα που είχε τοποθετήσει δίπλα στο ταμείο κι έβγαλε από τη σακούλα το βελονάκι με το πλεχτό που ετοίμαζε για το γιο της. Το τρανζιστοράκι συνέχιζε να γρατζουνάει τα αυτιά των δυο γυναικών με ελληνικές ποπ μελωδίες όταν μπήκε μέσα μια πελάτισσα.

Ζήτησε να δοκιμάσει σκελετούς για γυαλιά μυωπίας ενώ ταυτόχρονα έδειχνε στην Ελένη τη συνταγή του οφθαλμιάτρου. Για μια στιγμή, χρειάστηκε να ανεβάσει την ένταση της φωνής της για να ακουστεί καλύτερα και ξάφνου χωρίς να το περιμένει κανείς, ακούστηκε ένας ήχος οξύς και μη συγκεκριμένος σα γρύλισμα, σα φωνή κάποιου ζώου που κράτησε μόνο δύο δευτερόλεπτα. Κι αμέσως μετά κόπηκε και το τρανζιστοράκι. Τέρμα η μουσική. Ήταν η κυρά-Μαρία. Η μάνα του Κώστα. Ποτέ της δε συμπάθησε τη συσκευή της Ελένης. Την ενοχλούσε και την αποσυντόνιζε την ώρα που έπλεκε. Κι επίσης δεν καταλάβαινε με τι δικαίωμα μια ξένη όπως η Ελένη άνοιγε τη μουσική και μάλιστα τη στιγμή που μες το μαγαζί ήταν πελάτης!

Η Ελένη την κοίταξε ελάχιστα με την άκρη του ματιού της και συνέχισε να βοηθάει την πελάτισσα με την επιλογή του σκελετού. Την είχε συνηθίσει τόσο καιρό τη μάνα του Κώστα και δεν την παρεξηγούσε πια. Έπειτα, ήταν ερωτευμένη με το γιο της από φοιτήτρια, είχε κάνει τόσο υπομονή να τον περιμένει και πλέον ήταν και βοηθός του στη δουλειά. Πίστευε ότι όπως κάθε μεγάλη γυναίκα και χήρα, έτσι και η κυρά-Μαρία έδειχνε υπερπροστασία για το παιδί της. Κι έτσι προσπερνούσε τα πάντα. Άλλωστε, και ο Κώστας τής είχε ζητήσει να μην ξεσυνερίζεται τη μάνα του. Είχε γεράσει, όπως έλεγε. Ήταν τυραννισμένη στη ζωή της και γι’ αυτό γινόταν αυστηρή και ιδιότροπη πού και πού. Κι η Ελένη συμμεριζόταν το κάθε τι. Ειδικά όταν εκείνος τής υποσχόταν γάμο και παιδιά, όνειρα για μια κοινή ευτυχισμένη ζωή… Όταν θα γινόταν ‘’κόρη’’ της κυρά-Μαρίας, όλα θα άλλαζαν. Θα ήταν σα μάνα της. Κι έτσι υποχωρούσε σε όλα: στις παραξενιές, στις προσβολές και στις αγενείς υποδείξεις ακόμα και μπροστά σε πελάτες και σχεδόν ποτέ με την υποστήριξη του Κώστα προς το πρόσωπό της. Τα άντεχε όλα, δούλευε σκληρά κι υπάκουε την κυρά-Μαρία.  Έτσι, το τρανζιστοράκι δεν το ξανάνοιξε ποτέ. Το τρανζιστοράκι σώπασε οριστικά.

Πέρασαν δύο χρόνια. Ήταν Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζανε και οι δυο τους. Αλλά γιορτάζανε χώρια. Η Ελένη είχε ήδη μετακομίσει στην Πάτρα, σ’ ένα σπίτι που χε κληρονομήσει από τη γιαγιά της κι είχε στήσει εκεί με δάνειο που πήρε απ’ την τράπεζα, ένα μικρό κατάστημα οπτικών. Ο Κώστας  πάλι, είχε επεκτείνει το μαγαζί στη Νέα Ιωνία ενοικιάζοντας και το διπλανό χώρο. Είχε μάλιστα παντρευτεί μια κοπέλα από το χωριό του, την Άννα. Η Άννα δεν ήταν συνάδελφός του αλλά είχε μεγάλη προίκα και κυρίως  την ενέκρινε η κυρά-Μαρία. Εκείνη μάλιστα τού την προξένεψε απομακρύνοντας βιαίως την Ελένη από κοντά του. Δεν ήταν αυτή για το γιο της. Ξεβράκωτη και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Απλά μια καλή υπάλληλος. Τι να το κάνεις; Δεν αρκεί! Η Ελένη εκείνη τη μέρα είχε ανέβει στο πατάρι του σπιτιού για να βρει ένα μικρό σάκο. Την επομένη θα ταξίδευε στην Αθήνα για δουλειές. Έπεσε πάνω σ’ ένα τρανζιστοράκι της γιαγιάς της. Παλιό, ξεχασμένο, όλο σκόνη. Θυμήθηκε το δικό της. Εκείνο στο μαγαζί του Κώστα, τότε. Αλήθεια, τι το κανε; Ούτε που θυμόταν.

Την άλλη μέρα βρέθηκε στην Αθήνα. Με μαύρα γυαλιά και  μαζεμένα τα μαλλιά, πέρασε έξω από το κατάστημα του Κώστα. Κοίταξε μέσα, η κυρά-Μαρία έλειπε. Είδε μόνο μια κοπέλα, καστανή με καρέ μαλλί. Μπήκε μέσα. Ζήτησε τον Κώστα με το μικρό του όνομα και έλαβε την απάντηση:

-Πείτε μου, εμένα. Εγώ είμαι η γυναίκα του Κώστα.

Η προφορά της ήταν βαριά. Το ένα της μάτι έκλεινε ελαφρώς ενώ η βέρα στο δεξί της χέρι λαμπύριζε εκτυφλωτικά. Τής ζήτησε συγγνώμη, δε θέλησε να αφήσει κάποιο μήνυμα και την αποχαιρέτισε χαμηλόφωνα.

Μαρίνα Αποστόλου

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013


Κριτική της Χριστίνας Μέλλιου για την ποιητική συλλογή της Μαρίνας Αποστόλου Νοτιάς.

Είναι το δεύτερο ποιητικό ταξίδι που ξεκίνησα παρέα με τους στίχους της Μαρίνας Αποστόλου. Ο Νοτιάς έφτασε στα χέρια μου αρκετά νωρίς. Όσο νωρίς, δηλαδή χρειάζονταν για να μπορώ να επιστρέφω σε αυτόν ξανά και ξανά. Γιατί τούτη η ποίηση δεν σε αφήνει να διακόψεις το ταξίδι…
Σε κάθε σελίδα, συναντά κανείς τη γνώριμη υψηλή αισθητική της ποιήτριας. Η οικεία της φωνή, πιο δυνατή, πιο φανερή, πιο σταθερή, πιο σίγουρη αυτή την φορά. Κάθε στίχος, κάθε στροφή μαρτυρά την άνοιξη μιας ωριμότητας που γεννάται με βάση το βίωμα και την αποκαλυπτική διάθεση των εμπειριών, αναφέρεται στην δημιουργία που εκφράζεται μέσα από την ίδια την ζωή, μιλά για τα χνάρια που αφήνει πίσω του κάθε τι που κομματιάστηκε και έγινε ποίηση ή έστω μια κάποια ανάμνηση, έτοιμη να καρποφορήσει και αυτή.
Εκεί, εστιάζεται και η καινοτομία του παρόντος έργου. Εάν το Θα περπατήσουμε μαζί μας οδήγησε στην ποίηση μέσα μας, ο Νοτιάς τολμά –το δίχως άλλο- και μιλά χωρίς ενδοιασμούς για την ποίηση μέσα στην ίδια την Μαρίνα.
«…Όσα δεν φτάσαμε
γίναν ποιήματα…»
μας λέει, δίνοντας μορφή και αφορμή στη δύναμη που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες, προκειμένου να παρουσιαστεί εμπρός μας.
Η δύναμη αυτή δεν είναι μια κάποια άγνωστη ουσία. Είναι η δύναμη μιας γυναίκας που δεν διστάζει να φανερώσει ό,τι η ίδια κρατά φυλαγμένο. Κάνει έτσι την αρχή σε μια αποκάλυψη που δεν υπόσχεται ότι θα είναι ούτε ανάλαφρη, ούτε διασκεδαστική.


Γιατί κάθε τι που τολμά να βγει στην επιφάνεια είτε ως παραδοχή
«Αόρατη παγίδα,
ήσουν καλά κρυμμένη, δε σε είδα,…»

είτε ως παράπονο
«Και πάλι συλλογιέσαι αυτά που δεν αλλάζουν
όλα εκείνα που τ’ οράματα σου επισκιάζουν…»,

είτε ως αναπόφευκτο
«Πάρε λοιπόν τη θέση που η μοίρα σου ορίζει,
στάσου στην σκοτεινή γωνιά που σου αξίζει…»

κουβαλάει μαζί του ένα κομμάτι ψυχής που δεν ανέπνευσε. Και αυτό απαιτεί ετοιμότητα και θάρρος, γιατί μέσα του υπάρχει καλά κρυμμένος ένας μεγάλος πόνος.
Η Μαρίνα Αποστόλου, όμως, τολμά! Τολμά και αποτυπώνει στο χαρτί ιδέες, ψυχή, εικόνες, φόβο, αγωνίες. Όλα όσα εμείς ίσως και να μην θελήσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε στον εαυτό μας, πόσο μάλλον να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν. Ακολουθώντας όμως, το ένστικτό της, και ενώ πραγματικότητες υπάρχουν πολλές, εκείνη τολμά, παραδέχεται και αποδέχεται την μια, αιώνια και άχρονη αλήθεια. Αυτή είναι η επιλογή της. Σε αυτή την αλήθεια μας οδηγεί ο Νοτιάς της. Είναι η αλήθεια που κάποια στιγμή θα γίνει ο καθρέφτης μας. Είναι ο πόνος, που πριν γίνει συνείδηση πρόλαβε και έγινε στίχος.

Νέα Σμύρνη,
Ιούλιος 2012.