Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

 

Ο ΜΑΚΗΣ

Θέατρο του Νέου Κόσμου

Αντισθένους & Θαρύπου, Συγγρού – Φιξ

 

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022, 7 μ.μ.

 


Του Βασίλη Κατσικονούρη

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης & Ερρίκος Λίτσης

Ερμηνεία: Ερρίκος Λίτσης

 

Κριτική Ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

 

-ΑΥΤΟΙ ΜΟΥ ΓΑΜΑΝΕ ΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΑ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΓΑΜΑΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ…

-ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ…

 

Έναν πολύ τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο, κωμικό και μαζί τραγικό μονόλογο ερμηνεύει εφέτος στο ζεστό και φιλόξενο Θέατρο του Νέου Κόσμου ο πολύπειρος ηθοποιός Ερρίκος Λίτσης.

Το κείμενο υπογράφει ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης που, όπως όλα δείχνουν, τη χρονιά αυτή έχει την τιμητική του με τρία θεατρικά του έργα να ζωντανεύουν επί σκηνής αλλά και τον ίδιο να αναλαμβάνει και ρόλο σκηνοθέτη.

Έτσι, οι δύο θεατράνθρωποι, Λίτσης και Κατσικονούρης, συσκηνοθετούν τον Μάκη, ένα έργο για τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας, την εγκατάλειψη, τη σκληρότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εκδικητικότητα ως μοναδική επιλογή αντίδρασης στην πραγματικότητα, την αγάπη για τη ζωή, τις παρωχημένες ιδεολογίες, τη μετάλλαξη/εξέλιξη της ελληνικής οικογένειας κι εν γένει της οικογενειακής κουλτούρας.

 

Ο Ερρίκος Λίτσης ενσαρκώνει με μοναδική μαεστρία τον παππού μιας σύγχρονης οικογένειας με ένα παιδί, τον Άρη όπως ακούμε, που κατοικεί σε διαμέρισμα στην Αθήνα έχοντας υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό το lifestyle της σημερινής εποχής: χορτοφαγία δηλαδή απαγόρευση κατανάλωσης κρέατος, διακοπές τον Αύγουστο και αυστηρά σε νησί, απόκτηση κατοικίδιου που φτάνει να έχει μεγαλύτερη αξία από τους ανθρώπους, τεκνοποίηση μόνο μία φορά διότι η νύφη του παππού «δεν είναι γουρουνίτσα… κι έχει κι άλλα πράγματα να κάνει στη ζωή της», δραστηριότητες πολλών τύπων για το παιδί (θεατρικό παιχνίδι … μουσικοκινητικό παιχνίδι μα ποτέ σκέτο, απλό, αληθινό παιχνίδι!), συνδρομές στην Greenpeace και τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα ως απόδειξη οικολογικής και ανθρωπιστικής συνείδησης, αριστερίζοντα κινήματα της «σόγιας και της παπάγιας», όπως καυστικά σχολιάζει ο παππούς, μα κατά βάθος στεγνός καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Άνθρωποι που από πάνω τους κρέμονται καλώδια, μηνύματα επί μηνυμάτων από μακριά μα σιωπή όταν έρχεται η στιγμή να έρθουν σε επαφή δια ζώσης.

Ο παππούς, του οποίου το όνομα αγνοούμε διότι πράγματι καμιά σημασία δεν έχει αν λέγεται Νίκος, Γιώργος ή Ανέστης, βιώνει μια δεύτερη εξορία στο σπίτι του γιου του. Είναι φιλοξενούμενός του και δη υπό όρους. Πρώην αριστερός, εξόριστος κάποτε στη Μακρόνησο, δεν βρίσκει σημαντικές διαφορές στο τότε και στο τώρα. Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην οικογένεια έχει, σύμφωνα με τις διηγήσεις του παππού, η νύφη του. Εκείνη τον απομακρύνει σε άλλο δωμάτιο του σπιτιού διότι «τους γαμάει την κουβέντα» όταν δέχεται τους φίλους της και κυρίως τη Λόλα, την ψηλή, πληθωρική φίλη της με το μεγάλο στήθος και το σέξι όνομα. Όπως τονίζει εξάλλου ο παππούς, λάτρης των γυναικών και φανατικός θαυμαστής του ωραίου φύλου μέχρι και σήμερα, «όσο πιο μεγάλη η μάζα (του στήθους), τόσο πιο μεγάλη η έλξη». Εκτοπίζεται ακόμα και όταν φθάνουν τα Χριστούγεννα οπότε και το δέντρο για την περίσταση προηγείται του παππού στον χώρο του σαλονιού. Παρόλα αυτά, το ηλικιωμένο μέλος της οικογένειας υπομένει τα πάντα μέχρι που παρακαλεί κιόλας να παραμείνει έστω με αυτές τις συνθήκες. Ακόμα και να τον στολίσουν να παριστάνει ο ίδιος το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι σε θέση να δεχτεί αρκεί να μην τον εκτοπίσουν, όπως ωστόσο έχουν ήδη αποφασίσει, σε οίκο ευγηρίας.

-ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΛΗΝΗ; ΚΑΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΓΚΟΜΕΝΑ;

-ΩΡΑΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, ΝΑ ΘΑΒΟΥΝΕ ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ!

-ΣΤΗΝ ΚΑΒ-ΛΗΝΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΕ!

Το σχέδιο της οικογένειας είναι στρατηγικό και αμετάκλητο: ο παππούς θα μετακομίσει στη «Γαλήνη» σε ένα γηροκομείο με καθόλου σέξι όνομα… Τον καλούν διαρκώς στο τηλέφωνο και δεν μιλούν, τον ελέγχουν, όπως ο ίδιος εικάζει, για να διαπιστώσουν αν όντως είναι παρών στο διαμέρισμα για να τον μεταφέρουν στο ίδρυμα. Όταν οι δικοί του επιστρέψουν, αυτός δεν θα είναι πια εκεί. Αυτό, όπως δείχνει η πλοκή του έργου, είναι το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα. Ίσως όμως διαφέρει το μέσο που θα οδηγήσει στην έκβαση αυτή.

Μόνη παρέα του παππού στη θερμή Αθήνα του Αυγούστου, ο Μάκης. Ένα χρυσόψαρο στη γυάλα στο οποίο ο άνδρας φέρεται λες και είναι σκύλος. Και συνάμα η πρόφαση για να μην τον πάρουν οι δικοί του μαζί τους στις διακοπές. Του μιλάει, αναπτύσσει σχέση μαζί του, το βγάζει μάλιστα και βόλτα στο πάρκο! Εξάλλου, ο ίδιος υπεραγαπάει τα ψάρια. Φέρνει στο μυαλό του τους καταρράκτες της Βάθρας, ένα μέρος που επιθυμεί διακαώς να επισκεφθεί ξανά με τον γιο του. Τα ψάρια για τον ήρωα είναι «άνθρωποι που χάσανε τη μιλιά τους... κι είναι κι αυτά λυπημένα». Τα παρατηρεί, τα θαυμάζει μα δεν τα ψαρεύει ποτέ. Και «τώρα αντί για τις ψαρούκλες, εδώ με το ψαράκι…».

-ΠΟΙΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ;

-ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΔΕΝ ΠΗΡΑ ΤΙΠΟΤΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΣΟΝΤΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ «ΠΑΙΡΝΩ ΜΑΤΙ»!

Ο καταπιεσμένος παππούς διψάει για ζωή, για επικοινωνία, για έρωτα, για πούρα Αβάνας παρόλο το αναπνευστικό του πρόβλημα, ρωσική βότκα και κομμουνιστικά εμβατήρια. Δεν ξεχνά τίποτα από όσα έχει περάσει, τον ενδιαφέρει όμως έντονα και το παρόν. Και στο παρόν που ζει, απλά περισσεύει. Χωρίς να αναφέρεται μέσα στο κείμενο ρητά, εννοείται ότι ο ηλικιωμένος κύριος είναι οικονομικά εξαρτώμενος από τον γιο του, ο οποίος περιγράφεται ως άβουλο ον επιφορτισμένος αποκλειστικά με την υποχρέωση της εξασφάλισης χρημάτων για τον βιοπορισμό της οικογένειας. Αυτομάτως, συμπεραίνει κανείς ότι διαχρονικά η οικονομική εξάρτηση του ατόμου ακόμα και από το ίδιο του το παιδί μπορεί να αποβεί πολύ άσχημη ακόμα και μοιραία…

-ΘΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΩ ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΑΝΤΡΙΚΙΟ…

-ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΥΖΑΚΙΑ…

-ΜΕ ΝΙΚΗΣΑΝΕ, ΜΑΚΗ… ΚΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΜΟΥ…

Ένα μικρό σαλόνι με έναν καναπέ – έκπληξη, ένα φωτιστικό, ένα τραπέζι με καρέκλες, λίγες γλάστρες, δύο κάδρα, ένα ζευγάρι παντόφλες, τσιγάρα και τασάκι και μια ανθρώπινη ψυχή ντυμένη στα γκρι που θα περιπλανηθεί για μία ώρα στο στενόχωρο αυτό καθιστικό μέχρι να λάβει και να κάνει πράξη την απόφαση της ζωής της.

Σε μια εναλλαγή γέλιου και θλίψης (λ.χ. η χρήση δις του ανέκδοτου με τις μύγες και την κουράδα), ενθυμούμενος το παρελθόν του μα πιο πολύ αντιμετωπίζοντας το παρόν του, ο παππούς του Κατσικονούρη μάς καταδεικνύει μέσα από το φαινομενικά απλό αλλά στην ουσία βαθυστόχαστο έργο του την απομόνωση, την προδοσία, την απογοήτευση αλλά και τη δραστικότητα ως καταστάσεις κι ενέργειες ανθρώπινες σε μια στιγμή της ζωής – μονόδρομο. Ο Μάκης συγκαταλέγεται, το δίχως άλλο, στον μακρύ εκείνο κατάλογο των δραματικών κειμένων που θέτουν την οικογένεια στο κάδρο, την αποκαθηλώνουν, την απομυθοποιούν και την προβάλλουν σαν κύτταρο άρρωστο, κάθε άλλο παρά ιδεατό περιβάλλον συμβίωσης.

Ο Ερρίκος Λίτσης στέκεται και με το παραπάνω στο ύψος του ρόλου τόσο ως ηθοποιός που υποδύεται όσο και ως σκηνοθέτης. Ταλαντούχος, έμπειρος, καλός γνώστης της τέχνης του γίνεται το σύμβολο όλων όσων περιθωριοποιούνται, πονούν, δεν μετανιώνουν, θυμώνουν και αναπόδραστα αυτοκαταστρέφονται.

 

Ταυτότητα παράστασης:

Σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης - Ερρίκος Λίτσης

Σκηνικά - Κοστούμια: Ήρα Σπαγαδώρου

Σχεδιασμός φωτισμών: Άννα Σμπώκου

Μουσική επιμέλεια: Β. Κατσικονούρης

Ηχητικά εφέ-Επεξεργασία ήχου: Βαγγέλης ΑυγέρηςΦωτογραφίες : Πάτροκλος Σκαφίδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου