Σάββατο 28 Ιουλίου 2012


Η λατέρνα

Σουρούπωσε
κι ο ουρανός κοκκίνισε
και δρόσισε
κι όμορφα μύρισε το απόγευμα στο λιμάνι
και η πλατεία κόσμο γέμισε
φωνές και γέλια από παιδιά
κι οι δίσκοι με τα φλιτζάνια και τα ποτήρια
συνεχόμενα έκαναν δρομολόγια
από τα τραπεζάκια στην κουζίνα και πάλι πίσω
Κι εκεί, εκεί που το καλοκαίριασμα γλύκαινε όλο το νησί*
εκεί, εκεί η λατέρνα εμφανιζόταν με την κλαμένη της μελωδία
στολισμένη, όπως πάντα, με πολύχρωμα γαρύφαλλα και φωτογραφίες
κι η ιαχή της πόνο μαρτυρούσε και παράπονο δήλωνε
και μήτε τα γέλια μήτε οι ομιλίες μήτε οι παιδικές φωνές μπορούσαν να τη σβήσουν, ούτε καν να την καλύψουν
Κι αρκούσαν, τα πέντε λεπτά που δίπλα σου στεκόταν, αρκούσαν για να σου σκίσουν την καρδιά και να σου θυμίσουν ό, τι  πιο μελαγχολικό σε σταύρωσε
Και μετά απ’ αυτό έφευγε… έτσι, νικήτρια, δαφνοστεφανωμένη από τη λύπη
Κι εσύ, εσύ έμενες πίσω αμίλητος κι ανέκφραστος και να θελες, αδύνατο να της ξεφύγεις
Καθόσουν βιδωμένος στην καρέκλα σου, παγωμένος καθότι άοπλος
Τίποτα δεν άκουγες πια
Μόνο έβλεπες τη λατέρνα να ξεμακραίνει πηγαίνοντας αλλού να τιμωρήσει
Να θυμίσει, να πονέσει…
Είχε πια νυχτώσει.

*Κάλυμνος