Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ''ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ'' ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ ΞΥΔΗ, ΟΣΕΛΟΤΟΣ 2012


Το βιβλίο ‘’Σε ελεύθερη πτώση’’ είναι το δεύτερο συγγραφικό πόνημα της Κάκιας Ξύδη. Μυθιστόρημα στο είδος όπως και το ‘’Ταξίδι στην ομίχλη’’ πατάει πάνω σε αληθινά βιώματα, αναμνήσεις και εμπειρίες της συγγραφέως, διανθίζεται με στοιχεία μύθου και συμπληρώνεται ή διορθώνεται με τη βοήθεια αγαπημένων της προσώπων.
Πολύ πριν ανοίξουμε το βιβλίο, έχουμε ήδη προαισθανθεί το περιεχόμενό του. Τόσο ο τίτλος, όσο και το εξώφυλλο, μας προϊδεάζουν προσκαλώντας μας να εικάσουμε τι είναι ή τι μπορεί να είναι αυτό για το οποίο θα μας μιλήσει η Κάκια μέσα από τις σελίδες της. Τι εννοούμε λέγοντας ‘’ελεύθερη πτώση’’; Μήπως για ένα λεπτό η εν λόγω έννοια μας παραπέμπει στην επιστήμη της φυσικής; Ελεύθερη πτώση είναι η ευθύγραμμη ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση ενός σώματος όταν το αφήσουμε να πέσει από κάποιο ύψος και η μόνη δύναμη που ενεργεί σ’ αυτό είναι το βάρος του, το οποίο θεωρείται σταθερό. Η αντίσταση του αέρα θεωρείται αμελητέα και η ελεύθερη πτώση επακριβώς πραγματοποιείται μόνο στο κενό…
Μόνη δύναμη το βάρος, αμελητέα αντίσταση, κενό… Κάπως έτσι δε νιώθουμε και στη ζωή μας όταν πέφτουμε από κάποιο ύψος, πάμε χαμηλά, χωρίς καμιά αντίσταση, βρισκόμαστε στο κενό, αβοήθητοι, παραδομένοι κι αβέβαιοι για το αν τελικά θα σταματήσει η κάθοδός μας;
Άνω τελεία στον πρώτο μας προβληματισμό. Προβληματισμός δεύτερος. Τι βλέπουμε στο εξώφυλλο; Βλέπουμε μια νέα και όμορφη κοπέλα με φτερά… που κρατάει στα χέρια της μια άλλη πολύ πιο μικρή αλλά ολόιδια με αυτή κοπέλα… Σουρεαλιστική έμπνευση της εικονογράφου ή συμβολική απεικόνιση της σχέσης δύο γυναικών; Μάνας και κόρης ίσως; Νέας γυναίκας που επιθυμεί ένα δικό της παιδί; Η’ νεράιδες βγαλμένες από κάποιο παραμύθι;
Ξεκινάμε την ανάγνωση. Στην πρώτη σελίδα συναντάμε ένα συγκινητικό ποίημα, λιτά αλλά βαθιά συναισθηματικά γραμμένο. Χωρίς καν να αναφέρεται η λέξη ‘’μάνα’’ ή ‘’μαμά’’ όλοι μας καταλαβαίνουμε ότι είναι αφιερωμένο στη μητέρα που δε ζει πια… Ίσως κάπου εκεί, τόσο αρχικά, βουρκώνουμε αλλά συνεχίζουμε. Κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος η Βασιλική ή Βάσω ή Βύκη όπως θα δούμε προοδευτικά στο κείμενο. Μια γυναίκα στο πρόσωπο της οποίας οι περισσότερες γυναίκες, στην Ελλάδα τουλάχιστον, θα αναγνωρίσουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και μια γυναίκα με την οποία θα ταυτιστούν σε πολλές φάσεις της ζωής της που περιγράφεται μέσα στο βιβλίο. Ποια γυναίκα αλήθεια δεν έχει κατά βάθος μια σχέση αγάπης και ταυτόχρονου μίσους με τη μητέρα της; Ποιες γυναίκες δε γνώρισαν άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο ανάλογα με την εποχή και την περιοχή, το συντηρητισμό, τα ταμπού, τον αυταρχισμό, το ρατσισμό και την καταπίεση από την οικογένειά τους; Πόσες όμως δεν πάλεψαν για ένα καλύτερο μέλλον, για μια διάκριση όπως η ηρωίδα μας, για μια κοινωνική καταξίωση και τέλος, δυστυχώς, πόσες δεν προδόθηκαν, δηλητηριάστηκαν από ψεύτικες υποσχέσεις και εγκατάλειψη πραγματοποιώντας πολλές φορές ελεύθερη πτώση στη ζωή τους;
Πώς είναι η στιγμή που μια γυναίκα χάνει τη μητέρα της; Τουλάχιστον σκληρή. Έστω κι αν αυτή η μητέρα υπήρξε αυταρχική στα πλαίσια της υπερπροστασίας. Έστω κι αν έκανε συστηματικές διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα των τριών παιδιών της: των δύο αγοριών και του ενός κοριτσιού της. Μας θυμίζει ίσως κάτι από τον Πρίγκιπα της Παλίρροιας; Θα μπορούσε κανείς να πει ναι, ίσως όχι στην ίδια τραχιά εκδοχή αλλά ναι, ειδικά σε σημεία που το παρελθόν απρόσκλητο πάντα έρχεται να ρίξει την ύπουλη μαχαιριά του στο παρόν. Όσοι έχουν δει την ταινία, αντιλαμβάνονται περισσότερα.
Χωρίς να σκοπεύω να σας κουράσω περισσότερο, θα ήθελα να σταθώ σε δύο ακόμη σημεία: πρώτον στην εξαιρετικότατη τεχνική της Κάκιας η οποία εντυπωσιάζει πραγματικά. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται σαν κινηματογραφική ταινία, το πέρα-δώθε στο χρόνο μάς γοητεύει σαν άρωμα μεθυστικό χωρίς καθόλου να μας κάνει να χάνουμε τον ειρμό, ενώ η χρήση ενίοτε του πρώτου κι ενίοτε του τρίτου προσώπου κάθε άλλο παρά μονότονη καθιστούν την αφήγηση και την πλοκή. Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι το σημειολογικό παιχνίδι της συγγραφέως με τα ονόματα των δύο βασικών ηρωίδων: Δικαίου το επώνυμο της Βασιλικής, δικαστικός στο επάγγελμα που πάντα φρόντιζε να αποδίδει δικαιοσύνη ενώ από την ίδια τη ζωή αδικούνταν συστηματικά και κατάφωρα μέχρι όμως την τελική της δικαίωση και Δωροθέα το όνομα της μαμάς της το οποίο δίδεται στο τέλος στην κόρη της ανιψιάς της, σ’ ένα μωρό που δεν είναι παρά μόνο δώρο στη ζωή αυτών που το αγαπούν.
Στην ελεύθερη πτώση βλέπουμε μια Κάκια Ξύδη που έχει ωριμάσει συγγραφικά. Ο λόγος της είναι ρέων, πυκνός και περιγραφικός και το ύφος της αισθητά εξελιγμένο. Καλή επιτυχία και καλή συνέχεια, Κάκια μου!


Μαρίνα Αποστόλου


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Από τις εκδόσεις ΣΑΪΤΑ
www.saitapublications.gr 

Θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις με θέμα τις μεταμοσχεύσεις στην Ελλάδα. Πλοηγηθείτε στο site των εκδόσεων για ελεύθερη ανάγνωση.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

‘’Ο ένας έχουμε ανάγκη τον άλλο’’… πόσο κλισέ φράση, πόσο χιλιοειπωμένη και πόσο ανεφάρμοστη τελικά! Πόσο ενημερωμένοι είμαστε για τις μεταμοσχεύσεις στην Ελλάδα; Πόσο τραγική είναι η αλήθεια γύρω από το συγκεκριμένο θέμα στη χώρα μας; Δαιμονοποίηση, ταμπού και εσωστρέφεια μέχρι το ‘’κακό’’ να χτυπήσει τη δική μας πόρτα κι εκεί να δούμε πόσο πονάει στην πράξη η μη ουσιαστική κατανόηση της υπαρκτής αμοιβαίας ανάγκης.
Ελλάδα, 2012. Ατελείωτες λίστες αναμονής για μόσχευμα. Νοοτροπία που δε λέει να αλλάξει. Τι γίνεται όμως στο τέλος και πόσο ακριβά πληρώνουμε το τίμημα της πνευματικής μας ακαμψίας;

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Κριτική παρουσίαση του θεατρικού έργου DEAD END: Μητροπολιτικό Ψυχόδραμα σε Τρεις Πράξεις του Ν.Γ. Λυκομήτρου




Η πρώτη μου αναγνωστική επαφή με το θεατρικό κείμενο DEAD END: Μητροπολιτικό Ψυχόδραμα σε Τρεις Πράξεις του Ν.Γ. Λυκομήτρου έγινε πριν δύο χρόνια περίπου (αν δε με απατά η μνήμη μου) με ένα τρόπο λιγάκι ανάποδο… Πλοηγούμενη στο ηλεκτρονικό περιοδικό vakxikon.gr (του οποίου και οι ηλεκτρονικές εκδόσεις παρουσιάζουν το εν λόγω έργο) ανάμεσα σε ποιήματα, συνεντεύξεις και κριτικές παρουσιάσεις βιβλίων, ανακάλυψα και τη δημοσίευση ενός θεατρικού έργου. Ήταν το δεύτερο μέρος του ‘’DEAD END:Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις’’. Το ρούφηξα με μιας και αναζήτησα αμέσως το τεύχος που φιλοξενούσε το πρώτο. Ήθελα διακαώς να μάθω πώς ξεκίνησε η θλιβερή περιπέτεια του Tristan
Αν ήμουν άντρας ίσως να μου έλεγε πιο πολλά το κείμενο αυτό καθώς ο βασικός ήρωας ανήκει στο ισχυρό φύλο… Αν και παρουσιάζεται αρκετά αδύναμος ως χαρακτήρας, θα έλεγα. Ως γυναίκα πάλι, αναγνωρίζω μέσα στο κείμενο του Νίκου ένα βαθύ ρεαλισμό ως προς το χαρακτήρα των αντρών και την ακρότητα πολλές φορές της συμπεριφοράς τους και στάσης τους προς τη ζωή: οι κυνικοί και βολεμένοι αφενός και οι απόλυτα συναισθηματικοί και εύθραυστοι αφετέρου.
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή: ο Tristan, ένας ρομαντικός Ελληνογάλλος, αφήνει το Παρίσι και έρχεται να εγκατασταθεί στο πατρικό του σπίτι στην Αθήνα. Δεν εργάζεται προς το παρόν και το μόνο που τον ευχαριστεί είναι να γράφει ποιήματα. Μόλις δύο μέρες από την άφιξή του, ο Βασίλης, φίλος του από τα παλιά, χαρακτήρας κυνικότατος, γυναικάς και θρασύς, του τηλεφωνεί και του προτείνει συνάντηση. Πηγαίνουν σε ένα στριπτιτζάδικο όπου κορίτσια του πρώην ανατολικού μπλοκ χορεύουν και κάνουν παρέα (και όχι μόνο) στους πελάτες. Εκεί ο Tristan γνωρίζει τη Στέλλα, μία εντυπωσιακή Μολδαβή την οποία και ερωτεύεται. Στο μεταξύ, στη ζωή του Tristan υπάρχει πάντα ο στόχος να δει τα ποιήματά του τυπωμένα στο χαρτί από κάποιο εκδοτικό οίκο. Οι υποσχέσεις πολλές αλλά καμιά δε λέει να πραγματοποιηθεί με αποτέλεσμα την απογοήτευση του πρωταγωνιστή. Η μητέρα του Tristan με την οποία ο ήρωας έχει τηλεφωνική επικοινωνία, δε δείχνει να πιστεύει ιδιαίτερα στο ταλέντο του και ονειρεύεται για αυτόν μια ζωή αρκετά πιο συμβατική με μόνιμη σύντροφο και σταθερή εργασιακή απασχόληση. O Tristan εξομολογείται τα συναισθήματά του στη Στέλλα και συγχρόνως της προτείνει να εργαστεί ως πωλήτρια ρούχων προκειμένου ξεφύγει από τον κόσμο της νύχτας. Εκείνη αντιμετωπίζει τον Tristan με επιφύλαξη και φόβο αλλά και με μια κρυφή χαρά την οποία εκφράζει μόνο στη συνάδελφό της από το μαγαζί. Ο φόβος της οφείλεται στο Νίκο, το αφεντικό της, ο οποίος κρατά το διαβατήριό της, την απειλεί με αποπομπή στην επαρχία ενώ έχει από αυτήν σεξουαλικές απαιτήσεις. Κάποια στιγμή, ο Tristan πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο όπου διαμένει η Στέλλα, την ‘’τσακώνει’’ την ώρα της ερωτικής περίπτυξής της με το Νίκο και αηδιάζει. Όλα καταρρέουν μέσα του. Όταν την ξανασυναντά είναι οπλισμένος με το πιστόλι που είχε αφήσει ο αποθανών πατέρας του στο σπίτι και το οποίο η μητέρα του τού είχε ζητήσει να ξεφορτωθεί. Η Στέλλα, έχοντας αποδεχτεί τη μοίρα της, του εξηγεί πώς έχει η κατάσταση με το αφεντικό της, ο Tristan τη σημαδεύει με το όπλο του αλλά τελικά στρέφει το πιστόλι προς τη μεριά του δίνοντας τραγικό τέλος στη ζωή του.
Αξίζει να σχολιαστεί το επώνυμο που φέρει ο Tristan (Ténébreux) που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει ‘’σκοτεινός’’. Έχουμε να κάνουμε με ένα σημειολογικό παιχνίδι του συγγραφέα; Πιθανόν, καθώς ο βασικός ήρωας περνά την τελευταία φάση της ζωής του σε χώρους σκοτεινούς (στριπτιτζάδικο, φτηνό ξενοδοχείο με εκδιδόμενες γυναίκες) αλλά και γενικότερα ένα σκοτάδι σκεπάζει και πνίγει τα όνειρά του και ό, τι του δίνει χαρά (η ποίηση, η Στέλλα…)
Εμπόριο λευκής σαρκός, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, απαξίωση της γενιάς των νέων λογοτεχνών, κυνισμός, άθλιος συμβιβασμός και αδιέξοδη αποδοχή της μοίρας είναι οι βασικότερες έννοιες-φαινόμενα που συνθέτουν το παζλ του DEAD END: Μητροπολιτικό Ψυχρόδραμα σε Τρεις Πράξεις. Στο πρόσωπο του Tristan αναγνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι συγγραφείς την αγωνία για έκδοση του πνευματικού πονήματός τους καθώς και το πικρό συναίσθημα της απόρριψης από τον εκάστοτε εκδότη που δε ρισκάρει ούτε στο τόσο προωθώντας έναν καινούργιο λογοτέχνη. Με τη Στέλλα πάλι ταυτίζονται όλες οι γυναίκες που εκπορνεύονται προκειμένου να ζήσουν την οικογένειά τους με τρόπο αποτελεσματικό και άμεσο ζώντας σε ένα ταπεινωτικό τέλμα.
Η κατάληξη του Tristan και το DEAD END που αποφασίζει να δώσει εν βρασμώ ψυχής μοιάζει αντίδραση υπερβολική και προϊόν ανεξέλεγκτου παρορμητισμού ή και μηδενισμού θα έλεγε κανείς κρίνοντας τον ήρωα ακόμα πιο αυστηρά. Ωστόσο, ο κάθε αναγνώστης παραδέχεται ότι αν ο καθένας από εμάς ήταν το ίδιο ιδεαλιστής με τον Tristan, θα ζούσαμε σε μια κοινωνία όπου όλες οι παραπάνω παθογένειες δε θα υπήρχαν αμαυρώνοντας τη μοναδική ευκαιρία που έχουμε όλοι για την ευτυχία: την ίδια τη ΖΩΗ.
Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος σε ένα έργο της ύστερης νιότης του όπως λέει και ο ίδιος, πραγματοποιεί το πρώτο του θεατρικό τόλμημα και κάνει ανοιχτή πρόσκληση σε όποιον πιστό σκηνοθέτη να προσέλθει με σκοπό την ενσάρκωσή του στο σανίδι. Καλή επιτυχία λοιπόν και καλή συγγραφική συνέχεια!

Επικοινωνία με το Ν.Γ. Λυκομήτρο στο: damocleanswordoftime@gmail.com

της Μαρίνας Αποστόλου

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Δημοσίευση στο περιοδικό Chimeres τ.24, σελ. 40


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΚΑΡΟΤΣΙ

Καλησπέρα, καλησπέρα!... Κάπως έτσι δε χαιρετά τους τηλεθεατές του ο Θεοδωράκης κάθε Κυριακή στο ξεκίνημα της εκπομπής του; Κάπως έτσι νιώθω την ανάγκη να αρχίσω κι εγώ τη συγγραφή αυτού του … κειμένου, άρθρου, διηγήματος; Δεν ξέρω. Η διάθεσή μου υφαίνεται από μια ποικιλία συναισθημάτων… δημοσιογραφικών, συγγραφικών… απλά ανθρώπινων…
Ο φακός της δικής μου ‘’εκπομπής’’ επισκέπτεται το κέντρο της Αθήνας. Ένα κέντρο που μεταμορφώνεται (έτσι δε λένε όλοι;). Πολύπαθο, γεμάτο εικόνες… Κι είναι βράδυ… Σάββατο βράδυ. Κι είμαστε ‘’πολύ’’ κέντρο, πιο κέντρο δεν πάει. Οδός Ηπείρου. Στο ύψος περίπου της Αχαρνών. Κάπου εκεί. Τι κάνουμε όμως εκεί; Α, ναι! Είχαμε πάει σινεμά. Ναι, είναι Απρίλης. Έχει φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου. Ναι, είδαμε μια πολύ καλή ταινία. Τη ‘’μαύρη Αφροδίτη’’. Περιέγραφε την οδύσσεια μιας μαύρης από το Κέιπ Τάουν στην Ευρώπη. Την εκμετάλλευση και τον εξευτελισμό μέχρι το θάνατο σε νεαρή ηλικία και τη δικαίωση στην πατρίδα της πολλά χρόνια μετά τη φυγή της…
Ώρα 11μιση το βράδυ. Έχουμε φάει και μια κρέπα. Αλμυρή. Με τυρί, μανιτάρια… Επιστρέφουμε σπίτι. Κοιτάμε… έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Παρατηρούμε. Κι όχι μόνο. Γινόμαστε μάρτυρες. Θλιβερές εικόνες. Λες ότι θες να κλείσεις τα μάτια. Λες ότι δε θες να περνάς από εκεί. Για να μη βλέπεις. Για να μη χαλάει η αισθητική σου. Ξέρω, δε σας λέω κάτι καινούργιο. Ξέρω, αυτό το γραπτό δε θα προσθέσει κάτι στη γνώση σας περί πραγματικότητας. Εξάλλου, δεν είστε τυφλοί. Όμως…
Όμως, αν ήμουν φωτογράφος θα έβγαζα αμέτρητες φωτογραφίες από εκεί. Έγχρωμες, ασπρόμαυρες ίσως (ίσως να ταν καλύτερες ως ντοκουμέντο). Σταματάμε στο φανάρι. Είναι κόκκινο. Αριστερά μου ένας κάδος. Κάδος σκουπιδιών. Τιγκαρισμένος. Νομίζω έχουν απεργία τα απορριμματοφόρα. Μεγάλη τύχη. Ξεχειλίζουν κάθε είδους πεταμένα πράγματα. Σίδερα, μπουκάλια, ρούχα. Μισοφαγωμένα τρόφιμα. Άλλα είδη είναι χωμένα πιο μέσα. Δεν είναι ορατά. Δίπλα του ένας αλλοδαπός. Πού το ξέρω; Δεν είναι σαν εμάς. Έχει άλλο χρώμα δέρματος. Δεν είναι ντυμένος όπως όλοι. Θα ναι δε θα ναι καμιά τριανταπενταριά. Φοράει κι ένα σκουφί μπορντό. Κάπως έτσι. Σκούρο κόκκινο, βαθύ. Και δεν είναι μόνος του. Έχει και παρέα. Ένα παιδί. Ένα μικρό παιδί… μάλλον είναι το παιδί του. Το παιδί που προστατεύει, που δεν έχει πού να το αφήσει αλλά και το παιδί που του κάνει παρέα. Δεν το κρατάει από το χέρι. Δεν το χει αγκαλιά. Το χει σε ένα καρότσι… Όχι, όχι, όχι! Μην πάει το μυαλό σας σε κανένα καρότσι από κατάστημα παιχνιδιών ή ειδών μπεμπέ… Άνετο, απαλό, με τρία ή τέσσερα ροδάκια ανάλογα τη μόδα κι ένα παιχνίδι να αιωρείται από πάνω για να το διασκεδάζει, για να το κάνει να μην κλαίει… και μέσα από πάνω από το κορμί του μια ζεστή κουβέρτα, γαλάζια πιθανόν καθότι αγόρι, να το ζεσταίνει για να μην κρυώνει. Δεν ήταν τέτοιο το καρότσι. Ήταν καρότσι του σούπερ μάρκετ! Ακριβώς! Ένα τέτοιο μικρό καρότσι. Αυτό που βρίσκουμε στην είσοδο των μεγάλων αυτών καταστημάτων και υπεργεμίζουμε μέχρι να κρατάμε με δυσκολία τα ψώνια στο ταμείο για να μην πέσουν στο πάτωμα (ή τουλάχιστον έτσι κάναμε μέχρι πρότινος!). Πού το βρήκε άραγε; Το έκλεψε; Το βρήκε παρατημένο; Ποιος ξέρει!
Μέσα σ’ ένα τέτοιο λοιπόν καρότσι είχε βάλει το παιδί του… Κι εκείνο χοροπηδούσε! Πάνω κάτω… Μελαμψό κι αδύνατο. Χοροπηδούσε. Κι ο μπαμπάς του έψαχνε… έψαχνε με περισσή προσοχή τι μπορούσε να συλλέξει από τον κάδο. Τι ήταν σχετικά αξιοποιήσιμο… Αναζητούσε… Διάλεγε… Κι ό, τι καλό έβρισκε, όπως για παράδειγμα γυάλινα μπουκάλια που πουλιούνται κι είναι ένα κέρδος σε ρευστό, θα το τοποθετούσε στο καρότσι. Ήταν η συγκομιδή του. Και μετά θα τράβαγε για το… σπίτι του; Νοίκιαζε κάπου ή ήταν άστεγος; Κι αν ήταν άστεγος, ήταν και το παιδί στο καρότσι επίσης.
Το φανάρι άναψε. Φύγαμε. Φύγαμε για το σπίτι μας. Τα είδαμε όλα και άναψε το φανάρι και φύγαμε έτσι απλά. Και κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία μας. Το… κείμενο που λέγαμε πριν. Το τέλος είναι κάπου εδώ, για εμάς. Γιατί οι άλλοι έμειναν να συνεχίζουν και ποτέ δε μάθαμε τι απέγινε το παιδί στο καρότσι.
Είναι η στιγμή που σας αποχαιρετώ, η στιγμή που θα πω το μελαγχολικό ‘’καλό σας ξημέρωμα’’ που λέει κι ο δημοσιογράφος στο κλείσιμο κάθε κυριακάτικης εκπομπής του.  Εκεί όπου η ώρα έχει περάσει, το κορμί έχει ξαπλώσει στο στρώμα γιατί το περιμένει πρωινό ξύπνημα ενώ οι σκέψεις έχουν ανακατέψει περίεργα το μυαλό. Κι εκεί έρχεται το επισφράγισμα με το αποτελειωτικό ‘’καλό σας ξημέρωμα’’.
Καλό σας ξημέρωμα, λοιπόν… 

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012


Φθινόπωρο στην Αθήνα

Η γκρίζα πόλη άνοιξε θαρρείς τα δυο φτερά της
φθινόπωρο να υποδεχτεί μέσα στην αγκαλιά της.
Κίτρινα φύλλα δε θα βρεις, δέντρα εδώ δεν έχει
μονάχα λάκκους με νερό σαν αρχινάει να βρέχει.

Κόσμος παντού παράλογος, τρέχει ποτέ δε φτάνει
ατέλειωτος κατάλογος ανθρώπων σε καζάνι.
Βράζουνε όλοι τους μαζί, κοχλάζουν και φουσκώνουν
άθλια βασανίζονται ώσπου στο τέλος λιώνουν.

Μελαγχολία μου γλυκειά, πώς με διακατέχεις
μες την Αθήνα τη μαβιά στη μοναξιά ενέχεις.
Τα θέατρά της καρτερώ, τις πρώτες παραστάσεις
που ναι για την ψυχαγωγία μου ιδανικές προτάσεις.

Υγρή ανατριχίλα περνάει κι ηλεκτρίζει
μια νύχτα στο Λυκαβηττό, στα Εξάρχεια και στου Γκύζη.
Απέραντος ξενώνας για κάθε επαρχιώτη
και ξένο μετανάστη φτωχό και τυχοδιώκτη.

Η γκρίζα πόλη άνοιξε θαρρείς τα δυο φτερά της
φθινόπωρο να ρθει ξανά μέσα στα σωθικά της.
Κίτρινα φύλλα δε θα δεις, πράσινο εδώ δεν έχει
μονάχα λάσπες και νερά φέρνει η βροχή σαν πέφτει.

Από την ποιητική συλλογή ''ΝΟΤΙΑΣ'', εκδόσεις Οσελότος Απρίλιος 2010

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012


Η λατέρνα

Σουρούπωσε
κι ο ουρανός κοκκίνισε
και δρόσισε
κι όμορφα μύρισε το απόγευμα στο λιμάνι
και η πλατεία κόσμο γέμισε
φωνές και γέλια από παιδιά
κι οι δίσκοι με τα φλιτζάνια και τα ποτήρια
συνεχόμενα έκαναν δρομολόγια
από τα τραπεζάκια στην κουζίνα και πάλι πίσω
Κι εκεί, εκεί που το καλοκαίριασμα γλύκαινε όλο το νησί*
εκεί, εκεί η λατέρνα εμφανιζόταν με την κλαμένη της μελωδία
στολισμένη, όπως πάντα, με πολύχρωμα γαρύφαλλα και φωτογραφίες
κι η ιαχή της πόνο μαρτυρούσε και παράπονο δήλωνε
και μήτε τα γέλια μήτε οι ομιλίες μήτε οι παιδικές φωνές μπορούσαν να τη σβήσουν, ούτε καν να την καλύψουν
Κι αρκούσαν, τα πέντε λεπτά που δίπλα σου στεκόταν, αρκούσαν για να σου σκίσουν την καρδιά και να σου θυμίσουν ό, τι  πιο μελαγχολικό σε σταύρωσε
Και μετά απ’ αυτό έφευγε… έτσι, νικήτρια, δαφνοστεφανωμένη από τη λύπη
Κι εσύ, εσύ έμενες πίσω αμίλητος κι ανέκφραστος και να θελες, αδύνατο να της ξεφύγεις
Καθόσουν βιδωμένος στην καρέκλα σου, παγωμένος καθότι άοπλος
Τίποτα δεν άκουγες πια
Μόνο έβλεπες τη λατέρνα να ξεμακραίνει πηγαίνοντας αλλού να τιμωρήσει
Να θυμίσει, να πονέσει…
Είχε πια νυχτώσει.

*Κάλυμνος

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Άγιος Νικόλαος Καλύμνου
φωτογραφία: Μαρίνα Αποστόλου
                                                       
Τα παιδάκια παίζουν στον Άγιο Νικόλαο

Απόγευμα Σαββάτου
δεκεμβριανό
Ο ήλιος πάει για να γείρει
Στης εκκλησιάς το προαύλιο παίζουν
τα παιδάκια ξέγνοιαστα
την μπάλα τους κλωτσούν ανέμελα
να πάει ψηλά, να πάει μακριά
Φωνάζουνε «Γεια σου δασκάλα!»
καθώς με βλέπουν να περνώ

Ο ήλιος πάει για να χαθεί μα
τα παιδάκια εκεί                                                                                            
στου προστάτη τους την εκκλησιά μπροστά
περιφρονώντας έναν κόσμο που αλλάζει
προς το χειρότερο
Δεν παραλείπουν ποτέ να με χαιρετήσουν
«Γεια σου δασκάλα!»
Το λ τους παχύ
Το α τους το στόμα χορταίνει
Το πρόσωπό τους αθώο
Το ύφος τους αυθόρμητο και παρορμητικό
αυθεντικό

Τα παιδάκια παίζουν στον Άγιο Νικόλαο
τούτο το απόγευμα το δεκεμβριανό…

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Με αφορμή το στίχο του Οδυσσέα Ελύτη:
 ''Κάνε ένα άλμα πιο γρήγορο απ' τη φθορά'' 
δημοσίευση στο περιοδικό Chimeres τ.23





Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Για 5η συνεχή χρονιά διοργανώνεται το καλλιτεχνικό φεστιβάλ ARTogether με τη στήριξη του Bankit. Συμμετέχοντες από κάθε χώρο (θέατρο, ποίηση, ζωγραφική, φωτογραφία, τραγούδι κτλ) πρόκειται να πάρουν μέρος στη διοργάνωση που θα λάβει χώρα στις 3, 4 και 5 Ιουλίου 2012 στον πολυχώρο ''6 dogs'' στο Μοναστηράκι. Το αναλυτικό πρόγραμμα του φεστιβάλ αναμένεται περίπου στις 20 Ιουνίου. Ανάμεσα στα κείμενα που θα παρουσιαστούν θα είναι και ''οι Αποθηκάριοι'', θεατρικό μονόπρακτο της Μαρίνας Αποστόλου. Όλα τα κείμενα θα είναι τυπωμένα σε ειδικά βιβλιαράκια και εκτεθειμένα προς ανάγνωση για όλους τους παρευρισκόμενους.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Δημοσίευση του ποιήματος ''Ένα άλμα'' στο περιοδικό Chimeres τ. 23

ένα άλμα [μαρίνα αποστόλου]

Μεγάλε ποιητή* της χώρας μου
Κρατώ τα λόγια σου σα φυλαχτό
Σαν παρακαταθήκη, σα φάρο φωτεινό
Να σπεύσω πρέπει πριν απ’ τη φθορά
που γεννάει του μυαλού η κακομοιριά
Μα πες μου, τη δύναμη πού θά βρω;
Πού θά βρω τη δύναμη τόσα πολλά να υποστώ;
Αλώβητος να μείνω αφού με όλους συγκρουστώ;
Ακέραιος και συμπαγής και δυνατός να παραμείνω
Και στις αξίες μου και στα ιδανικά που μου δωσαν να επιμείνω
Μεγάλε ποιητή, το μήνυμά σου θέλω παντού να διαδώσω
Μα πες μου, πώς στη σαρκοβόρα τη φθορά να μην ενδώσω;
Πώς όρθιος να κρατηθώ; Τα όνειρά μου να μην θανατώσω;
Και πόσο πρέπει να αγωνιστώ; Πώς να μη βαλτώσω;
Τη συμβουλή σου ακολουθώ όσο κι αν με φοβάμαι
Την προτροπή σου θα νοιαστώ, τα πόδια μου κανένανε δεν προσκυνάνε

*Οδυσσέας Ελύτης

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Σχολιασμός των Αποθηκάριων από το Ν.Γ. Λυκομήτρο

Μετά το θεατρικό σκετς με τίτλο «Στην Αντίπερα Όχθη», όπου η Μαρίνα Αποστόλου παρουσίασε τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης σε μία μεσοαστική ελληνική οικογένεια, η συγγραφέας και ποιήτρια επιστρέφει με το θεατρικό μονόπρακτο «Οι Αποθηκάριοι», στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται δύο εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. 

Ο Γιάννης και ο Θανάσης, δύο φίλοι και συνάδελφοι, εργάζονται ως αποθηκάριοι σε super market. Έχουν «πατήσει» τα σαράντα και είναι παντρεμένοι με δύο παιδιά έκαστος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του έργου, τούς παρακολουθούμε να κουβεντιάζουν σ’ ένα διάλειμμα από τη δουλειά και να ξεδιπλώνουν το μικροαστισμό, το ρατσισμό, τη φαλλοκρατία και, γενικώς, τις χειρότερες πλευρές του χαρακτήρα τους.

Υιοθετώντας μία νατουραλιστική αφήγηση και ρεαλιστικούς διαλόγους, η Μαρίνα Αποστόλου παρουσιάζει δύο χαρακτήρες χωρίς φτιασίδια, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Η προσέγγισή της φέρνει στο νου την άποψη που διατυπώνει ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι». Οι δύο συνάδελφοι κατηγορούν όλους εκτός από τον εαυτό τους για τα προβλήματά τους. Οπωσδήποτε βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα και σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον αλλά αδυνατούν να σκεφτούν τα πράγματα πέρα από το μικρόκοσμό τους και ν’ ασκήσουν οποιαδήποτε αυτοκριτική. Ο ένας από αυτούς τρέφει ένα μικροαστικό όνειρο απόδρασης από τη μισθωτή εργασία, το οποίο τον κρατά «ζωντανό» στην καθημερινότητα της αποθήκης και των οικογενειακών υποχρεώσεων. Ο άλλος, πιο πραγματιστής, αντιλαμβάνεται ότι οι προσδοκίες του φίλου του δεν είναι ρεαλιστικές και του ασκεί κριτική, έχοντας, όμως, ιδιοτελείς σκοπούς.

Η αλληλεγγύη είναι μια έννοια άγνωστη και στους δύο. Παρότι τους ενώνει ο κοινός εργασιακός χώρος, η αγάπη για την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα και παρόλο που, ουσιαστικά, «βράζουν» στο ίδιο καζάνι, ο ατομικισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και των δύο. Με άλλα λόγια, χωρίς ίχνος ταξικής συνείδησης και διαψεύδοντας τις προσδοκίες αυτών που οραματίζονται την κοινωνική αλλαγή, οι δύο εργάτες κοιτούν αποκλειστικά τον εαυτό τους και, μάλιστα, ο ένας από αυτούς ετοιμάζεται να προδώσει τον άλλον.

Η εξέλιξη της πλοκής οικοδομείται γύρω από την προσπάθεια του Θανάση να «υφαρπάξει» τη γυναίκα του Γιάννη, συντρίβοντάς τον και επαγγελματικά, αφού έχει φροντίσει να «διαρρεύσει» στο αφεντικό τους ότι ο υποτιθέμενος καλός του φίλος και συνάδελφος δεν είναι και τόσο επιμελής στα καθήκοντά του. Μέσα από τους διαλόγους των δύο μαθαίνουμε ότι ο Γιάννης παραμελεί τη γυναίκα του, την κακομεταχειρίζεται, ενώ δεν παραλείπει να έχει «περιπέτειες» με άλλες γυναίκες. Ο ίδιος θεωρεί ότι έχει κάθε δικαίωμα να συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς είναι συνεπής στις οικονομικές και, εν μέρει, στις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Όμως, κι ο κρίνων δεν είναι καλύτερος. Παρόλο που σωστά επισημαίνει την απαράδεκτη συμπεριφορά του φίλου του, ο Θανάσης έχει ήδη συνάψει δεσμό με τη γυναίκα του και ετοιμάζεται για το «μεγάλο κόλπο», δηλ. να μεθοδεύσει την απόλυση του Γιάννη από τη δουλειά και το χωρισμό του από τη γυναίκα του. 

Το σχέδιο μπαίνει στο τελικό του στάδιο όταν το αφεντικό καλεί το Γιάννη στο γραφείο του και του ανακοινώνει την απόλυσή του. Ο Γιάννης χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, χωρίς να υποψιάζεται τι άλλο πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Από ένα λάθος του Θανάση, ο Γιάννης αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα του τον απατά με τον καλύτερό του φίλο και τότε οι μάσκες «πέφτουν». Ο Θανάσης, μην έχοντας άλλη επιλογή πλέον αλλά και με μια έντονη δόση κυνισμού, παραδέχεται τα πάντα και επιτίθεται φραστικά στο συνάδελφό του. Καθώς οι δυο τους καβγαδίζουν, ξεσπά φωτιά και τότε διαπιστώνουν ότι έχουν εγκλωβιστεί στην αποθήκη. Όσα έχουν προηγηθεί μοιάζουν πλέον ασήμαντα. Όλες οι προσπάθειές τους να ξεφύγουν από το θάνατο αποβαίνουν άκαρπες και, μοιραία, χάνουν τη ζωή τους. Όπως αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας στο σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου:

«Η τραγική τους κατάληξη μπορεί να λάβει τόσο κυριολεκτικό όσο και αλληγορικό περιεχόμενο. Κυριολεκτικό ως προς το προφανές φινάλε του οποίου τυγχάνουν οι δύο αποθηκάριοι: ατύχημα στο χώρο εργασίας, θάνατος από ασφυξία, έλλειψη μέτρων ασφαλείας απ’ την πλευρά του ιδιοκτήτη, ολιγωρία από την Πυροσβεστική. Αλληγορικό ως προς τη συμβολική διάσταση του θανάτου τους: Μια φωτιά που απανθράκωσε το πνεύμα και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή ως τη μοναδική ευκαιρία που έχει ο καθένας από εμάς για δημιουργικότητα, μετουσίωση της φαντασίας σε έργα, πολιτισμό.»   

Η Μαρίνα Αποστόλου παρουσιάζει άλλη μια θεατρική ιστορία βγαλμένη από την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, αντλώντας έμπνευση από τον κοινωνικό της περίγυρο. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Γιάννης και ο Θανάσης, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπων που συντρίβονται από το σύστημα ως πρώτα θύματα του «καθοδικού κύκλου της παγκόσμιας και, ειδικότερα, της ελληνικής οικονομίας». Ωστόσο, τα θύματα μετατρέπονται και σε θύτες σε ό,τι έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αντί η κρίση να τους συσπειρώσει, ο καθένας κοιτά το προσωπικό του συμφέρον και στο τέλος έρχεται και η προδοσία σε προσωπικό επίπεδο για να καταδείξει την ψυχική απόσταση που υφίσταται μεταξύ των δύο προσώπων. Η Αποστόλου διαπιστώνει ότι πέρα από την οικονομική καταστροφή και την αλλοτρίωση που επιφέρει στους ανθρώπους η κρίση (καθώς θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι ο Θανάσης επιδιώκει την απόλυση του Γιάννη τόσο για να διασφαλίσει τη δική του εργασία, όσο και για να αποδυναμώσει οικονομικά τον ερωτικό του αντίζηλο), υπάρχει και το ζήτημα της ατομικής ευθύνης. Ακόμα και μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες, περιορισμένες έστω, επιλογές και ο καθένας καλείται να πορευθεί ανάλογα και να αναλάβει τις ευθύνες του. Η φωτιά στο τέλος αποδεικνύει το αδιέξοδο των επιλογών και των δύο πρωταγωνιστών. 

Η Μαρίνα Αποστόλου με το έργο «Οι Αποθηκάριοι» πραγματοποιεί ένα ακόμη σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση ενός διακριτού συγγραφικού στίγματος. Με μια ιστορία άρτια δομημένη αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον και μας «υποχρεώνει» ν’ αναμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο θεατρικό της πόνημα.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΕΛΑ ΜΑΡΙΑ

ΕΛΑ ΜΑΡΙΑ (ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ)

Τόπος: Αθήνα
Διαμέρισμα, γραφείο στο σαλόνι
Ήρωας που μονολογεί: Ο Γιώργος, ιατρός στο επάγγελμα, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή. Συζεί με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδελφό του Γιάννη ο οποίος διατηρεί εδώ και χρόνια σχέση με τη Μαρία. Ο Γιάννης, εργασιομανής, κοινωνικός και υπερκινητικός λείπει πολύ απ’ το σπίτι ενώ η φθορά της μακρόχρονης σχέσης του τον έχει οδηγήσει σε μικροπεριπέτειες με εφήμερους επιφανειακούς έρωτες τους οποίους κρύβει, όσο μπορεί, απ’ τη Μαρία. Εκείνη, που έχει συμβόλαιο με ιδιωτική εταιρεία τηλεφωνίας το οποίο της παρέχει απεριόριστες κλήσεις σε σταθερά μα όχι και σε κινητά, καλεί μονίμως στο σταθερό αριθμό των δύο αδερφών, τόσο για να επικοινωνήσει φλυαρώντας με το Γιάννη όσο και εμμέσως να τον ελέγξει. Μάλιστα, δε διστάζει να ρωτήσει το Γιώργο για το πού βρίσκεται ο Γιάννης όταν ο τελευταίος λείπει. Και δυστυχώς, τις τελευταίες μέρες λείπει όλο και πιο συχνά…
Ο Γιώργος είναι καστανός, συνηθισμένος τύπος, με γυαλιά γύρω στα 30. Πλαδαρός απ’ την καθιστική ζωή, σοβαροφανής και ίσως εξελικτικά φαιδρός. Το γραφείο του λιτό, με ένα φορητό υπολογιστή, ένα φωτιστικό και χοντρά βιβλία της επιστήμης του. Στα δεξιά του το σταθερό τηλέφωνο. Στον τοίχο ένα κλασσικό στρογγυλό ρολόι.

Με λένε Γιώργο. Ζω στην Αθήνα, είμαι γιατρός… ειδικευμένος παθολόγος και συζώ με το Γιάννη, το μεγαλύτερό μου αδερφό μου. Εκείνος είναι έμπορος, έχει μαγαζί με ηλεκτρικά είδη μα σπανίως είναι εκεί. Πολυάσχολος, αεικίνητος και ζωηρός! Διατηρεί σχέση με τη Μαρία, γραμματέα σε μια δημόσια υπηρεσία. Συχνά, τον παίρνει τηλέφωνο εδώ στο σταθερό μας. Η σύνδεσή της στην Telephonica της δίνει απεριόριστες κλήσεις σε σταθερά τηλέφωνα όχι όμως και σε κινητά. Κι έτσι μιλάει με το Γιάννη σχεδόν μόνο από δω… όταν βέβαια είναι εδώ… Γιατί τελευταία ο αδελφούλης μου ξεπορτίζει όλο και πιο συχνά. Όλο ξαφνικά ραντεβού, πελάτες από επαρχία, αναβολές στις συναντήσεις του με τη Μαρία, δικαιολογίες για την καθυστέρηση επιστροφής του το βράδυ στο σπίτι. Κι εγώ, καθισμένος εδώ, γράφοντας το διδακτορικό μου, σηκώνω το τηλέφωνο και αν ο Γιάννης είναι εδώ, καλώς. Αν όχι, πρέπει να τον καλύψω. Κάθε μέρα όμως γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Πρώτη μέρα, βράδυ, 20.30. Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι η Μαρία, το απαντάει ο Γιώργος:
-Έλα, Μαρία μου, καλησπέρα. Καλά είμαι, εσύ; Εδώ… γράφω μανιωδώς. Ε, εντάξει, έχω αρκετή δουλειά. Το θέμα είναι ότι έχω τελειώσει με τις δημοσιεύσεις. Έχω όμως να μεταφράσω άρθρα. Ναι… ναι… Ο Γιάννης; Δεν είναι εδώ Μαρία μου. Πήρες στο μαγαζί; Ααα… ήταν η πωλήτρια; Ε, τι να σου πω; Σάμπως μου λέει πού πάει; Τον ξέρεις τώρα το Γιάννη. Ησυχία δεν έχει. Θες να πάρεις σε καμιά ωρίτσα; ΟΚ! Μάλλον θα τον βρεις τότε. Έλα μου, φιλιά.
Το ίδιο βράδυ, μία ώρα μετά. Ο Γιώργος πνιγμένος στις σημειώσεις και τα λεξικά με την ιατρική ορολογία στα αγγλικά, σχεδόν δεν έχει κάνει κανένα διάλειμμα. Κουρασμένος, ο καφές του έχει τελειώσει πλέον, με τα μαλλιά ανάκατα. Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο και δεν είναι άλλη απ’ τη Μαρία. Ο Γιάννης όμως δεν έχει φανεί ακόμα…
-Έλα, Μαρία μου… Δεν ενοχλείς, μην το ξαναπείς… Εδώ συνεχίζω… Δε βγαίνει τόσο εύκολα… Εεε ο Γιάννης δεν επέστρεψε ακόμα. Δεν ξέρω, τι να πω; Άργησε όντως. Και μένα δε με πήρε τηλέφωνο. Μάλλον θα μπλεξε με κανα πελάτη. Κοίτα, με το που θα έρθει θα του πω να σε πάρει εκείνος, οκ; Εντάξει. Θα σε πάρει εκείνος. Μην ανησυχείς. Καλό βράδυ.
Δεύτερη μέρα, βράδυ 20.00. Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο, είναι η Μαρία, το σηκώνει ο Γιώργος.
-Έλα, Μαρία μου… Καλησπέρα. Καλά είμαι. Σε πήρε χτες ο Γιάννης; Σε πήρε, ε; Ε, θα άργησε πολύ. Γιατί εγώ γύρω στις έντεκα ξεράθηκα. Είχα ζαλιστεί. Ούτε που τον πήρα χαμπάρι. Του χα αφήσει όμως σημείωμα πάνω στο γραφείο του να σου τηλεφωνήσει. Δεν ήξερα μέχρι ποια ώρα όμως θα ήσουν διαθέσιμη. Θα το χα γράψει κι αυτό στο σημείωμα. Εεε εντάξει, έχεις δίκιο, όμως θα ήθελες να κοιμηθείς κι εσύ… κουράζεσαι, ξυπνάς πρωί. Τον αδελφό μου θα περιμένεις όλη νύχτα; Έτσι είναι. Δεν είναι εδώ πάντως ούτε τώρα. Τρίτη σήμερα. Θα αργήσει σίγουρα… Δουλειά να υπάρχει, Μαρία μου. Τέτοιες εποχές… δουλειά να υπάρχει! Να βάλει και να φράγκο στην άκρη. Οκ, μόλις έρθει θα του πω να σου κάνει αναπάντητη να τον πάρεις στο σταθερό. Καλό βράδυ!
Τρίτη μέρα, βραδάκι, 19.00. Τα μαγαζιά είναι κλειστά καθότι Τετάρτη. Ο Γιώργος κλασσικά γράφει το διδακτορικό του, ο Γιάννης λείπει και πάλι, η Μαρία καλεί στο σταθερό τους.
Έλα Μαρία μου, τι γίνεσαι; Πώς πήγε σήμερα; Κούραση, ε; Κι εγώ τα ίδια, στο πήξιμο! Καθημερινότητα! Ο Γιάννης; Δεν είναι εδώ, κούκλα μου! Δεν ξέρω, νομίζω ότι είχε ραντεβού με ένα πελάτη από επαρχία. Τι να σου πω; Νομίζω με κάποιον εστιάτορα. Θες να καλέσεις σε λίγο; Οκ, σε καμιά ωρίτσα. Έλα μου, φιλιά!
Δεν πάει άλλο με τον αδελφό μου! Θα τον πάρω στο κινητό να δω πού βόσκει. Η Μαρία θα ξαναπάρει σε μια ώρα και κάτι πρέπει να της πω.
Ο Γιώργος καλεί το Γιάννη στο κινητό. Αργεί να το σηκώσει.
-Έλα ρε! Πού είσαι; Εγώ τι θέλω; Η Μαρία σε ψάχνει! Τι να της πω; Θα ξαναπάρει! Ότι έχεις επαγγελματικό γεύμα; Κατάλαβα! Τουλάχιστον στείλτης κανένα μήνυμα στο κινητό. Άντε, μην αργήσεις!!!
Το τηλέφωνο χτυπάει μετά από μία ώρα. Η Μαρία, επίμονη, θέλει να βρει το Γιάννη.
-Έλα κορίτσι μου! Ναι, μίλησα με το Γιάννη πριν λίγο. Έχει επαγγελματικό γεύμα. Μάλλον ο εστιάτορας που λέγαμε. Σου στειλε μήνυμα; Ααα, οκ! Άρα σε ενημέρωσε πού είναι. Εεε, όχι, δε γύρισε ακόμα. Προφανώς θα καθυστερήσει. Πέσε για ύπνο, Μαράκι μου. Τα λέτε το πρωί. Έλα μου, καληνύχτα!
Βρε κακός μπελάς που με βρήκε!
Τέταρτη μέρα, πάλι βραδάκι. Πάλι γύρω στις 8. Η Μαρία δεν παραλείπει να δώσει το ‘’παρών’’ τηλεφωνικά ψάχνοντας, ποιον άλλο;, το Γιάννη! Εκείνος όμως δεν είναι στο σπίτι. Ο Γιώργος καλείται και πάλι να απαντήσει και να δικαιολογήσει τον αδελφό του.
-Έλα Μαρία μου, καλησπέρα. Πώς είσαι; Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω, Μαρία μου. Τρέχει. Όλη μέρα τρέχει. Τι να γίνει; Υποχρεώσεις. Δεν αφήνει πελάτη για πελάτη. Εργασιομανής! Έμπορος ο άντρας σου, τι να τον κάνεις; Έλα βρε Μαράκι μου! Δεν πιστεύω να έχεις τίποτα ιδέες; Υπερβολική. Στο λέω εγώ. Τζάμπα φοβάσαι. Πού χρόνος για τσιλιμπουρδίσματα; Απορώ πού πάει το μυαλό σου!.. Εντάξει. Θα τα πούμε. Ελπίζω κάποια στιγμή κι από κοντά. Να πιούμε κανα ουζάκι, οκ; Καλό βράδυ!
Νομίζω ότι έχει αρχίσει να με υποψιάζεται. Τι να κάνω όμως κι εγώ; Ούτε κι εγώ ξέρω πού γυρνοβολάει ο Γιαννάκης. Βέβαια κι εγώ τον υποψιάζομαι, αλλά τι να κάνω; Να προδώσω τον αδελφό μου για κάτι μάλιστα που δεν είμαι σίγουρος; Κι έπειτα κι αυτή η Μαρία αφού έχει καταλάβει, τι θέλει και παίρνει τηλέφωνο εδώ και με φέρνει σε δύσκολη θέση; Δε μ’ αφήνει στην ησυχία μου; Έχω και δουλειά!

Πέμπτη μέρα, το ίδιο σκηνικό. Η Μαρία με το ίδιο πείσμα, την ίδια περίπου πάλι ώρα. Ο Γιώργος έχοντας αρχίσει να νευριάζει και μη μπορώντας να της μιλήσει απότομα, αποφασίζει να μην το σηκώσει. Αν και ξέρει η νύφη του ότι αυτή την ώρα συνήθως μένει σπίτι καθότι τον καίει να γράψει το διδακτορικό του, κάνει το ‘’κορόιδο’’ μπας και η Μαρία το καταλάβει και σταματήσει. Η Μαρία κάλεσε δύο φορές την ίδια βραδιά, μα επί ματαίω.
Δε θα το πιάσω, όχι δε θα το σηκώσω! Τι φταίω εγώ στο κάτω κάτω της γραφής; Δε θα το σηκώσω, θα το καταλάβει και θα πάψει. Κι έτσι δε θα τον κυνηγάει από εδώ. Αφού κι αυτός είναι αναίσθητος, ας τα βρούνε μεταξύ τους. Τι με βάζουνε στη μέση;

Έκτη μέρα, η Μαρία παρόλη τη βουβαμάρα της προηγούμενης μέρας, δεν πτοείται. Επιχειρεί και πάλι να ψάξει το Γιάννη στο σταθερό εκπλήσσοντας το Γιώργο. Ο τελευταίος αποφασίζει να αλλάξει πορεία πλεύσης υιοθετώντας ένα ύφος πιο έντονο.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Βλέπει την αναγνώριση κλήσης.
Πάλι η Μαρία; ΈΛΕΟΣ! Τι θα την κάνω; Καλά, είναι εντελώς τζαζ; Δεν καταλαβαίνει;; Ας το σηκώσω κι ό,τι μου ρθει!
-Έλα Μαρία, καλησπέρα. Καλά είμαι. Εσύ; Ο Γιάννης; Όχι δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω Μαράκι μου. Τι τα λες σε μένα; Ακόμα κι αν σου πω ότι έχεις δίκιο, τι θα βγει; Οι δυο σας πρέπει να τα βρείτε. Ε, κάνε του παράπονα από κοντά! Μαρία, έχω δουλειά κοπέλα μου. Έχω δουλειά κι ένα κεφάλι πηγμένο. Αδύνατον να ασχοληθώ με τα τερτίπια σας. Καληνύχτα και τα λέμε!
Δε μ’ αρέσει που της μίλησα απότομα… Δεν ήταν ευγενικό. Αλλά ίσως έτσι κατανοήσει και τουλάχιστον πάψει να με πιέζει.

Έβδομη μέρα, η Μαρία καλεί και πάλι. Η αγένεια του Γιώργου την έχει πεισμώσει. Εκείνος αποφασίζει να την ειρωνευτεί θεωρώντας ότι πια μετέρχεται το σωστό τρόπο… η ειρωνεία είναι πιο σκληρή από το να της βάλει τις φωνές.
-Καλησπέραααα… τι να κάνω; Όπως τα ξέρεις. Ίσως βγω πιο μετά. Θα δω. Ο Γιάννης; Μμμ, δεν ξέρω. Δεν έχω σκεφτεί και καμιά καλή δικαιολογία να σου πω. Δεν περίμενα να ξαναπάρεις, βλέπεις…
(Ακούγεται μέσα απ’ το τηλέφωνο γυναικεία φωνή που μιλάει γρήγορα και εκνευρισμένα.)
Εκείνη θυμώνει και κλείνει απότομα το ακουστικό (ακούγεται ‘’του του του’’). Ο Γιώργος γελάει. Η κατάσταση συνεχίζεται όμως για μέρες κάθε βράδυ ανελλιπώς. Ο Γιάννης λείπει συνέχεια, ο Γιώργος, σπιτόγατος, αποκρούει τις κλήσεις της Μαρίας λέγοντας διάφορα ψέματα όπως πχ ότι το Γιάννη τον έπιασε λάστιχο, μπαταρία αυτοκινήτου, μποτιλιάρισμα στην εθνική, δυνατός πονοκέφαλος και κοιμάται. Αυτά όμως δεν αρκούν και τα λόγια του Γιώργου γίνονται όλο και πιο καυστικά, ενίοτε προκλητικά είτε ωμά. Η συνομιλία τους εξελίσσεται σε παρωδία.

Όγδοη μέρα
-Έλα Μαρία μου… Δε θα το πιστέψεις! Το Γιάννη τον έπιασε λάστιχο! Ναι παιδί μου, και περιμένει την οδική βοήθεια. Εμ, καλομαθημένος ο αδελφούλης μου. Ούτε ένα λάστιχο δεν είναι ικανός να αντικαταστήσει.
Ένατη μέρα
-Έλα κορίτσι μου. Ο Γιάννης έμεινε από μπαταρία. Ναι, γκαντεμιά. Τον κυνηγάει η γκαντεμιά… τι να πω; Πάλι με την οδική βοήθεια. Δε λες που έχει προβλέψει; Αλλιώς θα ταν πολλά τα λεφτά. Έτσι είναι. Δεν ξέρεις πότε θα σε βρει η ριμάδα η μπαταρία…
Δέκατη μέρα
-Δεν τα μαθες; Ατύχημα παιδί μου! Όχι, ο Γιάννης, Θεός φυλάξοι! Προσπέραση ενός ΙΧ σε ένα άλλο. Στην εθνική Αθηνών-Λαμίας, στο 11ο χιλιόμετρο. Έχουν μπλοκαριστεί πολλά αυτοκίνητα. Ξέρεις, η εθνική άμα κολλήσει, τέλος. Από πού να φύγεις;
Ενδέκατη μέρα
-Άστα, πολύς πονοκέφαλος. Έχει κλείσει τα παντζούρια, δεν θέλει καθόλου φως. Κοντεύει να σπάσει το κεφάλι του. Πήρε ένα ντεπόν αλλά ξέρεις, θέλει το χρόνο του. Πρέπει να κοιμηθεί να ηρεμήσει.
Δωδέκατη μέρα
-Έλα Μαρία, τι κάνεις; Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Να σου πω, πες μου τι ψέμα σου πα χτες να μην στο ξαναπώ σήμερα!
Δέκατη τρίτη μέρα
-Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Πάρε με σε δέκα λεπτά να σκεφτώ ένα καλό πειστικό ψέμα και με ξαναπαίρνεις! Με πιάνεις απροετοίμαστο! Συνήθως γύρω στις 8 δεν παίρνεις; Σήμερα γιατί πήρες τρία τέταρτα πιο νωρίς;;;
Δέκατη τέταρτη μέρα
-Δεν είναι εδώ, όχι. Πού είναι; Πού κρύβεται; Μισό… επειδή έχω εξαντλήσει τις δικαιολογίες, μισό να ρωτήσω τον κολλητό μου που τον έχω στο κινητό, μην έχει καμιά καλή ιδέα!!!
Δέκατη πέμπτη μέρα
-Ο Γιάννης; Μισό λεπτό να δω στη λίστα με τα ψέματα… να δω ποια έχω σβήσει… να δω τι μένει!
Δέκατη έκτη μέρα
-Μαρία, σε ντρέπομαι πια. Κουράστηκα να σε φλομώνω στο δούλεμα και στο ψέμα!!! Μην εθελοτυφλείς, σε παρακαλώ! Ξεφτιλιζόμαστε και οι δύο, δεν το βλέπεις; Ε, ναι! Ο Γιάννης έχει γκόμενα, γκόμενες, ένας Θεός ξέρει πού τρέχει! Κάνε ό, τι θες μόνο μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Βοήθεια πια! Έτσι μου ρχεται να κόψω το σταθερό αλλά έχε χάρη που έχω ανάγκη το ίντερνετ για το διδακτορικό μου!
Δέκατη έβδομη μέρα
Ο Γιώργος με το που χτυπάει το τηλέφωνο, σηκώνει και κλείνει αμέσως το ακουστικό. Αυτό γίνεται τρεις φορές.
Δέκατη όγδοη μέρα
Η σκηνή κλείνει με το Γιώργο στη βιβλιοθήκη της Ιατρικής σχολής Αθηνών να συνεχίζει εκεί την εκπόνηση της διατριβής του απαλλαγμένος πλέον απ’ τη Μαρία!

Μέσα από ένα μονόλογο σκιαγραφούνται τρεις προσωπικότητες:
1)Η Μαρία: πείσμων, εθελοτυφλεί, πιέζει, παρότι βλέπει την αλήθεια, δεν έχει εγωισμό, ίσως ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ανακριτική, ενοχλητική καθώς ξέρει ότι ο Γιώργος έχει δουλειά
2)Ο Γιώργος: ευγενικός αρχικά, αδιάφορος στη συνέχεια, αλληλέγγυος στον αδελφό του, μεταλλάσσεται σε κυνικό, είρωνα και προσβλητικό ή ακόμα και ωμό. Στο τέλος αγανακτεί εντελώς.
3)Ο Γιάννης: γυναικάς, ψεύτης, αδιάφορος και σίγουρος ότι η Μαρία δεν πρόκειται να τον χωρίσει παρά την άσχημη συμπεριφορά του.

Μαρίνα Αποστόλου

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ

ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΟΧΘΗ

Θεατρικό κείμενο

Της Μαρίνας Αποστόλου

Πέντε ρόλοι:
1)Νίκος (48 ετών) φιλόδοξος διευθυντής παραρτήματος πολυεθνικής εταιρείας
2)Ευαγγελία (45 ετών), σύζυγος του Νίκου, ματαιόδοξη νοικοκυρά
3)Υπονοούμενος ρόλος ο 17χρονος γιος τους Αλέξης, μαθητής γ’ λυκείου
4)Υπονοούμενος ρόλος ο Ολλανδός επιθεωρητής, προϊστάμενος του Νίκου
5)Υπονοούμενος ρόλος η Άννα, φίλη της Ευαγγελίας

Δευτέρα πρωί, 7πμ, το ζευγάρι ξυπνά αφού έχει ακουστεί το ξυπνητήρι. Βρίσκονται δηλαδή στο κρεβάτι τους με τις πυτζάμες τους.

Ε:- Νικόλα μου… Νικόλα μου… ξύπνα, μωρό μου, σήκω αγόρι μου…
Ν:- Μμμ… Νιώθω πολύ κουρασμένος… Αδύνατο να σηκωθώ… (τεντώνεται, στριφογυρίζει στο κρεβάτι)
Ε:- Ξύπνα… έχεις μίτινγκ στις 9!
Ν:-Λες να μην το ξέρω; Όλη νύχτα δούλευα γι’ αυτό το μίτινγκ. Θα έρθει ο Ολλανδός σήμερα να μιλήσουμε. Θεέ μου! (τρίβει τα μάτια του)
Ε:- Δε σε φοβάμαι… τόσα χρόνια μέσα κει! Αν δεν ήσουν ικανός δε θα είχες προαχθεί σε κοτζάμ διευθυντή. Είσαι πολύ άξιος, αγάπη μου! Πιστεύω σε σένα και σε θαυμάζω! (τον χαϊδεύει) Έλα, σήκω τώρα. Εγώ πάω να φτιάξω πρωινό. Καφέ φίλτρου και τοστάκι.
Ν:- Μμμ… Αν δεν είχα και σένα να μ’ αγαπάς, να με εμψυχώνεις και να με φροντίζεις, δεν ξέρω αν θα ήμουν διευθυντής!
Ε:- Υπερβάλλεις. Διευθυντής έγινες όχι χάρη σε μένα αλλά χάρη στις ικανότητές σου. Χάρη στις σπουδές σου και στις φιλοδοξίες σου. Ενώ αν ήσουν ανθρωπάκι… θα σουν κανένας απλός λογιστής και τίποτ’ άλλο.
Εν τω μεταξύ η Ευαγγελία φοράει τη ρόμπα της και τις παντόφλες της. Ο Νίκος υποτίθεται ότι πάει να κάνει ντους.
Ν:-Αγάπη μου, πάω να κάνω ένα ντουσάκι να ξυπνήσω, να μυρίζω και ωραία.
Ε:-Πάντα κοκέτης! Όπως πρέπει σε ένα διευθυντή. Είμαι περήφανη για σένα.
Η Ευαγγελία πάει στην κουζίνα κι ετοιμάζει πρωινό. Ο Νίκος βγαίνει απ’ το μπάνιο και έρχεται για να πάρουν μαζί πρωινό.
Ν:-Ξύπνησε ο Αλέξης;
Ε:-Όχι ακόμα.
Ν:-Όχι ακόμα; Γιατί; Θα αργήσει. Θα χάσει και το σχολικό.
Εν τω μεταξύ τρώνε στο τραπέζι
Ε:-Δε θα χάσει τίποτα. Ξέχασες ότι σήμερα πάνε εκδρομή;
Ν:-Α, ναι. Κι ο Αλέξης δε θα πάει για να διαβάσει. Καλά λες.
Ε:-Εμ, μωρό μου. Ιατρική θέλουμε να μπει. Πώς! Άμα τρέχει στις εκδρομές στη γ’ λυκείου, κάηκε!
Ν:-Σήκωσέ τον πάντως γιατί άμα είναι να χάνει την εκδρομή για να κοιμάται, είναι δώρο άδωρον!
Ε:-Και βέβαια θα τον σηκώσω! Μόλις φύγεις, έχει εγερτήριο!
Ν:-Λοιπόν, αρκετά έφαγα. Φεύγω γιατί είναι κρίσιμη μέρα σήμερα.
Ε:-Να πας στο καλό! Καλή δύναμη!
Ν:-Τα λέμε το βράδυ. Άμα βρω κενό, θα σε πάρω τηλέφωνο. Φιλιά.
Ο Νίκος φεύγει. Πηγαίνει στο γραφείο όπου μετά από ώρες κουραστικού μίτινγκ με τον Ολλανδό, βρίσκεται στο γραφείο του και παίρνει τη σύζυγό του τηλέφωνο.
Ν:-Έλα, εγώ είμαι. Καλά, μια χαρά. Κούραση… αλλά νομίζω το μίτινγκ πήγε καλά. Μου βγαλε την ψυχή βέβαια… Έπρεπε να του δώσω λογαριασμό για όλες τις κινήσεις στην εταιρεία το τελευταίο τρίμηνο, με κάθε λεπτομέρεια. Είναι σκληρό καρύδι ο Ολλανδός, γι’ αυτό και τον έχουν κάνει και επιθεωρητή στα Βαλκάνια. Όσο για μένα, έπρεπε να φανώ αντάξιος των περιστάσεων. Κι έχω ένα κεφάλι… καζάνι σκέτο! Θα πάρω ενισχυμένο παυσίπονο!... Αλλιώς δεν μπορώ να συνεχίσω. Ο Αλέξης; Όλα καλά; Ήρθε ο βιολόγος; Κάνανε το ιδιαίτερο; Οκ, καλώς. Θα τα πούμε το βράδυ. Σ’ αγαπώ. Φιλιά.

Ο Νίκος επιστρέφει σπίτι στις 9 το βράδυ. Η Ευαγγελία έχει ετοιμάσει το αγαπημένο φαγητό του Νίκου ως δείπνο: φιλετάκια κοτόπουλο με κρέμα γάλακτος συνοδευόμενα από πιλάφι και λευκό κρασί Λήμνου.

Ε:-Καλώς τον!
Ν:-Καλησπέρα.
Ε:-Δώσμου το παλτό σου.
Ν:-Έλα, βρε Ευαγγελία. Δεν μπορώ να κρεμάσω το παλτό μου; Μη με κακομαθαίνεις τόσο.
Ε:-Αλίμονο! Πώς είσαι;
Ν:-Καλά αν και λίγο πτώμα… Τι μυρίζει έτσι ωραία;
Ε:-Σου φτιαξα το αγαπημένο σου φαγητό.
Ν:-Τα φιλετάκια; Μη μου πεις! Με την άσπρη σος και το ρυζάκι;
Ε:-Ναι κι έχω αγοράσει και κρασί Λήμνου, λευκό που σ’ αρέσει.
Ν:-Γιορτάζουμε κάτι;
Ε:-Θα πρεπε;
Ν:-Ξέρω γω; Τόσες ετοιμασίες… τέτοια φροντίδα… αν και δεν έχω παράπονο γενικά…
Ε:-Πλύνε τα χέρια σου και έλα.
Ν:-Το παιδί;
Ε:-Διαβάζει στο δωμάτιό του. Έφαγε πριν καμιά ώρα.
Ο Νίκος πηγαίνει λίγο στο μπάνιο κι η Ευαγγελία σερβίρει.
Ν:-Μου τρέχουν τα σάλια! Με ένα παλιοσάντουιτς απ’ το κυλικείο της εταιρείας είμαι όλη μέρα!
Ε:-Άλλη φορά να παίρνεις ταπεράκι. Θα στο ετοιμάζω εγώ. Κουράζεσαι πολύ. Δεν αρκούν το πρωινό και το βραδινό που παίρνεις εδώ.
Ν:-Λοιπόν; Πώς πήγε; Πώς ήταν σήμερα;
Ε:-Εδώ… με το παιδί… πήγα και λίγο σούπερ μάρκετ. Αυτά, τα ίδια, τα καθημερινά. Εσύ πες μου…
Ν:-Μμμ… πολύ νόστιμο το κρεατάκι! Μπράβο! Στην υγειά μας!
Ε:-Στην υγειά σου! (τσουγκρίζουν) Πώς πήγε με τον Ολλανδό;
Ν:-Όπως σου τα είπα στο τηλέφωνο. Πιεστικά.
Ε:-Δε μιλήσατε για σένα;
Ν:-Τι εννοείς;
Ε:-Για το μέλλον σου.
Ν:-Το μέλλον μου;
Ε:-Ναι, το μέλλον σου. Την εξέλιξή σου στην εταιρεία.
Ν:-Όχι, το μίτινγκ δεν αφορούσε στην εξέλιξή μου. Αλλά, τι θες να πεις; Να συζητήσουμε αν θα παραμείνω διευθυντής; Νομίζω ότι είναι αρκετά ευχαριστημένος απ’ την αφοσίωση και την απόδοσή μου.
Ε:-Όχι, εννοώ αν θα ανέβεις ακόμα πιο ψηλά. Αν θα προχωρήσεις, Νίκο μου.
Ν:-Να πάω πού;
Ε:-Να γίνεις κάτι ανώτερο. Γιατί όχι κι εσύ επιθεωρητής; Τρία χρόνια είσαι οικονομικός διευθυντής του παραρτήματος.
Ν:-Δηλαδή θες να πεις να ζητήσω εργασία στην Ολλανδία που είναι τα κεντρικά της εταιρείας;
Ε:-Κι αυτό ακόμα. Γιατί όχι; Το παιδί μας σε λίγο ενηλικιώνεται. Το Σεπτέμβριο θα ναι φοιτητής. Γιατί να μη ζούσαμε στο εξωτερικό όπου θα έβγαζες τα διπλά από δω και μάλιστα θα μπορούσαμε να προλειάνουμε το έδαφος και για τον Αλέξη μας; Ένα διδακτορικό ίσως εκεί… Ή ειδικότητα στην Ολλανδία ή σε όποιο άλλο δυτικό κράτος σε στέλνανε…
Ν:-Το πας μακριά. Μπορούμε να προσαρμοστούμε εμείς σε μια τέτοια χώρα; Ψυχρή από κάθε άποψη…
Ε:-Γιατί; Τι έχει μια τέτοια χώρα; Εδώ αντέχουμε στην Ελλάδα, μες την παρακμή.
Ν:-Καλά, μου προτείνεις να γίνουμε οικονομικοί μετανάστες πολυτελείας; Να παρατήσουμε τη χώρα μας και να μείνουν πίσω οι τεμπέληδες κι οι ξένοι για να απολαμβάνουν όσα εμείς κι η γενιά των γονιών μας έχει χτίσει τόσες δεκαετίες;
Ε:-Πολύ ρομαντικό σε βρίσκω! Κι έπειτα δε θα πάμε και για ανθρακωρύχοι!
Ν:-Κι έτσι να ναι… είσαι εσύ έτοιμη για μια τέτοια μετάβαση; Μια τέτοια αλλαγή;
Ε:-Τι έχω βρε Νίκο εγώ; Γιατί με υποτιμάς;
Ν:-Δε σε υποτιμώ αλλά δεν είμαστε 20 χρονών!
Ε:-Μια χαρά νέοι είμαστε!
Ν:-Κι ο Αλέξης; Θα θέλει κάποια στιγμή να ζήσει έξω;
Ε:-Ένας γιατρός δεν έχει σύνορα. Ειδικά αν η πατρίδα του δεν κάνει επιστήμη… Μα γιατί μου τα λες όλα αυτά; Μιλάς σαν κανένα φοβιτσιάρικο ανθρωπάκι. Ίσα-ίσα που θα έπρεπε να με συγχαρείς για τις ιδέες μου.
Ν:-Δε λέω. Χαίρομαι που σκέφτεσαι το μέλλον. Ειδικά του παιδιού.
Ε:-Και το δικό μας, Νίκο. 48 χρονών είσαι ακόμα. Δεν είσαι 70!
Ν:-Τα σκέφτεσαι καιρό αυτά;
Ε:-Τα σκέφτομαι από τότε που η Ελλάδα άρχισε να φθίνει.
Ν:-Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι κανένας δημόσιος υπάλληλος. Πληρώνομαι ικανοποιητικά και στην ώρα μου και κάνω την καριέρα που θέλω.
Ε:-Πληρώνεσαι σήμερα κανονικά κι ικανοποιητικά. Αύριο ίσως η εταιρεία κάνει περικοπές, αν μειωθούν οι πωλήσεις. Ίσως κάνει περικοπές και από επιφύλαξη μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον. Ίσως κλείσει και το παράρτημα εδώ στην Ελλάδα κι η αγορά τροφοδοτείται πια από την Τουρκία ή την Αλβανία. Νίκο, πρέπει να χουμε διορατικότητα! Η Ελλάδα ξεπέφτει και κανείς δε λέει να τη σώσει! Έχουμε παιδί, έχουμε εμάς! Σκέψου! Κι έπειτα γιατί να μην ανέβεις ακόμα πιο ψηλά; Μας φαντάζεσαι στο Άμστερνταμ; Σε μια ζεστή ξύλινη μεζονέτα κοντά σε κάποιο παγωμένο κανάλι; Κι εσύ όλο και πιο ψηλά… Πόσο θα ανοίξεις τον κύκλο σου! Τι καλό κόσμο θα γνωρίσεις εκεί!
Ν:-Σ’ έπιασε η ξενομανία σου;
Ε:-Δεν το πιστεύω ότι εσύ αντιδράς τόσο κυνικά! Δε θέλεις να πας πιο ψηλά, Νίκο; Θες να μείνεις στη μιζέρια σου;
Ν:-Μα δεν είμαι μίζερος!
Ε:-Ίσως γίνεις όμως. Νομίζεις δε θα μας πάρει η μπάλα εμάς; Νίκο, δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας την ήττα. Την πτώχευση και τυπικά πλέον, την ταπείνωση, την απαθλίωση. Πρέπει να περάσουμε έγκαιρα στην αντίπερα όχθη.
Ν:-Και η αντίπερα όχθη είναι τα κανάλια του Άμστερνταμ;
Ε:-Κόλλησες εσύ με την Ολλανδία!
Ν:-Κι εσύ με την ιδέα ότι το εξωτερικό είναι η γη της επαγγελίας!
Ε:-Δεν ξέρω αν το εξωτερικό είναι η γη της επαγγελίας, εδώ πάντως μετατρέπονται όλα σε κόλαση. Φοβάμαι. Τι ιατρική θα κάνει ο Αλέξης στην Ελλάδα, ε;
Ν:-Κάτσε να περάσει πρώτα.
Ε:-Θα περάσει! Είναι μαθητής του 20!
Ν:-Δεν αμφιβάλλω! Αλλά κάτσε να το δούμε πρώτα και βλέπουμε.
Ε:-Όταν θα θέλεις να δούμε, δε θα μπορούμε. Θα μας έχει στραβώσει η κακή μας μοίρα που αποδεχτήκαμε τόσο παθητικά. Η ακρίβεια, οι φόροι, η κατάρρευση βασικών δομών της κοινωνίας μας, Νίκο. Αν μία στο τόσο, μείνεις άνεργος, εγώ δε δουλεύω, θα βρεθούμε στο χωριό σου στην Πελοπόννησο να φυτεύουμε μαρούλια και να εκτρέφουμε κατσίκες! Θα μας ξεχάσουν όλοι!
Ν:-Ήσουν λαλίστατη απόψε, ομολογώ. Εγώ όμως είμαι ψόφιος κι αύριο έχω πολλή δουλειά που λόγω του μίτινγκ πήγε πίσω. Ήταν πολύ ωραίο το γεύμα. Σ’ ευχαριστώ…
Ο Νίκος σηκώνεται απ’ το τραπέζι, η Ευαγγελία μένει καθιστή να τον κοιτάζει αποσβολωμένη.

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ

Το ξυπνητήρι χτυπάει. Είναι πρωί. Ο Νίκος ξυπνάει ενώ η Ευαγγελία δεν είναι δίπλα του στο κρεβάτι. Σηκώνεται. Η Ευαγγελία παρακολουθεί πρωινό μαγκαζίνο στην τηλεόραση.
Ν:-Καλημέρα!
Ε:-Καλημέρα.
Ν:-Ξύπνησα και δεν ήσουν δίπλα μου.
Ε:-Ναι, δεν είχα ύπνο. Είχα κάτι σαν ταχυκαρδία. Έχω φτιάξει καφέ. Τα τοστ είναι έτοιμα. Μόνο την τοστιέρα να βάλεις στην πρίζα να ψηθούν.
Ν:-Εσύ δε θα πάρεις πρωινό;
Ε:-Δεν πεινάω και καφέ ήπια πριν, με συγχωρείς αλλά όπως σου πα έχω σηκωθεί από πολύ νωρίς.
Ν:-Τι λένε τα κανάλια;
Ε:-Τι να λένε; Για τα φάρμακα λένε. Τέρμα οι πιστώσεις! Φωνάζουν οι ηλικιωμένοι, και όχι μόνο οι ηλικιωμένοι δηλαδή. Αύριο οι φαρμακοποιοί απεργούν κι οι πάλαι ποτέ συμβεβλημένοι με τα διάφορα ταμεία υγείας γιατροί, από και δω και μπρος ιδιωτεύουν καθαρά, ζητούν κοινώς μετρητά απ’ τον κόσμο!
Ν:-Απ’ το κακό στο χειρότερο!
Ε:-Ο καθένας είναι άξιος της μοίρας του!
Ν:-Τι φταίνε μωρέ τα γερόντια;
Ε:-Είδα κι οι νεότεροι! Δεν αντιδρούν καν!
Ν:-Υπονοείς κάτι;
Ε:-Νίκο, δεν έχω όρεξη να κάνω αυτή τη συζήτηση. Τα χουμε ξαναπεί.
Ν:-Τι έχουμε ξαναπεί;
Ε:-Πλάκα κάνεις; Χτες, στην προγραμματισμένη τριμηνιαία συνάντησή σου με τον Ολλανδό, σού ανακοινώθηκε μείωση 7 τοις εκατό του μισθού σου και δεν ανησύχησες καθόλου.
Ν:-Κάνεις λάθος! Με πείραξε και μάλιστα πολύ. Δυο ώρες το διαπραγματεύτηκα.
Ε:-Και; Σαν το διαπραγματεύτηκες; Τι βγήκε; Η μείωση έγινε κι ούτε κουβέντα για προοπτικές εξέλιξης.
Ν:-Και πού το ξέρεις ότι αν του πρότεινα να δουλέψω στο εξωτερικό, η απάντηση θα ήταν θετική; Πού ξέρεις εσύ αν η εταιρεία διαθέτει θέσεις στο εξωτερικό και μάλιστα διευθυντικές όπως εσύ τις ονειρεύεσαι;
Ε:-Γιατί; Τον ρώτησες τι υπάρχει; Είμαι σίγουρη ότι δεν άνοιξες καν την κουβέντα! Νίκο, νομίζω ότι αυτή είναι η διαφορά μας πλέον. Ότι εγώ ονειρεύομαι ενώ εσύ έχεις πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου!
Ν:-Δεν έχω όρεξη για τσακωμό πρωί-πρωί. Να, ακούω και το παιδί που ξύπνησε απ’ τη φωνή σου!
Ε:-Η ώρα του ήταν να σηκωθεί.
Ν:-Κι ήταν ανάγκη το ξύπνημά του να συνοδεύεται απ’ τις υστερίες σου; Πού ζεις τέλος πάντων; Σε ποια ουτοπία; Ένας οικονομικός διευθυντής είμαι όχι ο Θεός!
Ε:-Ένας οικονομικός διευθυντής με πολλά προσόντα άξιος να διοικήσει παράρτημα στη Δανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, παντού! Αρκεί να σαι αριβίστας ακόμα και θρασύς, αν χρειαστεί, Νίκο, κι όχι ηττοπαθής.
Ν:-Ηττοπαθής εγώ; Που έφτυσα αίμα για να γίνω ό, τι έγινα; Ξεχνάς πώς ήμασταν όταν παντρευτήκαμε;
Ε:-Βλέπω πώς ζούμε τώρα. Το επόμενο τρίμηνο ίσως έχεις κι άλλη μείωση. Αν το παιδί περάσει σ’ άλλη πόλη, τι θα του πούμε; Δεν πας να σπουδάσεις ιατρική; Ανήκουστο! Λες κι είναι κανένα ΤΕΙ της κακιάς ώρας; Ποιος θα τον στηρίξει οικονομικά;
Ν:-Για το παιδί έχουμε προνοήσει.
Ε:-Δεν αρκούν αυτά που έχουμε! Η ιατρική είναι πολλά χρόνια.
Ν:-Του χω κάνει ασφάλεια ιδιωτική και το ξέρεις. Δεν τον έχω έτσι, ό, τι βρέξει, ας κατεβάσει! Έλα, Εύα μου, ηρέμησε. Και κόψε και λίγο αυτές τις ειδήσεις. Θα σε αποτρελάνουν οι δημοσιογράφοι. Πάω να ντυθώ μην αργήσω. (Της δίνει φιλί στο μάγουλο)
Ε:-Έτσι μου ρχεται να πάω στα ξαδέρφια μου στο Σικάγο!
Ν:-Μπα! Και τι θα κάνεις εκεί; Φιλοξενούμενη μέχρι να βρεις καμιά δουλειά ως γκαρσόνα ή στην καλύτερη ως γραμματέας;
Ε:-Έχω κι εγώ πτυχίο, σου θυμίζω! Αν σ’ αρέσει να με υποβιβάζεις, κάντο. Εγώ όμως έχω αρχίσει να κουράζομαι.
Ν:-Γιατί; Άσχημα περνάς με μένα;
Ε:-Νιώθω ανασφάλεια.
Ν:-Και στο Σικάγο θα ‘’ασφαλιστείς’’; Εύα, ηρέμησε. Κάνε υπομονή και θα δούμε.
Ε:-Υπομονή!... Καλή σου μέρα, Νίκο. Θα πάω εγώ το παιδί σήμερα στο σχολείο. Θέλω να ρωτήσω για την πρόοδό του.
Σηκώνεται απ’ τον καναπέ, πηγαίνει να ντυθεί, η σκηνή κλείνει.

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ

Ημέρα ανακοίνωσης αποτελεσμάτων πανελληνίων εξετάσεων. Ο Αλέξης καταφέρνει να περάσει στην ιατρική Πάτρας. Στο σπίτι χαρές και γέλια, τηλεφωνήματα για συγχαρητήρια. Η Ευαγγελία μιλάει στο τηλέφωνο με μια φίλη της που την πήρε για να τη συγχαρεί.

Ε:-Σ’ ευχαριστώ, Άννα μου. Να σαι καλά, ευχαριστώ. Κι εγώ εύχομαι στο Γιώργο σου για του χρόνου καλή δύναμη και καλή επιτυχία! Ναι, ναι! Ο Νίκος είδε τα αποτελέσματα στο ίντερνετ. Ναι, ξέραμε βέβαια τους βαθμούς καιρό τώρα αλλά άλλο να δεις το όνομα του παιδιού σου στο site του Υπουργείου Παιδείας: Αλέξιος Λογοθετόπουλος-Ιατρική Πάτρας. Ναι, έχουμε τρελαθεί απ’ τη χαρά μας! Είναι καλός μαθητής φυσικά. Αλλά κι εμείς του προσφέραμε τα μέγιστα. Ιδιωτικό σχολείο απ’ το νηπιαγωγείο, ιδιαίτερα μαθήματα, ψυχολογική συμπαράσταση, τα πάντα! Τα ξέρεις τώρα. Σ’ ευχαριστώ… Κι εσύ, Άννα μου… Γεια σου, γεια σου.

Κλείνει το ακουστικό κι αμέσως καλεί το Νίκο.

Ε:-Έλα εγώ είμαι πάλι. Τι να γίνει; Έχουν σπάσει τα τηλέφωνα! Σκάσανε όλοι απ’ τη ζήλεια τους! Εμ, τι πιστεύανε; Ότι ο Αλέξης θα πέρναγε σε καμιά σχολή της σειράς μαζί με τις μετριότητες; Ναι, με πήρανε κι απ’ το σχολείο για συγχαρητήρια. Θα γίνει και τελετή βράβευσης την άλλη βδομάδα. Ναι, για τους επιτυχόντες μαθητές. Από τώρα σκέφτομαι τι να φορέσω, πώς θα χτενιστώ… Εσύ δε θα ρθεις νωρίτερα σήμερα; Νομίζω το απαιτεί η μέρα να κάνεις μιαν εξαίρεση. Ο Ολλανδός; Σήμερα; Έκλεισε κιόλας πάλι τρίμηνο; Δε μου χες πει τίποτα αυτές τις μέρες. Και θα σε κρατήσει πολύ; Μην το πας πάλι μέχρι αργά, βρε αγάπη μου. Να βγούμε έξω για φαγητό όλοι μαζί. Θα σε περιμένουμε, ε; Άντε, καλή συνέχεια!


Ο Νίκος επιστρέφει σπίτι μετά από πέντε ώρες. Σκυφτός και σκεφτικός.

Ε:-Καλώς τον! Άργησες βρε μωρό μου! Πού είσαι; Τελικά, ο Αλέξης βγήκε με κάτι συμμαθητές του. Λογικό άλλωστε. Έχουν χαρεί τόσο πολύ! Δεν μπορούσα να τον κρατήσω μέσα. Πάντως πρέπει να πάμε να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Αύριο, τι λες; Να κλείσω κιόλας κάτι καλό, μην πάμε όπου κι όπου. Έναν τον έχουμε! Και δεν ήταν και λίγη κι η χαρά που μας έδωσε!... Μα γιατί δε μιλάς; Τι έχεις;
Ν:-Είχαμε μια μακρά συζήτηση με τον Ολλανδό.
Ε:-Τι είπατε; Για το οικονομικό τρίμηνο; Δεν πάει καλά η εταιρεία;
Ν:-Η εταιρεία μετακομίζει, Ευαγγελία. Στην Αθήνα θα μείνει ένα κατάστημα λιανικής πώλησης μόνο.
Ε:-Έτσι ξαφνικά; Κι η διοίκηση; Το προσωπικό; ΕΣΥ;
Ν:-Μου πε αν θέλω να πάω να δουλέψω στη Σόφια, πάλι ως διευθυντής.
Ε:-Στη Βουλγαρία;;;
Ν:-Ναι, με τα μισά λεφτά βέβαια. Αλλιώς…
Ε:-Αλλιώς τι, Νίκο;
Ν:-Αλλιώς άνεργος! Δρόμο, πόδι, πώς το λένε;
Ε:-Σ’ εκβίασε, ε; Λες και το ξέρα!!!
Ν:-Τι ήξερες μωρέ; Τι ήξερες;
Ε:-Μ’ αρέσει που σαι και ειδικός! Καλά, όταν εγώ σου μιλούσα για το οικονομικό ντόμινο, εσύ αγρόν ηγόραζες! Τώρα θα ήμασταν κάπου καλύτερα σε κανένα προηγμένο κράτος, όχι στη Βουλγαρία!
Ν:-Μην προτρέχεις χωρίς να ξέρεις! Το κουβέντιασα μαζί του, δεν υπάρχουν για μένα θέσεις σε δυτικό κράτος. Προηγμένο, όπως λες κι εσύ.
Ε:-Και το βιογραφικό σου; Η αξία σου; Η προσωπικότητά σου;
Ν:-Εύα μου, ξεχνάς το ρατσισμό και την ειρωνεία εις βάρος των Ελλήνων. Ακόμα και των διευθυντών. Γιατί να τοποθετήσουν εμένα ως διευθυντή κι όχι κάποιο Ολλανδό, Βέλγο, Γάλλο ή Γερμανό; Εύα, τα πράγματα δεν είναι όπως τα φαντάζεσαι κι η κακή εικόνα της Ελλάδας προς τα έξω, ενίοτε διογκωμένη… μόνο καλό δε μου κάνει…
Ε:-Και; Τι του απάντησες; Θα πας στη Σόφια ή θα παραιτηθείς;
Ν:-‘’Θα πας’’; Δε ‘’θα πάμε’’; Εσύ δε θα ρθεις; Δεν είσαι γυναίκα μου;
Ε:-Στη Βουλγαρία;;; Ε, δε σφάξανε! Τι να κάνω σε μια χώρα μαφιόζων και εξαθλιωμένων; Μ’ αρέσει που δεν ήθελες να γίνεις ‘’οικονομικός μετανάστης’’ και τώρα ετοιμάζεσαι για μια χώρα χειρότερη απ’ την πατρίδα σου! Και θες και να σ’ ακολουθήσω… Τι θα κάνω εκεί, ε; Και καλά εγώ… το παιδί; Τι θα κάνει εκεί; Εδώ οι Βουλγάρες έρχονται και μας καθαρίζουν τα σπίτια…
Ν:-Ίσως όχι για πολύ πια…
Ε:-Πλούσιοι πάντα θα υπάρχουν!
Ν:-Εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ! Απλά είχα ένα γερό μισθό κι εσύ ήθελες κι άλλα!
Ε:-Είχες τη δυνατότητα να πας και πιο πέρα! Αντ’ αυτού προτίμησες να περιμένεις στωικά την καταστροφή σου.
Ν:-Σου εξήγησα ότι θέση σε πολιτισμένο κράτος με χοντρά λεφτά δε μου προσφέρεται ούτε μου προσφέρθηκε ποτέ.
Ε:-Να κοίταγες και σε άλλη πολυεθνική κι όχι να κολλήσεις εκεί, στο ίδιο γραφείο, στον ίδιο Ολλανδό μέσα στο καβούκι σου κλεισμένος! Έπρεπε να το χες μυριστεί όταν σου κόψανε το μισθό!
Ν:-Είσαι αχάριστη κι επιθετική.
Ε:-Είμαι λογική και τετράγωνη. Και να σου θυμίσω-helloooooo-σήμερα ο γιος μας πέρασε σε σχολή άλλης πόλης! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό! Χώρια το στεγαστικό μας!
Ν:-Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει. Κι εννοείται ότι δεν έχω ξεχάσει πως ζούμε εδώ μέσα με δάνειο. Πάντα όμως έκανα ό, τι περισσότερο μπορούσα. Για να μένουμε σε καλό σπίτι, για να πάει ο Αλέξης σε ακριβό σχολείο, για να μην κουράζεσαι εσύ…
Ε:-Μπα! Χίλιες φορές να δούλευα! Υπηρέτρια έχω καταντήσει εδώ μέσα!
Ν:-Αυτό έχεις να πεις μόνο;;; Μετά από είκοσι χρόνια γάμου, είκοσι χρόνια αγώνα;
Ε:-Έχω να πω ότι κοιμάσαι βαθιά.
Ν:-Έχεις απαίσιο στόμα! Ήρθα για να συζητήσουμε ως αντρόγυνο το πρόβλημα που προέκυψε…
Ε:-Πρόβλημα; Απλώς πρόβλημα; Εδώ διαλυόμαστε!
Ν:-Θα διαλυθούμε μόνο αν το διαλέξεις εσύ!
Ε:-Εγώ διαλέγω; Από πότε; Εγώ σ’ ακολουθώ 20 χρόνια τώρα σαν πρόβατο. Εσύ αποφασίζεις και μας συμπαρασύρεις. Αλλά αυτή τη φορά θα αντιδράσω. Δε θα σ’ ακολουθήσω σα ζώο στη Σόφια. Δε θα υποβαθμίσω τη ζωή μου.
Ν:-Μπα! Και τι θα κάνεις; Θα πας στο Σικάγο;
Ε:-Δεν ξέρω. Θα δω.
Ν:-Δηλαδή με τον τρόπο σου μου ανακοινώνεις ότι τέρμα; Χωρίζουμε; Εγώ στη Σόφια, εσύ πιθανόν στην Αμερική;
Ε:-Πες μου ότι φταίω κιόλας!
Ν:-Δεν είπα ότι φταις! Είμαστε όμως κομμάτι ενός τρελού συστήματος. Οι συνέπειες της κρίσης μας αφορούν.
Ε:-Δεν έχουμε δικαιολογία γιατί βλέπαμε το κακό αλλά δεν κινητοποιηθήκαμε εγκαίρως. Κάποτε σου χα πει να περάσουμε στην αντίπερα όχθη πριν πνιγούμε μαζί με τη μάζα…
Ν:-Όλα στα λόγια είναι εύκολα. Η εταιρεία δεν είχε λόγους να κλείσει. Το κάνουν προληπτικά…
Ε:-Νίκο, δεν έψαξες για τίποτα καλύτερο επαγγελματικά όσο ήταν καιρός! Δεν πήρες τη ζωή μας στα σοβαρά! Δεν απαίτησες! Δε διεκδίκησες, έστω!
Ν:-Και λοιπόν; Και τώρα; Τι θα κάνεις εσύ που ξέρεις να τα λύνεις όλα;
Ε:-Δεν ξέρω. Με αιφνιδίασες.
Ν:-Αν η αντίπερα όχθη είναι για σένα η άλλη άκρη του Ατλαντικού, δηλαδή το Σικάγο, πήγαινε. Ξέρεις ότι ειδυλλιακά δε θα ναι αλλά προκειμένου να κάνεις το δικό σου και να μου πας κόντρα, στη Σόφια μια φορά δε θα ρθεις! Το ξέρω εκ των προτέρων. Εγώ πάντως σε ενημερώνω ότι θα πάω στη Βουλγαρία ψάχνοντας παράλληλα κάτι καλύτερο. Θα πιεστώ όσο μπορώ για να σώσω το σπίτι μας και να μην το φάει η τράπεζα. Όσο για τον Αλέξη, θα ξεκινήσει τις σπουδές του με τα λεφτά της ασφάλειας και ίδωμεν.
Ε:-Ωραία τα έχεις σκεφτεί!
Ν:-Δεν έχω επιλογή. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή με τα τωρινά δεδομένα. Εδώ ο κόσμος ψάχνει για οτιδήποτε χρήσιμο στα σκουπίδια ή κάθεται στην ουρά του συσσιτίου της εκκλησίας για λίγο φαΐ! Δεν μπορώ να μην πάω στη Βουλγαρία… Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι καλύτερο, κάτι ‘’πολυτελέστερο’’.
Ε:-Με ειρωνεύεσαι;
Ν:-Διόλου! Σου εξηγώ ευθέως τι συμβαίνει και σε προειδοποιώ: Αν φύγεις για την ‘’αντίπερα όχθη’’, μην τολμήσεις να μου ξανακουβαληθείς αν και όταν βρεθώ σε προνομιακότερη δουλειά.
Ε:-ΟΤΑΝ ΚΑΙ ΑΝ…
Ν:-Είσαι πολύ σκληρή. Δε σε ήξερα τελικά…
Ε:-Και πότε πρέπει να φύγεις;
Ν:-Μέχρι τα Χριστούγεννα το παράρτημα της Αθήνας θα ναι παρελθόν. Και προφανώς κι εσύ…
Ε:-Δεν έχω αποφασίσει. Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα, έχω συγχυστεί. Θα δω τι θα κάνω… Θέλω να μιλήσω και με το παιδί…
Ν:-Όπως θες… ενίσχυση της σκηνής με ανάλογο μουσικό θέμα κάποιων δευτερολέπτων.

----ΤΕΛΟΣ----



Σημείωμα της συγγραφέως:

Πόσο καλά γνωρίζουμε το σύντροφό μας; Πόσο η οικονομική κρίση απ’ τη μια κι ο ανελέητος αριβισμός απ’ την άλλη μπορούν να διαλύσουν μια οικογένεια; Πού βρίσκεται η ‘’αντίπερα όχθη’’ που θα μας προσφέρει τη λύτρωση; Είναι υπαρκτή ή τα νερά της λιμνάζουν στη φαντασία του μυαλού μας ανακουφίζοντάς μας από ό, τι μας ενοχλεί ή πιο απλά δε μας ικανοποιεί αρκετά;
Ένα ζευγάρι 20 χρόνια παντρεμένο, ένας γιος μαθητής του 20, μια μείωση μισθού 7 τοις εκατό και συνέχεια διαιρεμένος διά του 2, 3 τρίμηνα, 4 μήνες μέχρι το οριστικό τέλος.