Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019



«ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ» του Κώστα Τσιάνου

Ερμηνεία της Αγγελικής Λεμονή

Θεατρική κριτική της Μαρίνας Αποστόλου

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι αθηναϊκές σκηνές φιλοξενούν όλο και πιο συχνά μονολόγους ως επί το πλείστον γυναικείων δραματικών προσώπων οι οποίοι, ομολογουμένως, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον  και εισπράττουν, όχι άδικα, ενθουσιώδεις κριτικές με αποτέλεσμα έναν πολύ μεγάλο αριθμό παραστάσεων.
Μια τέτοια θεατρική περίπτωση, θα έλεγε κανείς επιφανειακά σκεπτόμενος, είναι και η «Ζωή χαρισάμενη» του Κώστα Τσιάνου που αυτή την περίοδο ανεβαίνει στην πάνω σκηνή του Απομηχανής θεάτρου στο Μεταξουργείο κάθε Δευτέρα και Τρίτη βράδι στις εννιά. Και σημειώνουμε το σχόλιο «επιφανειακά σκεπτόμενος» διότι στη «Ζωή χαρισάμενη» τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα και αξίζουν μια ιδιαίτερη κριτική προσέγγιση.

Το κείμενο
Ο τίτλος: Ξεκινώντας από τον τίτλο, βασικό παρακειμενικό στοιχείο του κάθε έργου, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς το ειρωνικό του περιεχόμενο με τη χριστιανική αναφορά. Ο θεατής λαμβάνει μια βασική πληροφορία: το έργο που θα παρακολουθήσει αφορά τη ζωή κάποιου προσώπου που όπως θα διαπιστώσει στη συνέχεια κάθε άλλο παρά χαρούμενη υπήρξε. Κάθε άλλο παρά του χαρίστηκε.
Η γλώσσα: Η γλώσσα του Τσιάνου είναι κοφτή και αιχμηρή, ο λόγος του ασθμαίνων. Οι γλωσσικές επιλογές του μας μεταφέρουν στην ταλαιπωρημένη Ελλάδα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα και αναβλύζουν σα χείμαρρος μέσα από το στόμα της Ζωής που μονολογεί αφηγούμενη τα βιώματά της από τα μικράτα της μέχρι το σήμερα του έργου που αγγίζει χρονικά την εποχή της «αντιπαροχής». Τα λόγια του καίνε, δεν εξιστορούν απλά. Έρχονται και ντύνουν τη Ζωή σα ρούχο που της επέβαλε η κοινωνία και οι ιστορικές συνθήκες να φορέσει υποχρεωτικά. «Ήμανε έγκυα» την ακούμε να λέει για τις τρεις φορές που είχε συλλάβει, «διά πυραιός και σιδήρου» για να καταδείξει τη σκληρή της πορεία, «μωρή» και «καριόληδες» για να φωνάξει και να ξεσπάσει την οργή και το άδικο που την πνίγουν, «Ποια ήμανε; Η Σάρα τ’ Αβραάμ ήμανε; Η Σάρα και η Μάρα ήμανε…» για να ασκήσει την αυτοκριτική της όταν μένει για τρίτη φορά έγκυος σε προχωρημένη ηλικία. Η γλώσσα του συγγραφέα φωσφορίζει μέσα από τα μελανά χρώματα της χυδαίας πραγματικότητας και γίνεται καθρέφτης της απελπισίας και της αγωνίας της ανυπεράσπιστης γυναίκας για επιβίωση.
Η διαδοχή των σκηνών: Με ένα γοητευτικό «μπρος-πίσω» στα γεγονότα, ο Κώστας Τσιάνος κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Δεν ακολουθεί μια τυπική, αυστηρή και γραμμική πορεία αφήγησης παρότι ο στόχος του, τον οποίο επιτυγχάνει απόλυτα, είναι η ανάγλυφη παρουσίαση της εκκίνησης, της εξέλιξης και της κατάληξης της ζωής της ηρωίδας. Με αριστοτεχνικό τρόπο, μας ταξιδεύει στον πριν και στο μετά, μας κεντρίζει με ένα ερέθισμα, το σκιαγραφεί αρχικά αλλά δεν το ολοκληρώνει με τη μία δίνοντάς μας «ραντεβού» για αυτό το σκοπό σε μια επόμενη σκηνή.

                                          Εικόνα (πηγή: www.monopoli.gr)
                                  

Η Αγγελική Λεμονή ως Ζωή
Στανισλαφσκική ταύτιση: Θα μπορούσε κανείς να πει, χωρίς να υπερβάλλει, ότι η Αγγελική Λεμονή, η ηθοποιός που ενσαρκώνει το ρόλο, είναι η Ζωή του έργου, ακριβώς η Ζωή που έπλασε με την πένα του ο Κώστας Τσιάνος. Ο όρος «πειστική» είναι πολύ λίγος για να περιγράψει την κορυφαία ερμηνεία της ηθοποιού. Η απίστευτη φυσικότητά της και η άρτια άρθρωση και εκφορά του λόγου σε συνδυασμό με τη δυνατή, στεντόρεια φωνή της γεμίζουν το χώρο και καταργούν το κενό μεταξύ σκηνής και πλατείας. Νομίζει λοιπόν κανείς ότι πλένει τα χέρια του στο βρυσάκι της Ζωής, ότι ψήνει τον καφέ του στο καμινέτο της, ότι βάφει το πρόσωπό του με τα χρώματα που βρίσκονται στο συρτάρι της, ότι πετάει από θυμό το κουβερλί και τα μαξιλάρια του κρεβατιού της και μετά τα ξαναστρώνει.
Είναι εντυπωσιακό ότι η Αγγελική Λεμονή δεν αποτελεί μόνο μια καλή ηθοποιό. Μια καλλιτέχνιδα που κατακτά το ρόλο της και πατάει στέρεα πάνω στις λέξεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ερμηνεύτρια που καταπίνει το λόγο του Τσιάνου και τον βγάζει πάλι στην επιφάνεια μέσα από την καρδιά και τους πνεύμονές της. Ολοζώντανη, τραγική, σπαρταράει ολάκερη ηλεκτρίζοντας τη θεατρική ατμόσφαιρα με την πληθωρική παρουσία της.

Ο Κώστας Τσιάνος ως σκηνοθέτης
Η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου είναι εξαιρετική. Με επιμελημένη την κίνηση της Λεμονή, αποφεύγει υποβοηθητικές κοινοτοπίες όπως για παράδειγμα τη χρήση του τσιγάρου ή του τηλεφώνου που συναντάμε συχνά στους μονολόγους.  Ωσάν ιέρεια από αρχαία τραγωδία, την παρουσιάζει στη σκηνή σα να βγαίνει μέσα από ναό φορώντας το πέπλο της κι ενθυμούμενη με πικρή χαρά την ημέρα του γάμου της. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για τη σκηνή της κορύφωσης του έργου όπου το κοινό παρακολουθεί ανατριχιασμένο τη μοίρα της Ζωής, μιας δυστυχισμένης γυναίκας που ήθελε και αυτή να έχει το δικαίωμα στην ευτυχία όσο κι αν ο περίγυρός της πάσχιζε σταθερά να της το στερήσει.
Αξίζει να αναφέρουμε ακόμη ότι κόντρα στη στανισλαφσκική προσέγγιση της ταύτισης έρχεται για λίγο η αποστασιοποίηση με τη χρήση του τρίτου ενικού από τη Ζωή ενώ μιλά για τον εαυτό της προς το τέλος του έργου.

Η υπόθεση με το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο
Κατοχή, μαυραγοριτισμός, εμφύλιος, παιδόπολη Φλώρινας, αντικομουνισμός, οίκοι ανοχής, πλύστρα-λεκανατζού, μετανάστευση, είναι ίσως οι χαρακτηριστικότερες λέξεις-κλειδιά που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά του εν λόγω έργου.
Παιδιά εκτός γάμου, αναλφαβητισμός, ορφάνια, εκπόρνευση, φτώχεια, εγκατάλειψη, ιδρύματα, κεκαλυμμένη ομοφυλοφιλία, υποκρισία και χλευασμός, χαμόσπιτα που μετά έγιναν πολυκατοικίες είναι τα βασικότερα στοιχεία που ρίχνουν φως σε μια σκοτεινή Ελλάδα όπου η επιβίωση ήταν καθημερινό ζητούμενο και ο πόνος μόνιμο συναίσθημα. 
Ένα τηλεγράφημα που λαμβάνει η Ζωή από την πεθερά της και με το οποίο πληροφορείται το σκοτωμό του συζύγου της γίνεται η αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας της.

Σκηνικά, κοστούμια, μουσική και φώτα
Τα σκηνικά, των οποίων την ευθύνη φέρουν οι Κώστας Τσιάνος, Χρήστος Καράκης και Γιάννης Πέτρου μας μεταφέρουν ζεστά και αυθεντικά στο σπιτικό της Ζωής όπου ζει με την κόρη της. Τα κοστούμια έχει φροντίσει η Νικολέτα Καΐση (ξεχωρίζουμε τα φουστάνια που φορούσε η Ζωή όταν δούλευε ως πόρνη στη Θεσσαλία), τη μουσική επέλεξε ο Κώστας Τσιάνος (ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας τα κλαρίνα την ώρα της εισόδου της νύφης) ενώ ο φωτισμός είναι του Μάκη Παπατριανταφύλλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου