Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

 


ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ

της Λίλλιαν Χέλλμαν

Θέατρο Χυτήριο - Σημείο Πολιτισμού

Ιερά Οδός 44, Γκάζι

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν


Σάββατο, 12 Μαρτίου 2022

7 μ.μ.

Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

"Το μίσος είναι ίδιο με την αγάπη... Πάντα είναι ωραία τα δώρα... Η πολλή χαρά φέρνει δυστυχία... Πολλές φορές επινοούμε αυτό που επιθυμούμε".

Το αριστουργηματικό έργο Παιχνίδια στη σοφίτα της Λίλλιαν Χέλλμαν σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν (με βοηθό τη Χριστιάννα Μαργιόλη) ανεβαίνει κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή στις 7 μ.μ. στο Θέατρο Χυτήριο - Σημείο Πολιτισμού.

Πρόκειται για μια εξαιρετική παραγωγή της Βάσιας Παναγοπούλου σε ένα θέατρο αληθινό στολίδι τέχνης που εδώ και χρόνια φιλοξενεί θαυμάσιες παραστάσεις.

Ο Αλέξανδρος Κοέν πραγματικά μεγαλουργεί. Παίρνει στα χέρια του το κείμενο της Χέλλμαν και μέσα από μια σκοτεινή, ψυχαναλυτική (πρβλ. τα έργα του Στρίντμπεργκ) έως ψυχεδελική και πολυαισθητηριακή προσέγγιση, που ερεθίζει όραση και ακοή αλλά κυρίως ταράζει κι αφυπνίζει τη σκέψη και το συναίσθημα του θεατή, το αναδεικνύει και το απογειώνει.

Ο σκηνοθέτης υπογράφει και τη μετάφραση. Μάλιστα, σε αρκετά σημεία το διασκευάζει χάριν σκηνικής οικονομίας. Λόγου χάριν, στην έναρξη του έργου δεν γνωρίζουμε τον έγχρωμο παγοπώλη που μεταφέρει πάγο στην οικία των αδερφών Άννας και Κάρυ Μπερνιέ (Τζούλη Σούμα και Θεοδώρα Σιάρκου αντίστοιχα). Εκεί η Χέλλμαν δίνει μέσα από τους στίχους της το στίγμα του ρατσισμού στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης που κατοικείται από πολυάριθμους έγχρωμους ("οι νέγροι φτάσανε να μιλάνε σαν λευκοί" λέει η μία από τις δύο αδελφές) αλλά και σκιαγραφεί διά στόματος του παγοπώλη τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα των δύο γυναικών που έχουν μεγαλώσει και θυμώνουν επειδή ο πωλητής περνάει τον πάγο μέσα από το σαλόνι... Εκεί ο ίδιος γνωρίζει στους θεατές την πιο σημαντική πληροφορία (άξονα γύρω από τον οποίο πλέκεται η υπόθεση) που δεν είναι άλλη από το ότι ο Τζούλιαν, ο αδερφός των γυναικών, δεν μένει πια μαζί τους κι αυτές οφείλουν να το συνειδητοποιήσουν. Άλλη, φερ' ειπείν ευφυή παρέμβαση που κάνει ο Κοέν είναι να παραλλάξει την καιρική συνθήκη που επικρατεί στην εναρκτήρια σκηνή. Επιλέγει το μελαγχολικό φθινόπωρο και τη λυπητερή βροχή (βλέπουμε ξερά κίτρινα φύλλα πάνω στη σκηνή που αργότερα σκουπίζει η Κάρυ) κι όχι την αφόρητη, αποπνικτική ζέστη που περιγράφει η συγγραφέας (αν και οι διαπροσωπικές σχέσεις που πραγματεύεται το έργο είναι όντως πνιγηρές). 

Οι δύο αδερφές, με τα μαλλιά τους πιασμένα κότσο και με συντηρητικό ντύσιμο, μιλούν για την επερχόμενη καταιγίδα που γράφει η εφημερίδα, χωρίς η μία να κοιτάζει την άλλη. Η σχέση τους έχει κουραστεί, όπως ακριβώς κουρασμένες είναι και οι δύο, τόσο ηλικιακά όσο και ψυχολογικά. Ωστόσο, εργάζονται ακόμη: η Κάρυ η πιο νέα, σε δουλειά γραφείου με εργοδότη κάποιον που φέρει σχεδόν χαρακτηριστικά δυνάστη κι η Άννα, η πιο μεγάλη, σε πόστο πωλήτριας όπου η συνθήκη εργασίας της δεν είναι πιο δελεαστική. Παλεύουν να διατηρήσουν την αδελφική τους σχέση (μάλιστα η μία προσφέρει στην άλλη ένα δώρο κάθε εβδομάδα έστω κι αν αυτό δεν χρησιμεύει ή δεν αρέσει... η Κάρυ, ας πούμε, μισεί τα ζαχαρωτά της Άννας όπως θα μάθουμε προς το τέλος κι η Άννα δεν έχει πού να φορέσει το παλτό που της δωρίζει η Κάρυ) εφόσον οι γονείς τους δε ζούνε πια κι οι ίδιες δεν παντρεύτηκαν ποτέ αφού προτίμησαν να φροντίσουν τον μικρότερο αδελφό τους Τζούλιαν (Σόλων Τσούνης). Ο τελευταίος έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να νυμφευθεί τη Λίλλιαν (Μαριάννα Κιμούλη), μια πλούσια νεαρή γυναίκα, τρελά ερωτευμένη μαζί του. Συγκεκριμένα, έχει φύγει με εκείνη στο Σικάγο για να επιχειρήσει στον τομέα των υποδημάτων με χρήματα της ιδίας αλλά στο τέλος αποτυγχάνει. Η περίεργη ισορροπία που οφειλόταν στην ύπαρξη του Τζούλιαν μέσα στην οικία Μπερνιέ έχει διαταραχτεί κι οι δύο αδελφές αισθάνονται κενές. Επικοινωνούν με τον νεαρό άντρα μέσω αλληλογραφίας, εκείνος όμως έχει εξαφανιστεί εδώ και πάνω από δύο εβδομάδες, γεγονός που τις ανησυχεί. Πιο ανάστατη είναι η Κάρυ η οποία τρέφει για το πρόσωπό του μια διαχρονικά υπερβολική αδυναμία. Το ποσό που έχουν συγκεντρώσει εν είδει αποταμίευσης έχει μειωθεί κατά 1000 δολάρια, τα οποία του έχουν αποστείλει για να τον στηρίξουν οικονομικά. Ο Τζούλιαν εντούτοις δε βρίσκεται πλέον στο ξενοδοχείο όπου διέμενε στο Σικάγο προκαλώντας την απορία των αδελφών του. Με αφορμή την επίσκεψη της πεθεράς του (Γεωργία Μαυρογεώργη) στο σπίτι των Μπερνιέ (μιας επίσης πολύ ευκατάστατης αλλά και γοητευτικής γυναίκας που φαίνεται να έχει πληρώσει τον Τζούλιαν για να παντρευτεί την ψυχικά ασταθή κόρη της) οι Άννα και Κάρυ ενημερώνονται πως ο Τζούλιαν και η Λίλλυ έχουν επιστρέψει στη Νέα Ορλεάνη από μέρες ενώ η Λίλλυ δεν έχει καν έρθει σε επαφή με τη μητέρα της αν και έχει ένα χρόνο να τη δει. Η μητέρα της εξάλλου δεν είναι μια υποδειγματική γονέας: τρώει πολύ αργά το βράδυ (γι' αυτό και αρνείται την πρόταση των Μπερνιέ για κοινό δείπνο), κοιμάται σχεδόν ξημερώματα, δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί, έχει σύντροφο με τον οποίο συζεί εις βάρος της Λίλλιαν κι αυτοχαρακτηρίζεται ως μη κατάλληλη μάνα για το κορίτσι της... Με τις αδερφές του γαμπρού της δεν έχει συχνή επικοινωνία, σχεδόν δεν ξέρει με σιγουριά ποια είναι η Άννα και ποια η Κάρυ. Όπως και να χει όμως, ενδιαφέρεται για τη Λίλλιαν, κάτι που θα αποδείξει και στο τέλος του έργου όταν θα ζητήσει να ειδοποιηθεί για τον ενδεχόμενο χωρισμό της κόρης της από τον Τζούλιαν με σκοπό να έλθει να την πάρει κοντά της.

Ο Τζούλιαν επισκέπτεται τις αδελφές του οι οποίες κατενθουσιάζονται με την άφιξή του. Έχει πια γίνει αυτό πάντα που του ζητούσαν: πλούσιος και επιτυχημένος! Φέρνει στο σπίτι ένα σημαντικό χρηματικό ποσό του οποίου η προέλευση είναι θολή. Με τα χρήματα που έχει καταφέρει τόσο γρήγορα και ύποπτα να βγάλει, αγοράζει ακριβά φορέματα στις δύο γυναίκες, ένα σωστό δαχτυλίδι γάμου στην αγαπημένη του, εισιτήρια για ταξίδι στο εξωτερικό πάλι για τις δύο αδερφές (σημειωτέο ότι η Άννα με την Κάρυ πάντα επιθυμούσαν ένα ταξίδι μακριά από την Αμερική και δη στο Παρίσι... και μετά στο Στρασβούργο, στους τάφους των συγγενών της μητέρας τους... Όπως και να χει όμως θα αρκούνταν και σε ένα ταξίδι πιο κοντινό, εντός της χώρας. Δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ τους πουθενά). Τα λεφτά που έχει μυστηριωδώς κερδίσει αρκούν και για να ξεχρεωθεί το σπίτι τους που τόσο όμως μισούν, κυρίως η Κάρυ. Δίχως καν μάλιστα να ενημερώσει τις αδερφές του, έχει αποστείλει επιστολές παραίτησης στους εργοδότες τους με στόχο να τις απαλλάξει από την αγγαρεία της καθημερινής εργασίας.

Η χρήση του φωτιζόμενου μπαούλου απ' όπου ξεπηδούν όλα τα εντυπωσιακά δώρα που ξενίζουν τις παραλήπτριές τους σε συνδυασμό με τη μεθυστική μελωδία του κομματιού Les pêcheurs de perles (https://www.youtube.com/watch?v=LJKIJpWUNHE - το ίδιο μουσικό θέμα κοσμούσε και το ελληνικό θεατρικό έργο Αθανασία του Χρήστου Δήμα) συνιστούν μοναδικές συλλήψεις στην παράσταση (οι απίθανοι φωτισμοί είναι της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ενώ τα σκηνικά όπως και τα κοστούμια έχει ξεχωριστά επιμεληθεί ο Γιάννης Μετζικώφ).

Ο Τζούλιαν δεν μπορεί πια να ζει ως παράσιτο απομυζώντας τις αδελφές του. Μια από δεκαετίας αγαπημένη του, η Σάρλοτ που είναι παντρεμένη με ένα σατανικό και βίαιο δικηγόρο, θα του φανερώσει μια σοβαρή πληροφορία που αφορά την αγοραπωλησία ενός μεγάλου και πολύτιμου ακινήτου. Εκείνος, προσκολλημένος στο πρόσωπό της, σχεδιάζει όχι απλά να της αποδώσει το κατά 50% μερίδιό της από τη μεταβίβαση αλλά να την πάρει και μαζί στη Νέα Υόρκη όπου θα μεταβεί με τη γυναίκα του. Η τελευταία όμως από ζήλια μα πιο πολύ από ανασφάλεια αλλά και έλλειψη ψυχικής υγείας (συμβουλεύεται μια επί πληρωμή τοξικομανή οραματίστρια για τις κινήσεις της) προκαλεί, ίσως και άθελά της, την καταστροφή του Τζούλιαν. 

Για μια ακόμη φορά το θέατρο θέτει στο στόχαστρό του τις νοσηρές σχέσεις αλληλεξάρτησης που αναπτύσσονται εντός των οικογενειών αλλά και το πού οδηγεί η έλλειψη συναισθηματικής κάλυψης των παιδιών (ακούμε πως οι Μπερνιέ είχαν "κακή" μάνα - μια κακία που απόρρεε από τη σκληρή ζωή που πέρναγε). Η Κάρυ, ερωτευμένη με τον Τζούλιαν (τι εννοεί άραγε το τίτλος του έργου; Αναφέρεται στα παιχνίδια των κοριτσιών κάποτε ή μήπως στις ανίερες ορέξεις της Κάρυ σε σχέση με τον Τζούλιαν;), η Άννα πιο λογική και προσγειωμένη που κάνει να φύγει μόνη με τη βαλίτσα της αλλά τελικά παραμένει (όπως ομολογεί, πάντα την κρατούσε όρθια η προσμονή της ανατροφής των παιδιών του Τζούλιαν), ο μοναχογιός που πρέπει σαν άντρας που είναι να αποδείξει ότι είναι ικανός να βγάλει λεφτά και να κερδίσει επιτέλους το σεβασμό των θηλυκών, η Λίλλυ που δικαίως μισεί το χρήμα, είναι κτητική, ψάχνει διαρκώς από κάπου να πιαστεί και ανέχεται τον ανταγωνισμό των κουνιάδων της (''τρελή πουτάνα'' την αποκαλεί η Κάρυ), η μητέρα της που εγωιστικά προτάσσει τα προσωπικά της θέλω τακτοποιώντας τη ζωή της θρησκόληπτης κόρης της με αντάλλαγμα τα χρήματα.

Και οι τέσσερις ηθοποιοί συγκλονίζουν με τις ερμηνείες τους.

Η Τζούλη Σούμα όσο και η Θεοδώρα Σιάρκου είναι κάτι πολύ περισσότερο από πειστικές στους ρόλους των δραματικών προσώπων Άννα και Κάρυ. Υποδύονται άρτια τις δύο ''γεροντοκόρες'' που δεν ξέρουν τι θα πει γάμος, που δουλεύουν αναγκαστικά για να επιβιώσουν, που δεν είναι πια όμορφες ούτε έχει νόημα να είναι κοκέτες, που ζουν μέσα από τη ζωή του Τζούλιαν αλλά και που ακόμη ονειρεύονται έναν πιο χαρούμενο βίο. Ανατριχιαστική είναι η Σιάρκου όταν στο φινάλε της παράστασης απολαμβάνει την αρρωστημένη ηδονή του να έχει και πάλι δίπλα της τον Τζούλιαν μην υπολογίζοντας την περιττή Λίλλιαν ενώ νωρίτερα η Σούμα γυρνώντας μας στο μακρινό παρελθόν της οικογένειας εκπλήσσει το κοινό με την ανάγλυφη περιγραφή των αναμνήσεων που δε σβήνουν ποτέ κι εξακολουθούν να πληγώνουν.  

Ο Σόλων Τσούνης, σχεδόν ταυτίζεται με τον ρόλο του Τζούλιαν και την απαξία του εύκολου χρήματος που δε βγαίνει σε καλό. Η δε εξωτερική του εμφάνιση (ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμα μάτια) παραπέμπουν σημαντικά σε Αμερικάνο. Η Μαριάννα Κιμούλη φέρνει εις πέρας απαιτητικές σκηνές τόσο με τη μητέρα της όσο και με την Κάρυ που της επιτίθεται με έντονη κίνηση (τη βλέπουμε όρθια πάνω στο τραπέζι) αλλά και περιφερόμενη μόνο με το νυχτικό της κι έπειτα με ένα κατακόκκινο φόρεμα, ενδεικτικά στοιχεία της αλλοφροσύνης της. Η Γεωργία Μαυρογεώργη υποκρίνεται άψογα την αρχοντική αριστοκράτισσα που όσο κι αν αγαπά τον Χένρι (τον πατριό της Λίλλιαν) θα είναι παρούσα στις δυσκολίες της κόρης της για να τη στηρίξει με το δικό της τρόπο.

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαργιόλη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών: Μάριαμ Νίκου
Παραγωγή: Βάσια Παναγοπούλου

Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά):

Μαριάννα Κιμούλη, Γεωργία Μαυρογεώργη, Θεοδώρα Σιάρκου, Τζούλη Σούμα, Σόλων Τσούνης

Διάρκεια: 85 λεπτά



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου