Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Σχολιασμός των Αποθηκάριων από το Ν.Γ. Λυκομήτρο

Μετά το θεατρικό σκετς με τίτλο «Στην Αντίπερα Όχθη», όπου η Μαρίνα Αποστόλου παρουσίασε τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης σε μία μεσοαστική ελληνική οικογένεια, η συγγραφέας και ποιήτρια επιστρέφει με το θεατρικό μονόπρακτο «Οι Αποθηκάριοι», στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονται δύο εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. 

Ο Γιάννης και ο Θανάσης, δύο φίλοι και συνάδελφοι, εργάζονται ως αποθηκάριοι σε super market. Έχουν «πατήσει» τα σαράντα και είναι παντρεμένοι με δύο παιδιά έκαστος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του έργου, τούς παρακολουθούμε να κουβεντιάζουν σ’ ένα διάλειμμα από τη δουλειά και να ξεδιπλώνουν το μικροαστισμό, το ρατσισμό, τη φαλλοκρατία και, γενικώς, τις χειρότερες πλευρές του χαρακτήρα τους.

Υιοθετώντας μία νατουραλιστική αφήγηση και ρεαλιστικούς διαλόγους, η Μαρίνα Αποστόλου παρουσιάζει δύο χαρακτήρες χωρίς φτιασίδια, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Η προσέγγισή της φέρνει στο νου την άποψη που διατυπώνει ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα «Οι Μοιραίοι». Οι δύο συνάδελφοι κατηγορούν όλους εκτός από τον εαυτό τους για τα προβλήματά τους. Οπωσδήποτε βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα και σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον αλλά αδυνατούν να σκεφτούν τα πράγματα πέρα από το μικρόκοσμό τους και ν’ ασκήσουν οποιαδήποτε αυτοκριτική. Ο ένας από αυτούς τρέφει ένα μικροαστικό όνειρο απόδρασης από τη μισθωτή εργασία, το οποίο τον κρατά «ζωντανό» στην καθημερινότητα της αποθήκης και των οικογενειακών υποχρεώσεων. Ο άλλος, πιο πραγματιστής, αντιλαμβάνεται ότι οι προσδοκίες του φίλου του δεν είναι ρεαλιστικές και του ασκεί κριτική, έχοντας, όμως, ιδιοτελείς σκοπούς.

Η αλληλεγγύη είναι μια έννοια άγνωστη και στους δύο. Παρότι τους ενώνει ο κοινός εργασιακός χώρος, η αγάπη για την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα και παρόλο που, ουσιαστικά, «βράζουν» στο ίδιο καζάνι, ο ατομικισμός είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και των δύο. Με άλλα λόγια, χωρίς ίχνος ταξικής συνείδησης και διαψεύδοντας τις προσδοκίες αυτών που οραματίζονται την κοινωνική αλλαγή, οι δύο εργάτες κοιτούν αποκλειστικά τον εαυτό τους και, μάλιστα, ο ένας από αυτούς ετοιμάζεται να προδώσει τον άλλον.

Η εξέλιξη της πλοκής οικοδομείται γύρω από την προσπάθεια του Θανάση να «υφαρπάξει» τη γυναίκα του Γιάννη, συντρίβοντάς τον και επαγγελματικά, αφού έχει φροντίσει να «διαρρεύσει» στο αφεντικό τους ότι ο υποτιθέμενος καλός του φίλος και συνάδελφος δεν είναι και τόσο επιμελής στα καθήκοντά του. Μέσα από τους διαλόγους των δύο μαθαίνουμε ότι ο Γιάννης παραμελεί τη γυναίκα του, την κακομεταχειρίζεται, ενώ δεν παραλείπει να έχει «περιπέτειες» με άλλες γυναίκες. Ο ίδιος θεωρεί ότι έχει κάθε δικαίωμα να συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς είναι συνεπής στις οικονομικές και, εν μέρει, στις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Όμως, κι ο κρίνων δεν είναι καλύτερος. Παρόλο που σωστά επισημαίνει την απαράδεκτη συμπεριφορά του φίλου του, ο Θανάσης έχει ήδη συνάψει δεσμό με τη γυναίκα του και ετοιμάζεται για το «μεγάλο κόλπο», δηλ. να μεθοδεύσει την απόλυση του Γιάννη από τη δουλειά και το χωρισμό του από τη γυναίκα του. 

Το σχέδιο μπαίνει στο τελικό του στάδιο όταν το αφεντικό καλεί το Γιάννη στο γραφείο του και του ανακοινώνει την απόλυσή του. Ο Γιάννης χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, χωρίς να υποψιάζεται τι άλλο πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Από ένα λάθος του Θανάση, ο Γιάννης αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα του τον απατά με τον καλύτερό του φίλο και τότε οι μάσκες «πέφτουν». Ο Θανάσης, μην έχοντας άλλη επιλογή πλέον αλλά και με μια έντονη δόση κυνισμού, παραδέχεται τα πάντα και επιτίθεται φραστικά στο συνάδελφό του. Καθώς οι δυο τους καβγαδίζουν, ξεσπά φωτιά και τότε διαπιστώνουν ότι έχουν εγκλωβιστεί στην αποθήκη. Όσα έχουν προηγηθεί μοιάζουν πλέον ασήμαντα. Όλες οι προσπάθειές τους να ξεφύγουν από το θάνατο αποβαίνουν άκαρπες και, μοιραία, χάνουν τη ζωή τους. Όπως αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας στο σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου:

«Η τραγική τους κατάληξη μπορεί να λάβει τόσο κυριολεκτικό όσο και αλληγορικό περιεχόμενο. Κυριολεκτικό ως προς το προφανές φινάλε του οποίου τυγχάνουν οι δύο αποθηκάριοι: ατύχημα στο χώρο εργασίας, θάνατος από ασφυξία, έλλειψη μέτρων ασφαλείας απ’ την πλευρά του ιδιοκτήτη, ολιγωρία από την Πυροσβεστική. Αλληγορικό ως προς τη συμβολική διάσταση του θανάτου τους: Μια φωτιά που απανθράκωσε το πνεύμα και κατ’ επέκταση την ίδια τη ζωή ως τη μοναδική ευκαιρία που έχει ο καθένας από εμάς για δημιουργικότητα, μετουσίωση της φαντασίας σε έργα, πολιτισμό.»   

Η Μαρίνα Αποστόλου παρουσιάζει άλλη μια θεατρική ιστορία βγαλμένη από την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, αντλώντας έμπνευση από τον κοινωνικό της περίγυρο. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Γιάννης και ο Θανάσης, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα ανθρώπων που συντρίβονται από το σύστημα ως πρώτα θύματα του «καθοδικού κύκλου της παγκόσμιας και, ειδικότερα, της ελληνικής οικονομίας». Ωστόσο, τα θύματα μετατρέπονται και σε θύτες σε ό,τι έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αντί η κρίση να τους συσπειρώσει, ο καθένας κοιτά το προσωπικό του συμφέρον και στο τέλος έρχεται και η προδοσία σε προσωπικό επίπεδο για να καταδείξει την ψυχική απόσταση που υφίσταται μεταξύ των δύο προσώπων. Η Αποστόλου διαπιστώνει ότι πέρα από την οικονομική καταστροφή και την αλλοτρίωση που επιφέρει στους ανθρώπους η κρίση (καθώς θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι ο Θανάσης επιδιώκει την απόλυση του Γιάννη τόσο για να διασφαλίσει τη δική του εργασία, όσο και για να αποδυναμώσει οικονομικά τον ερωτικό του αντίζηλο), υπάρχει και το ζήτημα της ατομικής ευθύνης. Ακόμα και μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες, περιορισμένες έστω, επιλογές και ο καθένας καλείται να πορευθεί ανάλογα και να αναλάβει τις ευθύνες του. Η φωτιά στο τέλος αποδεικνύει το αδιέξοδο των επιλογών και των δύο πρωταγωνιστών. 

Η Μαρίνα Αποστόλου με το έργο «Οι Αποθηκάριοι» πραγματοποιεί ένα ακόμη σημαντικό βήμα για τη διαμόρφωση ενός διακριτού συγγραφικού στίγματος. Με μια ιστορία άρτια δομημένη αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον και μας «υποχρεώνει» ν’ αναμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο θεατρικό της πόνημα.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΕΛΑ ΜΑΡΙΑ

ΕΛΑ ΜΑΡΙΑ (ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ)

Τόπος: Αθήνα
Διαμέρισμα, γραφείο στο σαλόνι
Ήρωας που μονολογεί: Ο Γιώργος, ιατρός στο επάγγελμα, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή. Συζεί με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδελφό του Γιάννη ο οποίος διατηρεί εδώ και χρόνια σχέση με τη Μαρία. Ο Γιάννης, εργασιομανής, κοινωνικός και υπερκινητικός λείπει πολύ απ’ το σπίτι ενώ η φθορά της μακρόχρονης σχέσης του τον έχει οδηγήσει σε μικροπεριπέτειες με εφήμερους επιφανειακούς έρωτες τους οποίους κρύβει, όσο μπορεί, απ’ τη Μαρία. Εκείνη, που έχει συμβόλαιο με ιδιωτική εταιρεία τηλεφωνίας το οποίο της παρέχει απεριόριστες κλήσεις σε σταθερά μα όχι και σε κινητά, καλεί μονίμως στο σταθερό αριθμό των δύο αδερφών, τόσο για να επικοινωνήσει φλυαρώντας με το Γιάννη όσο και εμμέσως να τον ελέγξει. Μάλιστα, δε διστάζει να ρωτήσει το Γιώργο για το πού βρίσκεται ο Γιάννης όταν ο τελευταίος λείπει. Και δυστυχώς, τις τελευταίες μέρες λείπει όλο και πιο συχνά…
Ο Γιώργος είναι καστανός, συνηθισμένος τύπος, με γυαλιά γύρω στα 30. Πλαδαρός απ’ την καθιστική ζωή, σοβαροφανής και ίσως εξελικτικά φαιδρός. Το γραφείο του λιτό, με ένα φορητό υπολογιστή, ένα φωτιστικό και χοντρά βιβλία της επιστήμης του. Στα δεξιά του το σταθερό τηλέφωνο. Στον τοίχο ένα κλασσικό στρογγυλό ρολόι.

Με λένε Γιώργο. Ζω στην Αθήνα, είμαι γιατρός… ειδικευμένος παθολόγος και συζώ με το Γιάννη, το μεγαλύτερό μου αδερφό μου. Εκείνος είναι έμπορος, έχει μαγαζί με ηλεκτρικά είδη μα σπανίως είναι εκεί. Πολυάσχολος, αεικίνητος και ζωηρός! Διατηρεί σχέση με τη Μαρία, γραμματέα σε μια δημόσια υπηρεσία. Συχνά, τον παίρνει τηλέφωνο εδώ στο σταθερό μας. Η σύνδεσή της στην Telephonica της δίνει απεριόριστες κλήσεις σε σταθερά τηλέφωνα όχι όμως και σε κινητά. Κι έτσι μιλάει με το Γιάννη σχεδόν μόνο από δω… όταν βέβαια είναι εδώ… Γιατί τελευταία ο αδελφούλης μου ξεπορτίζει όλο και πιο συχνά. Όλο ξαφνικά ραντεβού, πελάτες από επαρχία, αναβολές στις συναντήσεις του με τη Μαρία, δικαιολογίες για την καθυστέρηση επιστροφής του το βράδυ στο σπίτι. Κι εγώ, καθισμένος εδώ, γράφοντας το διδακτορικό μου, σηκώνω το τηλέφωνο και αν ο Γιάννης είναι εδώ, καλώς. Αν όχι, πρέπει να τον καλύψω. Κάθε μέρα όμως γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Πρώτη μέρα, βράδυ, 20.30. Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι η Μαρία, το απαντάει ο Γιώργος:
-Έλα, Μαρία μου, καλησπέρα. Καλά είμαι, εσύ; Εδώ… γράφω μανιωδώς. Ε, εντάξει, έχω αρκετή δουλειά. Το θέμα είναι ότι έχω τελειώσει με τις δημοσιεύσεις. Έχω όμως να μεταφράσω άρθρα. Ναι… ναι… Ο Γιάννης; Δεν είναι εδώ Μαρία μου. Πήρες στο μαγαζί; Ααα… ήταν η πωλήτρια; Ε, τι να σου πω; Σάμπως μου λέει πού πάει; Τον ξέρεις τώρα το Γιάννη. Ησυχία δεν έχει. Θες να πάρεις σε καμιά ωρίτσα; ΟΚ! Μάλλον θα τον βρεις τότε. Έλα μου, φιλιά.
Το ίδιο βράδυ, μία ώρα μετά. Ο Γιώργος πνιγμένος στις σημειώσεις και τα λεξικά με την ιατρική ορολογία στα αγγλικά, σχεδόν δεν έχει κάνει κανένα διάλειμμα. Κουρασμένος, ο καφές του έχει τελειώσει πλέον, με τα μαλλιά ανάκατα. Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο και δεν είναι άλλη απ’ τη Μαρία. Ο Γιάννης όμως δεν έχει φανεί ακόμα…
-Έλα, Μαρία μου… Δεν ενοχλείς, μην το ξαναπείς… Εδώ συνεχίζω… Δε βγαίνει τόσο εύκολα… Εεε ο Γιάννης δεν επέστρεψε ακόμα. Δεν ξέρω, τι να πω; Άργησε όντως. Και μένα δε με πήρε τηλέφωνο. Μάλλον θα μπλεξε με κανα πελάτη. Κοίτα, με το που θα έρθει θα του πω να σε πάρει εκείνος, οκ; Εντάξει. Θα σε πάρει εκείνος. Μην ανησυχείς. Καλό βράδυ.
Δεύτερη μέρα, βράδυ 20.00. Χτυπάει πάλι το τηλέφωνο, είναι η Μαρία, το σηκώνει ο Γιώργος.
-Έλα, Μαρία μου… Καλησπέρα. Καλά είμαι. Σε πήρε χτες ο Γιάννης; Σε πήρε, ε; Ε, θα άργησε πολύ. Γιατί εγώ γύρω στις έντεκα ξεράθηκα. Είχα ζαλιστεί. Ούτε που τον πήρα χαμπάρι. Του χα αφήσει όμως σημείωμα πάνω στο γραφείο του να σου τηλεφωνήσει. Δεν ήξερα μέχρι ποια ώρα όμως θα ήσουν διαθέσιμη. Θα το χα γράψει κι αυτό στο σημείωμα. Εεε εντάξει, έχεις δίκιο, όμως θα ήθελες να κοιμηθείς κι εσύ… κουράζεσαι, ξυπνάς πρωί. Τον αδελφό μου θα περιμένεις όλη νύχτα; Έτσι είναι. Δεν είναι εδώ πάντως ούτε τώρα. Τρίτη σήμερα. Θα αργήσει σίγουρα… Δουλειά να υπάρχει, Μαρία μου. Τέτοιες εποχές… δουλειά να υπάρχει! Να βάλει και να φράγκο στην άκρη. Οκ, μόλις έρθει θα του πω να σου κάνει αναπάντητη να τον πάρεις στο σταθερό. Καλό βράδυ!
Τρίτη μέρα, βραδάκι, 19.00. Τα μαγαζιά είναι κλειστά καθότι Τετάρτη. Ο Γιώργος κλασσικά γράφει το διδακτορικό του, ο Γιάννης λείπει και πάλι, η Μαρία καλεί στο σταθερό τους.
Έλα Μαρία μου, τι γίνεσαι; Πώς πήγε σήμερα; Κούραση, ε; Κι εγώ τα ίδια, στο πήξιμο! Καθημερινότητα! Ο Γιάννης; Δεν είναι εδώ, κούκλα μου! Δεν ξέρω, νομίζω ότι είχε ραντεβού με ένα πελάτη από επαρχία. Τι να σου πω; Νομίζω με κάποιον εστιάτορα. Θες να καλέσεις σε λίγο; Οκ, σε καμιά ωρίτσα. Έλα μου, φιλιά!
Δεν πάει άλλο με τον αδελφό μου! Θα τον πάρω στο κινητό να δω πού βόσκει. Η Μαρία θα ξαναπάρει σε μια ώρα και κάτι πρέπει να της πω.
Ο Γιώργος καλεί το Γιάννη στο κινητό. Αργεί να το σηκώσει.
-Έλα ρε! Πού είσαι; Εγώ τι θέλω; Η Μαρία σε ψάχνει! Τι να της πω; Θα ξαναπάρει! Ότι έχεις επαγγελματικό γεύμα; Κατάλαβα! Τουλάχιστον στείλτης κανένα μήνυμα στο κινητό. Άντε, μην αργήσεις!!!
Το τηλέφωνο χτυπάει μετά από μία ώρα. Η Μαρία, επίμονη, θέλει να βρει το Γιάννη.
-Έλα κορίτσι μου! Ναι, μίλησα με το Γιάννη πριν λίγο. Έχει επαγγελματικό γεύμα. Μάλλον ο εστιάτορας που λέγαμε. Σου στειλε μήνυμα; Ααα, οκ! Άρα σε ενημέρωσε πού είναι. Εεε, όχι, δε γύρισε ακόμα. Προφανώς θα καθυστερήσει. Πέσε για ύπνο, Μαράκι μου. Τα λέτε το πρωί. Έλα μου, καληνύχτα!
Βρε κακός μπελάς που με βρήκε!
Τέταρτη μέρα, πάλι βραδάκι. Πάλι γύρω στις 8. Η Μαρία δεν παραλείπει να δώσει το ‘’παρών’’ τηλεφωνικά ψάχνοντας, ποιον άλλο;, το Γιάννη! Εκείνος όμως δεν είναι στο σπίτι. Ο Γιώργος καλείται και πάλι να απαντήσει και να δικαιολογήσει τον αδελφό του.
-Έλα Μαρία μου, καλησπέρα. Πώς είσαι; Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω, Μαρία μου. Τρέχει. Όλη μέρα τρέχει. Τι να γίνει; Υποχρεώσεις. Δεν αφήνει πελάτη για πελάτη. Εργασιομανής! Έμπορος ο άντρας σου, τι να τον κάνεις; Έλα βρε Μαράκι μου! Δεν πιστεύω να έχεις τίποτα ιδέες; Υπερβολική. Στο λέω εγώ. Τζάμπα φοβάσαι. Πού χρόνος για τσιλιμπουρδίσματα; Απορώ πού πάει το μυαλό σου!.. Εντάξει. Θα τα πούμε. Ελπίζω κάποια στιγμή κι από κοντά. Να πιούμε κανα ουζάκι, οκ; Καλό βράδυ!
Νομίζω ότι έχει αρχίσει να με υποψιάζεται. Τι να κάνω όμως κι εγώ; Ούτε κι εγώ ξέρω πού γυρνοβολάει ο Γιαννάκης. Βέβαια κι εγώ τον υποψιάζομαι, αλλά τι να κάνω; Να προδώσω τον αδελφό μου για κάτι μάλιστα που δεν είμαι σίγουρος; Κι έπειτα κι αυτή η Μαρία αφού έχει καταλάβει, τι θέλει και παίρνει τηλέφωνο εδώ και με φέρνει σε δύσκολη θέση; Δε μ’ αφήνει στην ησυχία μου; Έχω και δουλειά!

Πέμπτη μέρα, το ίδιο σκηνικό. Η Μαρία με το ίδιο πείσμα, την ίδια περίπου πάλι ώρα. Ο Γιώργος έχοντας αρχίσει να νευριάζει και μη μπορώντας να της μιλήσει απότομα, αποφασίζει να μην το σηκώσει. Αν και ξέρει η νύφη του ότι αυτή την ώρα συνήθως μένει σπίτι καθότι τον καίει να γράψει το διδακτορικό του, κάνει το ‘’κορόιδο’’ μπας και η Μαρία το καταλάβει και σταματήσει. Η Μαρία κάλεσε δύο φορές την ίδια βραδιά, μα επί ματαίω.
Δε θα το πιάσω, όχι δε θα το σηκώσω! Τι φταίω εγώ στο κάτω κάτω της γραφής; Δε θα το σηκώσω, θα το καταλάβει και θα πάψει. Κι έτσι δε θα τον κυνηγάει από εδώ. Αφού κι αυτός είναι αναίσθητος, ας τα βρούνε μεταξύ τους. Τι με βάζουνε στη μέση;

Έκτη μέρα, η Μαρία παρόλη τη βουβαμάρα της προηγούμενης μέρας, δεν πτοείται. Επιχειρεί και πάλι να ψάξει το Γιάννη στο σταθερό εκπλήσσοντας το Γιώργο. Ο τελευταίος αποφασίζει να αλλάξει πορεία πλεύσης υιοθετώντας ένα ύφος πιο έντονο.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Βλέπει την αναγνώριση κλήσης.
Πάλι η Μαρία; ΈΛΕΟΣ! Τι θα την κάνω; Καλά, είναι εντελώς τζαζ; Δεν καταλαβαίνει;; Ας το σηκώσω κι ό,τι μου ρθει!
-Έλα Μαρία, καλησπέρα. Καλά είμαι. Εσύ; Ο Γιάννης; Όχι δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω Μαράκι μου. Τι τα λες σε μένα; Ακόμα κι αν σου πω ότι έχεις δίκιο, τι θα βγει; Οι δυο σας πρέπει να τα βρείτε. Ε, κάνε του παράπονα από κοντά! Μαρία, έχω δουλειά κοπέλα μου. Έχω δουλειά κι ένα κεφάλι πηγμένο. Αδύνατον να ασχοληθώ με τα τερτίπια σας. Καληνύχτα και τα λέμε!
Δε μ’ αρέσει που της μίλησα απότομα… Δεν ήταν ευγενικό. Αλλά ίσως έτσι κατανοήσει και τουλάχιστον πάψει να με πιέζει.

Έβδομη μέρα, η Μαρία καλεί και πάλι. Η αγένεια του Γιώργου την έχει πεισμώσει. Εκείνος αποφασίζει να την ειρωνευτεί θεωρώντας ότι πια μετέρχεται το σωστό τρόπο… η ειρωνεία είναι πιο σκληρή από το να της βάλει τις φωνές.
-Καλησπέραααα… τι να κάνω; Όπως τα ξέρεις. Ίσως βγω πιο μετά. Θα δω. Ο Γιάννης; Μμμ, δεν ξέρω. Δεν έχω σκεφτεί και καμιά καλή δικαιολογία να σου πω. Δεν περίμενα να ξαναπάρεις, βλέπεις…
(Ακούγεται μέσα απ’ το τηλέφωνο γυναικεία φωνή που μιλάει γρήγορα και εκνευρισμένα.)
Εκείνη θυμώνει και κλείνει απότομα το ακουστικό (ακούγεται ‘’του του του’’). Ο Γιώργος γελάει. Η κατάσταση συνεχίζεται όμως για μέρες κάθε βράδυ ανελλιπώς. Ο Γιάννης λείπει συνέχεια, ο Γιώργος, σπιτόγατος, αποκρούει τις κλήσεις της Μαρίας λέγοντας διάφορα ψέματα όπως πχ ότι το Γιάννη τον έπιασε λάστιχο, μπαταρία αυτοκινήτου, μποτιλιάρισμα στην εθνική, δυνατός πονοκέφαλος και κοιμάται. Αυτά όμως δεν αρκούν και τα λόγια του Γιώργου γίνονται όλο και πιο καυστικά, ενίοτε προκλητικά είτε ωμά. Η συνομιλία τους εξελίσσεται σε παρωδία.

Όγδοη μέρα
-Έλα Μαρία μου… Δε θα το πιστέψεις! Το Γιάννη τον έπιασε λάστιχο! Ναι παιδί μου, και περιμένει την οδική βοήθεια. Εμ, καλομαθημένος ο αδελφούλης μου. Ούτε ένα λάστιχο δεν είναι ικανός να αντικαταστήσει.
Ένατη μέρα
-Έλα κορίτσι μου. Ο Γιάννης έμεινε από μπαταρία. Ναι, γκαντεμιά. Τον κυνηγάει η γκαντεμιά… τι να πω; Πάλι με την οδική βοήθεια. Δε λες που έχει προβλέψει; Αλλιώς θα ταν πολλά τα λεφτά. Έτσι είναι. Δεν ξέρεις πότε θα σε βρει η ριμάδα η μπαταρία…
Δέκατη μέρα
-Δεν τα μαθες; Ατύχημα παιδί μου! Όχι, ο Γιάννης, Θεός φυλάξοι! Προσπέραση ενός ΙΧ σε ένα άλλο. Στην εθνική Αθηνών-Λαμίας, στο 11ο χιλιόμετρο. Έχουν μπλοκαριστεί πολλά αυτοκίνητα. Ξέρεις, η εθνική άμα κολλήσει, τέλος. Από πού να φύγεις;
Ενδέκατη μέρα
-Άστα, πολύς πονοκέφαλος. Έχει κλείσει τα παντζούρια, δεν θέλει καθόλου φως. Κοντεύει να σπάσει το κεφάλι του. Πήρε ένα ντεπόν αλλά ξέρεις, θέλει το χρόνο του. Πρέπει να κοιμηθεί να ηρεμήσει.
Δωδέκατη μέρα
-Έλα Μαρία, τι κάνεις; Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Να σου πω, πες μου τι ψέμα σου πα χτες να μην στο ξαναπώ σήμερα!
Δέκατη τρίτη μέρα
-Ο Γιάννης δεν είναι εδώ. Πάρε με σε δέκα λεπτά να σκεφτώ ένα καλό πειστικό ψέμα και με ξαναπαίρνεις! Με πιάνεις απροετοίμαστο! Συνήθως γύρω στις 8 δεν παίρνεις; Σήμερα γιατί πήρες τρία τέταρτα πιο νωρίς;;;
Δέκατη τέταρτη μέρα
-Δεν είναι εδώ, όχι. Πού είναι; Πού κρύβεται; Μισό… επειδή έχω εξαντλήσει τις δικαιολογίες, μισό να ρωτήσω τον κολλητό μου που τον έχω στο κινητό, μην έχει καμιά καλή ιδέα!!!
Δέκατη πέμπτη μέρα
-Ο Γιάννης; Μισό λεπτό να δω στη λίστα με τα ψέματα… να δω ποια έχω σβήσει… να δω τι μένει!
Δέκατη έκτη μέρα
-Μαρία, σε ντρέπομαι πια. Κουράστηκα να σε φλομώνω στο δούλεμα και στο ψέμα!!! Μην εθελοτυφλείς, σε παρακαλώ! Ξεφτιλιζόμαστε και οι δύο, δεν το βλέπεις; Ε, ναι! Ο Γιάννης έχει γκόμενα, γκόμενες, ένας Θεός ξέρει πού τρέχει! Κάνε ό, τι θες μόνο μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Βοήθεια πια! Έτσι μου ρχεται να κόψω το σταθερό αλλά έχε χάρη που έχω ανάγκη το ίντερνετ για το διδακτορικό μου!
Δέκατη έβδομη μέρα
Ο Γιώργος με το που χτυπάει το τηλέφωνο, σηκώνει και κλείνει αμέσως το ακουστικό. Αυτό γίνεται τρεις φορές.
Δέκατη όγδοη μέρα
Η σκηνή κλείνει με το Γιώργο στη βιβλιοθήκη της Ιατρικής σχολής Αθηνών να συνεχίζει εκεί την εκπόνηση της διατριβής του απαλλαγμένος πλέον απ’ τη Μαρία!

Μέσα από ένα μονόλογο σκιαγραφούνται τρεις προσωπικότητες:
1)Η Μαρία: πείσμων, εθελοτυφλεί, πιέζει, παρότι βλέπει την αλήθεια, δεν έχει εγωισμό, ίσως ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ανακριτική, ενοχλητική καθώς ξέρει ότι ο Γιώργος έχει δουλειά
2)Ο Γιώργος: ευγενικός αρχικά, αδιάφορος στη συνέχεια, αλληλέγγυος στον αδελφό του, μεταλλάσσεται σε κυνικό, είρωνα και προσβλητικό ή ακόμα και ωμό. Στο τέλος αγανακτεί εντελώς.
3)Ο Γιάννης: γυναικάς, ψεύτης, αδιάφορος και σίγουρος ότι η Μαρία δεν πρόκειται να τον χωρίσει παρά την άσχημη συμπεριφορά του.

Μαρίνα Αποστόλου