Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

 

Σιωπηλή Λίμνη

του Νταβίντ Ντεσόλα

Θέατρο επί Κολωνώ

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

 

Μπορεί άραγε το βαθύ ψυχικό τραύμα να θεραπευθεί;


Δραματολογική ανάλυση και κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου


Το αριστουργηματικό έργο του Ισπανού Νταβίντ Ντεσόλα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι θεατές του πολυαγαπημένου Θεάτρου επί Κολωνώ το απόγευμα της Κυριακής 28 Νοεμβρίου στις 19.00.

Με αφορμή τις συντονισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2004 με δέκα εκρήξεις σε τέσσερα τρένα, ο Ντεσόλα συλλαμβάνει το δραματικό πρόσωπο της Ιρένε (Παναγιώτα Βλαντή), μιας μητέρας που έχει χάσει το γιο της «σε ένα από εκείνα τα τρένα», όπως ακούμε να αναφέρεται συχνά κατά τη διάρκεια του έργου.

Η παράσταση εκκινεί με την εικόνα της λίμνης, του σημείου αναφοράς του έργου ενώ σχεδόν αμέσως τα δύο ανδρικά πρόσωπα της υπόθεσης, ο καθηγητής Όσκαρ (Θανάσης Κουρλαμπάς) και ο πρώην δάσκαλός του Ιεροφάντης (Χάρης Τσιτσάκης) λαμβάνουν τις θέσεις τους δίπλα-δίπλα στο παγκάκι απ’ όπου μπορούν να ατενίζουν και να παρατηρούν τη λίμνη και την όποια ζωή μέσα σ’ αυτή.

Κάνει κρύο, φορούν βαριά ρούχα και οι δυο τους ενώ ο Όσκαρ κρατά μπαστούνι παρότι δεν είναι μεγάλος σε ηλικία, γεγονός που καταμαρτυρεί κάποια ήπια φυσική αδυναμία. Είναι χειμώνας και η λίμνη δεν έχει πάπιες μήτε ανθρώπους. Οι πάπιες προφανώς πετούν νότια τέτοια εποχή ενώ οι άνθρωποι προτιμούν να καταναλώνουν γλυκά με αποτέλεσμα να οδηγούνται τακτικά στον οδοντίατρο για τους φρονιμίτες τους που χαλάνε. Τα γλυκά απομακρύνουν, ως γνωστό, τη θλίψη. Εδώ τίθεται κι ο βασικός άξονας του κειμένου: η ανθρώπινη (κατά)θλίψη ως συναίσθημα ή παθογένεια που ταλανίζει τις ψυχές.

Ο δάσκαλος πασχίζει να πείσει τον παλιό του μαθητή να διδάξει ξανά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε ένα παιδί 11 ετών. Εκείνος όμως δείχνει από την αρχή αρνητικός. Ωστόσο, ένας δάσκαλος χωρίς μαθητές είναι νεκρός όπως ακριβώς μια τεχνητή λίμνη δίχως πάπιες, δηλαδή χωρίς ζωή. Για το λόγο αυτό τού σημειώνει με το μπαστούνι του τη διεύθυνση της οικογένειας στο χώμα και τον προσκαλεί σε τακτική συνάντηση κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στο ίδιο πάντα μέρος για να ανταλλάσσουν απόψεις γύρω από αυτό το ιδιαίτερο μάθημα.

Κι ενώ ο Όσκαρ σβήνει με το πόδι τη διεύθυνση, παίρνει εν τούτοις την απόφαση και επισκέπτεται το σπίτι. Ο μαθητής του λέγεται Ντιέγκο κι η συμφωνία με τη μητέρα του για την αμοιβή δεν αποτελεί καθόλου πρόβλημα. Πρέπει να στηρίξει το παιδί στη γλώσσα καθώς είναι αδύναμος στο συντακτικό και τη γραμματική… Όντας ευθύς κι ειλικρινής, ενημερώνει την Ιρένε, τη μητέρα, ότι λαμβάνει αντικαταθλιπτικά χάπια εξαιτίας ενός σοβαρού συμβάντος στο σχολείο όπου εργαζόταν κάποτε με κάποιον 13χρονο μαθητή του. Τον είχε πιάσει να καπνίζει, του πήρε το πακέτο από τα χέρια, ο μαθητής τον χτύπησε, εκείνος δεν αντιστάθηκε στη βία μα και ούτε επέστρεψε το πακέτο. Η Ιρένε διόλου εκπλήσσεται με την αποκάλυψη, τον ακούει ήρεμα και σε λίγο παραδέχεται πως και εκείνη παίρνει παρόμοια φαρμακευτική αγωγή.

Ο Όσκαρ περνάει στο παιδικό δωμάτιο με την ανάλογη επίπλωση (έπιπλο-γραφείο, γραφική ύλη και ένα πορτατίφ-υδρόγειο που αξιοποιείται εξαιρετικά από τη σκηνοθέτρια Ελένη Σκότη) ενόσω στην κουζίνα η Ιρένε τρώει μανιωδώς τα νύχια της. Παιδί όμως… δεν υπάρχει. Η μητέρα του ισχυρίζεται πως έχει κρυφτεί κάπου όμως σύντομα ο Όσκαρ διαπιστώνει ότι ο Ντιέγκο είναι ανύπαρκτος και αρχίζει να μιλάει σε ένα φάντασμα. Μάλιστα, η μητέρα του μαζεύει ένα πιάτο κι ένα ποτήρι χωρίς πια περιεχόμενο, στοιχεία που προσπαθούν να πείσουν για την παρουσία ενός κάποιου παιδιού… Ιδού κι ο μαγικός ρεαλισμός του έργου: ασάφεια, πραγματικότητα και μυστήριο μαζί. Και να επίσης ο επόμενος θεματικός άξονας του κειμένου: η ανθρώπινη απόγνωση.

Δάσκαλος και μαθητής συναντιούνται στο γνωστό μέρος εκ νέου. Ο Όσκαρ εμφανώς εκνευρισμένος με το κακόγουστο αστείο του Ιεροφάντη πληροφορείται για τον από πενταετίας χαμό του παιδιού κι ανατριχιάζει με τη μητέρα του που τον νιώθει ακόμα ζωντανό. «Όλοι είμαστε τρελοί και λογικοί μαζί» θα του αποκριθεί ο Ιεροφάντης τονίζοντας πως η παράνοια είναι τρόπος άμυνας για να υπομείνουμε την πραγματικότητα και να επιβιώσουμε.

Γιατί ενώ δεν υπήρχε μαθητής ο Όσκαρ παρέμεινε κανονικά επί μία ώρα στο σπίτι της Ιρένε; Γιατί δεν έφυγε στα πέντε πρώτα λεπτά όπως άλλωστε θα έκανε ο κάθε λογικός άνθρωπος; Γιατί αμείφθηκε με τα 20 ευρώ; Είναι στ’ αλήθεια δειλός; Είναι δειλός διότι άφησε ένα 13χρονο αγόρι να τον δείρει γεγονός που μάλιστα προβλήθηκε χυδαία από τα κανάλια όλης της χώρας; Είναι δειλός που δε βρήκε μια δικαιολογία για να μην ξαναπάει στης Ιρένε; Τι είναι η δειλία; Πόσες φορές η ανωτερότητα, η μεγαλοψυχία καθώς κι η αποδοχή της πρόκλησης δε μεταφράζονται επιφανειακά ως «δειλία»; Να λοιπόν η άλλη ουσιώδης θεματική που θίγει ο Ντεσόλα: η πρόσληψη της έννοιας της δειλίας.

Κι ενώ ο Όσκαρ χαρακτηρίζει τον δάσκαλό του «απαράδεκτο και σκληρό» με ένα μήνυμα στο χώμα - τρόπος επικοινωνίας που προφανώς υιοθετούν οι δύο άντρες - ο Όσκαρ ξαναπηγαίνει στο σπίτι της Ιρένε και διδάσκει τον φανταστικό Ντιέγκο. Προτάσεις ξέχωρες από συμφραζόμενα, ξύλινες και νεκρές σαν να τους κάνει κανείς νεκροψία όταν τις μελετά αφαιρώντας τους τα εντόσθια συνθέτουν το αδιάφορο μάθημα της γλώσσας με το συγγραφέα του έργου να ασκεί κριτική στο στείρο εκπαιδευτικό σύστημα. Κι εκεί που ο Όσκαρ παραδίδει το εικονικό του μάθημα ανοίγει σαν από μόνη της η πόρτα της ντουλάπας στο παιδικό δωμάτιο ενισχύοντας και πάλι το μαγικό ρεαλισμό του έργου αλλά και την αμηχανία του Όσκαρ που τολμά και δηλώνει στην Ιρένε ότι αδυνατεί να συνεχίσει το μάθημα. Εκείνη παίζοντας μια παιδική μελόντικα παλεύει να τον κρατήσει λέγοντάς του ότι ο Ντιέγκο τον θαυμάζει πολύ κι αυτό χάρη στην άριστη επικοινωνία που έχουν αναπτύξει ενώ όταν βλέπει πως επιμένει αρνούμενος τότε του ζητά απλά να πιστέψει στον εαυτό του και να σκεφθεί ότι ο γιος της έχει ανάγκη από ένα αντρικό πρότυπο εφόσον ο πατέρας του δεν υπάρχει πια (ασαφές το τι απέγινε… μήπως σκοτώθηκε μαζί του στο τρένο; Μήπως απλώς τους είχε εγκαταλείψει νωρίτερα;)

Η συγκινησιακή θερμοκρασία του έργου ανεβαίνει όταν ο Όσκαρ υπόσχεται τελικά να επανέλθει ορκιζόμενος στη ζωή των γονιών του αφού δικά του παιδιά δεν έχει για να ορκιστεί σε αυτά. Η Ιρένε βάζει τα κλάματα, τον πληρώνει κι η σκηνή αυτή ολοκληρώνεται εκεί σύντομα και μεστά όπως οι περισσότερες σκηνές του έργου – τεχνική που γοητεύει και κρατά τον θεατή σε αδημονία.

Στην ίδια λίμνη πάλι, δάσκαλος και καθηγητής συνομιλούν για την εξέλιξη του ιδιαίτερου μαθήματος. Ο Ιεροφάντης είναι η φωνή της λογικής με δόσεις κυνισμού: η πόρτα της ντουλάπας στο δωμάτιο του Ντιέγκο δεν συνιστά κάποιο μεταφυσικό στοιχείο. Είναι απλά ξελασκαρισμένη! Κι εκεί που ο Όσκαρ περιμένει από τον Ιεροφάντη να του απαγορεύσει να ξαναπάει στην Ιρένε, ο τελευταίος του βάζει στον νου την ιδέα της αυτοκτονίας και τον αποκαλεί «μαριονέτα». Ο Όσκαρ όμως αντιδρά απορρίπτοντας τις ενοχές ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέται ποιο ήταν το σωστό που θα έπρεπε να είχει κάνει τότε στο σχολείο. Ο Ιεροφάντης τον καθησυχάζει πως και βέβαια έπραξε το πρέπον (καλά έκανε δηλαδή και δεν ανταπέδωσε τις μπουνιές στο παιδί). Μεταφερόμαστε και πάλι στο σπίτι της Ιρένε.

Η Ιρένε τρώει τα νύχια της, ματώνει τα δάχτυλά της κι έχει την περίεργη συνήθεια να συλλέγει τα κομμένα νύχια που προοδευτικά κιτρινίζουν σε ένα κουτί… Ντρέπεται γι’ αυτό αλλά δεν μπορεί και να το σταματήσει. Εκείνη την ημέρα ο Όσκαρ έχει φθάσει πιο νωρίς. Ο Ντιέγκο υποτίθεται ότι δεν έχει επιστρέψει ακόμα από το σχολείο και οι δύο ήρωες μιλούν για την αγάπη που τρέφει ο μικρός για τα τρένα εξ ου και οι σχετικές φωτογραφίες στο δωμάτιό του. Χρησιμοποιεί παρελθόντα χρόνο μιλώντας για το γιο της, πράγμα που προσέχει ο Όσκαρ. Γρήγορα όμως εκείνη δικαιολογείται καθώς όπως λέει το ενδιαφέρον του μικρού για τα τρένα έχει πια σβήσει.

Οι δύο άνθρωποι έχουν έλθει πολύ κοντά. Ο ένας παρέχει ψυχοθεραπεία στον άλλο με τον Όσκαρ να παίζει άρτια τον ρόλο του δασκάλου στον ανύπαρκτο μαθητή. Έτσι, υπαγορεύει ορθογραφία στο κενό και παράλληλα η Ιρένε σερβίρει κανονικά το κολατσιό στο γιο της εφιστώντας την προσοχή του δασκάλου στο θέμα του φαγητού του παιδιού που τελευταία δεν τρέφεται καλά… Δηλώνει θλιμμένη και υπογραμμίζει πως ο χειμώνας δεν ευθύνεται για την ψυχολογία της. Οι άνθρωποι κάλλιστα θλίβονται και το καλοκαίρι, ατάκα που έχουμε ήδη ακούσει και στην εναρκτήρια σκηνή. Ο Όσκαρ ταυτίζεται με τον Ντιέγκο κι η σκηνή ολοκληρώνεται με τον ίδιο να τρώει το κολατσιό κλαίγοντας. Το φως πέφτει άπλετο στο ανθρώπινο ψυχικό τραύμα και στον πόνο που αυτό προκαλεί.

Και να ‘μαστε ξανά στη λίμνη με τον Ιεροφάντη να ταΐζει ψίχουλα τις πάπιες ενώ αυτό απαγορεύεται από τον κανονισμό. Τις πάπιες που δεν υπάρχουν. Παρόλα αυτά, η καλή πράξη είναι αυτή που μετράει… ένα παιχνίδι λογικής και παραλογισμού και μια καρδιά στο χώμα χαραγμένη άγνωστο από ποιον. Τι ρόλο διαδραματίζει ο Ιεροφάντης; Γιατί εμφανίστηκε μετά από τόσα χρόνια στη ζωή του Όσκαρ και μάλιστα αφού τον είδε να διασύρεται στην τηλεόραση;

Η Ιρένε έχει ήδη ζητήσει τηλεφωνικά από τον Όσκαρ να μεσολαβήσει ώστε να λάβει τους βαθμούς του γιου της. Επικαλείται δε τη φιλία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Η γνώμη του καθηγητή είναι να δημιουργήσει ο Όσκαρ έναν ψεύτικο έλεγχο με υψηλούς βαθμούς ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως άλλοθι για να μη χρειαστεί να εξακολουθήσει τα μαθήματα στο παιδί. Νιώθει έρωτα ή οίκτο για την Ιρένε; Μα ό,τι κι αν αισθάνεται για το άτομό της είναι αδύνατον να φέρει πίσω στη ζωή τον Ντιέγκο. Είναι ώριμος όπως αρμόζει σε ένα δάσκαλο και δε μισεί το μαθητή που του προξένησε το κακό που ακόμα τον βασανίζει, αντίθετα έχει την ελπίδα ότι εκείνο το παιδί μπορεί να μάθει μέσα από τις πράξεις του ενώ ο Ντιέγκο δεν έχει αυτή τη δυνατότητα τονίζοντας έτσι την απολυτότητα του θανάτου.

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Όσκαρ θα αρχίσει να βλέπει οράματα με το νεκρό παιδί που με τη σειρά του απορεί γιατί πρέπει να μελετάει τόσο εφόσον είναι πεθαμένο. Κλονίζεται, πετάει κάτω τα έπιπλα, ξεκολλάει τις φωτογραφίες των τρένων, διαμαρτύρεται έντονα στην Ιρένε η οποία φαινομενικά ατάραχη ετοιμάζει την πληρωμή του.

Η λύτρωση της αυτοκτονίας δεν έχει εγκαταλείψει τη σκέψη του Όσκαρ. Γι’ αυτό κι εκείνος ανέβηκε σε διάφορα θεόρατα κτήρια της περιοχής του με σκοπό να την αποπειραθεί. Εδώ με λεπτές αποχρώσεις χιούμορ ο συγγραφέας διακωμωδεί τρόπον τινά την αυτοχειρία ως λύση στον ανθρώπινο πόνο. Προφανώς και δεν είναι (λύση) και προφανέστερα ακόμα δεν πρέπει να την επιλέγει κανείς όχι από ατολμία αλλά γιατί μάλλον όπως μας διδάσκει το έργο αξίζει να ζεις με το τραύμα διαχειριζόμενος αυτό  στο μέτρο του δυνατού παρά μηδενίζοντας τα πάντα.

Ο πλαστογραφημένος έλεγχος με τους βαθμούς είναι ήδη στα χέρια της υπερήφανης μητέρας. Υπέροχη η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη με την Παναγιώτα Βλαντή να καμαρώνει την επίδοση του Ντιέγκο σε πολλές στάσεις χαράς κι ικανοποίησης: ότι ακριβώς δηλαδή θα έκανε κάθε γονιός ενός άριστου μαθητή. Έτσι, η Ιρένε παίρνει θάρρος και όχι απλά δε συμφωνεί με την αποχώρηση του Όσκαρ που υποστηρίζει ότι ο Ντιέγκο δε χρειάζεται πλέον τις υπηρεσίες του αλλά προτείνει να αυξηθεί η ώρα του ιδιαίτερου με στόχο ο γιος της να μάθει και γαλλικά. Ο Όσκαρ όσο παλεύει να απομακρυνθεί από εκείνη τόσο πιο κοντά της καταλήγει. Ο ενθουσιασμός της για τη βαθμολογία του παιδιού την ωθεί να τον προσκαλέσει σε γεύμα για δύο ως ένδειξη ευχαριστίας.

Στη λίμνη ξανά. Ο ηλικιωμένος δάσκαλος δεν παραιτείται από τη ζωή. Κάνει ασκήσεις γυμναστικής για τα πόδια του παρακινώντας τον παλιό του μαθητή να ακολουθήσει το παράδειγμά του. Εκείνος όμως δείχνει να έχει συνηθίσει το μπαστούνι του και να αδιαφορεί για την εκγύμναση του σώματός του. Τον προβληματίζει η ψυχολογία της Ιρένε που όχι απλά δεν παραδέχεται πως ο γιος της έχει πεθάνει αλλά τον θεωρεί και ιδιοφυΐα χάρη στους βαθμούς του σχολείου. Έχει πάρει άριστα σε όλα ακόμα και στη γυμναστική παρότι έχει προγυμναστή με μπαστούνι… μόνη σχετική παραφωνία ένα ‘’λίαν καλώς’’ στη γλώσσα όπου και εντοπίζονται άλλωστε οι μαθησιακές του δυσκολίες.

Η λίμνη έχει αρχίσει να ξεπαγώνει και τα στάσιμα νερά της μυρίζουν άσχημα. Οι πάπιες είναι πλάσματα άχρηστα. Δάσκαλος και μαθητής ενώ είναι παρόντες στο ταυτόχρονο εν τούτοις επικοινωνούν με μηνύματα στο χώμα. Πόσο υποκειμενική είναι η πραγματικότητα; Μήπως τελικά η πραγματικότητα για τον καθένα μας δεν είναι παρά αυτό που μας βολεύει να πιστεύουμε;

Το τραύμα του Όσκαρ μένει πάντα ανοιχτό: ήταν καθήκον του όμως να μην επιστρέψει στον παραβατικό μαθητή το πακέτο με τα τσιγάρα. Ο δάσκαλος τού συστήνει να μην πάει στο δείπνο. Με τον τρόπο αυτό, θα ναι σαν να συνεχίσει να πέφτει από τη σκάλα… σαν να διατηρεί ακόμα αλλά και να μεγενθύνει το τραύμα. Ο Όσκαρ από την πλευρά του ονειρεύεται μια κοινή και αληθινή συνάμα ζωή με την Ιρένε. Είναι ερωτευμένος μαζί της και γι’ αυτό αποφασίζει να παρευρεθεί στο δείπνο προσφέροντάς της ευγενικά ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Εκτός από αυτά, της δωρίζει και ένα κουτί με ψεύτικα νύχια με σκοπό να τα τοποθετήσει στα δάχτυλά της και να αντιμετωπίσει έτσι την ονυχοφαγία της. Εκείνη φαίνεται να δυσαρεστείται ελαφρώς λέγοντας ότι δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την κακή της συνήθεια μολονότι στο τέλος αποδέχεται το δώρο αυτό. Πιο όμορφη από ποτέ, κάθεται δίπλα του αλλά δε σερβίρει τον εαυτό της από τη νόστιμη λαχανόσουπα που έχει μαγειρέψει για τη βραδιά. Έχει συνηθίσει να τρώει μόνη της ενώ έχει λησμονήσει τη γεύση του αλκοόλ από τότε που είχε μείνει έγκυος. Προσπαθεί να τον συνοδεύσει στο γεύμα προσποιούμενη ότι τρώει από άδειο πιάτο ο Όσκαρ όμως δε θέλει να της επιβάλει κάτι τέτοιο. Η Ιρένε είναι ελεύθερη να μη φάει. Η μοναξιά μα και το δικαίωμα στην ελευθερία χρωματίζονται γλυκά και ανθρώπινα από το συγγραφέα σε μια από τις πιο όμορφες σκηνές του έργου.

Η βραδιά ωστόσο δεν έχει ευχάριστο τέλος. Ο Όσκαρ είναι αναστατωμένος. Βροντοφωνάζει την αλήθεια στην Ιρένε για τη μη ύπαρξη του Ντιέγκο καθώς εκείνη στέκει αμίλητη με το βλέμμα στραμμένο αλλού. Και σ’ αυτό το σημείο της παράστασης η Σκότη μεγαλουργεί: ο Ιεροφάντης ξαπλωμένος στο παγκάκι με τον ήλιο πια να λάμπει και οι δύο εκκολαπτόμενοι σύντροφοι στην κουζίνα με τον Όσκαρ να αφυπνίζει την Ιρένε μέσω της αποκάλυψης της οδυνηρής αλήθειας.

Είναι πια άνοιξη. Έχει μεσολαβήσει ένας μήνας που οι δύο άντρες δεν έχουν συναντηθεί. Η Ιρένε δε θέλει να ξαναδεί τον Όσκαρ αλλά δεν τον μισεί κιόλας. Οι πάπιες έχουν απαγορευθεί λόγω της γρίπης των πτηνών ενώ η λίμνη έχει μετατραπεί σε καταφύγιο για νεροχελώνες που τις εγκαταλείπουν όσοι δεν μπορούν πια να τις φροντίσουν στο σπίτι τους. «Η κοινωνία μας είναι διεφθαρμένη κι άρρωστη» θα επαναλάβει ο Όσκαρ. Την ώρα που ο μαθητής του τον χτυπούσε, μια μαθήτρια τους μαγνητοσκοπούσε με το κινητό της. Το βίντεο αυτό αναπαράχθηκε ξανά και ξανά από την τηλεόραση. Το ίδιο όμως έγινε και με την Ιρένε. Η κηδεία του παιδιού της παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε στο γυαλί με την ίδια ως τραγική φιγούρα. Ο πόνος και των δυο τους αποτέλεσε βορά για τα αδηφάγα ΜΜΕ και τους θεατές-καταναλωτές. Όπως και να χει όμως, και οι δυο τους είναι μεν δύο πρόσωπα φέροντα βαθιές πληγές αλλά δεν νοσούν, δεν είναι άρρωστοι.

Ο Όσκαρ βρίσκεται ξαφνικά να μιλάει μόνος του στο πάρκο. Πού είναι άραγε ο Ιεροφάντης; Υφίσταται όντως ή μήπως είναι μια μαγική εικόνα; Κι αν ναι, ποιος χάραζε τα μηνύματα στο χώμα; Η Ιρένε τι θα αποφασίσει; Θα πετάξει το κουτί με τα κομμένα νύχια; Θα φορέσει αυτά που της δώρισε ο Όσκαρ; Θα γίνουν στο τέλος ζευγάρι; Και το κυριότερο: μπορεί πραγματικά να ιαθεί το τραύμα ή έστω να επουλωθεί;

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς ερμήνευσε άψογα τον καθηγητή Όσκαρ. Ευαίσθητος μα και λογικός. Εύθραυστος μα και αγωνιστής. Μα πάνω απ’ όλα συνεπής στις αρχές του. Πρόκειται για έναν ηθοποιό που διακρίνεται για τη λεπτομέρεια στην υποκριτικότητά του. Ο τρόπος που στέκεται στη σκηνή, που στρέφει το σώμα του, που φοράει τα γυαλιά του, που κρατά το μπαστούνι του, που χαμογελά στην Ιρένε δίνοντάς της δύναμη μα και που αγανακτεί και πετάει στο πάτωμα τα αντικείμενα είναι πραγματικά συναρπαστικός.

Εκπληκτική όμως ήταν και η Παναγιώτα Βλαντή. Ιδιαιτέρως ταλαντούχα έπειθε απόλυτα για τη γυναίκα που υποδυόταν. Η Π.Β. αποτελεί μια ηθοποιό με μοναδική συναισθηματικότητα -στοιχείο δυσεύρετο σ’ αυτόν το βαθμό- η οποία πλημμυρίζει ολάκερη τη σκηνή και μεταδίδεται αβίαστα σε όλη την πλατεία. Οι εκφράσεις του προσώπου της, το βλέμμα της, ο τρόπος που πληγώνει τα νύχια της αλλά και η αγωνία της για το καλό του παιδιού της έκαναν τους θεατές συμμέτοχους στο δράμα της.

Καταλυτικό ρόλο είχε ο Χάρης Τσιτσάκης ενσαρκώνοντας τον Ιεροφάντη. Είναι το δραματικό πρόσωπο που κινεί τα νήματα και συμβάλλει σημαντικά στην πλοκή μα και στην προώθηση των γεγονότων ως έμπειρος θυμόσοφος μέντορας. Με το δικό του προσωπικό καλλιτεχνικό εκτόπισμα έγινε η γέφυρα που ένωσε τον Όσκαρ με την Ιρένε.

Η Ελένη Σκότη, όπως είδαμε και στην ανάλυση του έργου, με βοηθούς τις Χαρά Στάθη κι Ευαγγελία Καλύβα βουτάει στα βαθιά νερά της λίμνης του Ντεσόλα κι αναδύεται αποδεικνύοντάς μας για μια ακόμη φορά -αν και αυτή η καλλιτέχνιδα δεν έχει πια τίποτα να αποδείξει- το αστείρευτο ταλέντο της τόσο μέσα από την υπέροχη επιλογή του έργου όσο και μέσα από τη συνεργασία της με τους συντελεστές της παράστασης. Για μια ακόμη φορά μάς προσφέρει ένα καλλιτεχνικό προϊόν υψηλού επιπέδου, όπως εξάλλου μας έχει συνηθίσει επί σειρά ετών στο Θέατρο επί Κολωνώ που αποτελεί το δίχως άλλο έναν ισχυρό φορέα πολιτισμού, ένα αληθινό διαμάντι τέχνης.

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

«Σιωπηλή Λίμνη»
Κείμενο: Νταβίντ Ντεσόλα
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου
Κοστούμια: Μαρία Αναματερού
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: επιλογή συνθέσεων της Ελένης Καραΐνδρου
Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου, Μαρία Αναματερού
Τρέιλερ παράστασης: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Βοηθoί σκηνοθέτιδος: Χαρά Στάθη, Ελευθερία Καλύβα
Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Παναγιώτα Βλαντή, Θανάσης Κουρλαμπάς, Χάρης Τσιτσάκης

http://www.epikolono.gr/theatro.htm


Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Λευκό Δωμάτιο

 


Λευκό Δωμάτιο
του Αλέξη Σταμάτη

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Θέατρο Σταθμός, Μεταξουργείο

Κυριακή 14/11/2021

 

Ανάλυση θεατρικού κειμένου και κριτική παράστασης

Tης Μαρίνας Αποστόλου

 

Ο πολυπράγμων Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθετεί το νέο θεατρικό έργο του Αλέξη Σταμάτη με τίτλο «Λευκό Δωμάτιο» στο θέατρο Σταθμός, του οποίου τυγχάνει τα τελευταία χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής. Με μια σύλληψη πρωτότυπη, ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει σε ένα ουτοπικό πανδοχείο που φιλοξενεί δραματικά πρόσωπα από κορυφαία θεατρικά έργα και όχι μόνο. Η πανσιόν αυτή διευθύνεται από τη Φλώρα (Σμαράγδα Σμυρναίου), μια αυταρχική, ιδεοψυχαναγκαστική όπως αναφέρει ο αφηγητής (Δημήτρης Τσίκλης) γυναίκα άνω των 70 ετών και συνάμα αινιγματική καθώς κρύβει πίσω της μια θολή ιστορία ίσως παρόμοια με αυτή των παράξενων πελατών της.

Στο αχανές αυτό ξενοδοχείο που έχει δεχτεί κάθε λογής χαρακτήρες (ακόμα και ένα στόμα όπως μας πληροφορεί η Φλώρα προς το τέλος της παράστασης) διαμένει ήδη η Μπλανς Ντιμπουά (Πέγκυ Σταθακοπούλου), το γνωστό κεντρικό δραματικό πρόσωπο του έργου Λεωφορείο ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς. Παρηκμασμένη αριστοκράτισσα του αμερικανικού νότου, όχι πια νεαρή, μόνη και διαταραγμένη, καλλιεργημένη όμως και πάντα κοκέτα σαν Ευρωπαία Παριζιάνα, όπως δηλαδή ακριβώς την είχε εμπνευστεί ο «νονός» της, πληροφορείται με απογοήτευση την έλευση ενός νέου προσώπου με το οποίο οφείλει να συγκατοικήσει όσο γίνεται πιο αρμονικά μοιραζόμενη δη το ίδιο μπάνιο – σημείο αναφοράς της ομορφιάς και της περιποίησης του σώματος. Όπως ενημερώνει κι η ίδια στη συνέχεια, γνωρίζει καλά τη συγκάτοικό της Έντα Γκάμπλερ (Εύα Σιμάτου) καθώς στο πατρικό της σπίτι διέθεταν μεγάλη βιβλιοθήκη και με θεατρικά έργα ανάμεσα στα οποία και του Ερρίκου Ίψεν, του νονού-δημιουργού της Έντας. Συνεπώς, και όπως είναι λογικό (όση λογική χωράει σε ένα έργο που παραπαίει και μετεωρίζεται ανάμεσα στο ρεαλισμό και την παράνοια/φαντασία) η Μπλανς (20ος αιώνας) γνωρίζει την Έντα (19ος αιώνας) καθότι μεταγενέστερη ενώ φυσικά δεν μπορεί να συμβαίνει το αντίθετο.

Στην απόκοσμη αυτή (επαναστατική) πανσιόν που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.789 μέτρων, αριθμός που προκύπτει από την πρόσθεση του αριθμού 1.000 στη χρονολογία της Γαλλικής Επανάστασης (1789), με το πιάνο και τους πίνακες μεγάλων συγγραφέων μα και το τηλέφωνο και την πιο σύγχρονη ένδυση της Φλώρας (τη βλέπουμε να φοράει παντελόνι καίτοι γυναίκα κάποιας ηλικίας), το ταίριασμα των ζευγαριών-ενοίκων γίνεται με σύστημα τυχαιοποίησης.

Έτσι, τη στιγμή που η Μπλανς εκφράζει τα παράπονά της στη Φλώρα για την καθαριότητα του χώρου, μέσα από ένα γυάλινο ποτήρι (το οποίο δηλώνεται από την περιγραφή του αφηγητή) διακρίνει την επιθυμία που αναμειγνύεται με τα συναισθήματα και ζητάει να γεμίσει ο χώρος από μουσική και μελωδίες. Χορεύει με τη Φλώρα και με μια βαθιά πικρία διαπιστώνει ότι η ίδια δεν είναι παρά μια παρωδία. «Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής» την ακούμε να λέει απογοητευμένη, άποψη που άμεσα αποκρούει η Φλώρα καθώς πιστεύει πως δε μεγαλώνουμε ποτέ παρά μόνο όταν μας βάζουν δυο μέτρα κάτω από τη γη. Κι ιδού μία από τις πιο βασικές θεματικές του έργου του Αλέξη Σταμάτη: η ηλικία, το γήρας, ο χρόνος, το τέλος του ανθρώπου, έννοιες άρρηκτα συνυφασμένες με την προσωπικότητα της Μπλανς.

Κι ενώ η κουβέντα μεταξύ των δύο γυναικών εξελίσσεται, η Φλώρα δε σταματά να αποδεικνύει την πείρα που της έχει προσφέρει η ζωή. Τονίζει ότι η καταγωγή του ανθρώπου τον σημαδεύει απόλυτα διότι ακόμα κι αν αυτός έχει κατακτήσει όλον τον κόσμο αλλά ο πατέρας του δεν είναι παρά ένας απλός πλασιέ, κινδυνεύει να μείνει στην αφάνεια. Δεύτερος λοιπόν θεματικός άξονας του έργου: η καταγωγή – κοινωνική θέση του ατόμου κι ο ρόλος της ως προς την πρόοδό του.

Η ζωή δεν έχει μόνο ένα χρώμα, μία μόνο έκφανση. Το πράσινο χρώμα, για παράδειγμα, έχει πολλές αποχρώσεις. Είναι και χακί και σμαραγδί και ανοιχτό και σκούρο… Να μια ακόμα ρεαλιστική επιμέρους ιδέα του κειμένου που προκύπτει από τη διάδραση της Φλώρας με την Μπλανς εν αναμονή του ερχομού της Έντας: η πολυσημία της ανθρώπινης ζωής.

Η Μπλανς κάνει την αυτοκριτική της. Δε θέλει να τη λυπούνται κι ας μην την κατάλαβε ποτέ κανείς. Θεωρεί την Έντα κακομαθημένη κι υπερτιμημένη καθότι χαρακτηρισμένη ως υπεράνθρωπη επειδή επέλεξε την αυτοκτονία. Η ίδια αισθάνεται ότι κινδυνεύει, ότι χάνει τον έλεγχο, ότι δε σκέφτεται λογικά, πως ο ιδρώτας της μυρίζει… Καπνίζει και η γεύση της είναι ξινή. «Η ανθρώπινη ψυχή είναι πολύ εκτεταμένη… θα έπρεπε να περιορίζεται λίγο», ακούμε στην παράσταση με το ζήτημα της ανάγκης των ορίων να αποτελεί μία ακόμη χρεία στην ανθρώπινη πορεία.

Η Φλώρα συνεχίζει απτόητη το έργο της υποδυόμενη το ρόλο της χωρίς παρεκκλίσεις. Η Έντα προσερχόμενη δε δέχεται να υπογράψει το συμβόλαιο-σύμβαση που περιγράφει ρητά τους όρους της διαμονής της σ’ αυτό το ασυνήθιστο πανδοχείο απ’ όπου μπορείς να κάνεις «check out» αλλά όχι να φύγεις, όπως θα πει πιο μετά η Μπλανς. Τελικά όμως συμβιβάζεται ενώ με τα δάχτυλά της δείχνει ένα σταυρό πάνω στο σώμα της Φλώρας σχηματίζοντας ένα όπλο, προοικονομώντας το τέλος και κυρίως καταμαρτυρώντας την προσωπικότητά της.

Η καινούργια ζωή της νεαρής Νορβηγίδας έχει όρους απαραβίαστους που εναντιώνονται στην έμφυτή της ελευθερία, όροι που φτάνουν μέχρι και τις υποχρεωτικές δραστηριότητες εντός της πανσιόν. Η συμβία της πάλι Μπλανς απαιτεί ησυχία, σκοτάδι, όχι δυνατή μουσική. Εξάλλου, ο Ουίλιαμς που τη γέννησε ζούσε στην απομόνωση για να αποφύγει την αλήθεια, όπως μαθαίνουμε στην παράσταση. Η Έντα αποστρέφεται τη γελοιότητα και επιθυμεί μόνο την ομορφιά. Το ίδιο όμως αναζητά κι η Αμερικανίδα κι ως πιο παλιά μέσα εκεί δικαιούται να επιβάλλεται. Το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει περιλαμβάνει ευάριθμα άρθρα, ένα από τα οποία, το 43, ορίζει την ποινή αυτού που θα αποπειραθεί να αποδράσει: την απομόνωση στο λευκό δωμάτιο.

Ιδιαιτέρως φιλοσοφικό το κείμενο του Σταμάτη θέτει το μείζον θέμα της ελευθερίας του ατόμου. Ποιος αποφασίζει για τη ζωή του και τις συνθήκες αυτής; Τι σημαίνει «η απόφαση είναι αυτοματοποιημένη από πάνω»; Γιατί οι μικρές απολαύσεις όπως ένα ποτό επιτυγχάνονται μόνο αν έχεις «μέσο»; Γιατί πολλά πράγματα συμβαίνουν ακούσια όπως η μεταφορά η Έντας στην πανσιόν;

Από τη συζήτηση των δυο σαγηνευτικών γυναικών δε θα μπορούσε να λείπει και το θέμα των ανδρών. Ο ήσυχος άντρας είναι και συναισθηματικός ή μήπως καταντά βαρετός; Μπορεί αυτός ο τύπος να είναι ταυτόχρονα γοητευτικός; Αναρωτιέται η Μπλανς καθώς μνημονεύει το νονό της που υπήρξε γι’ αυτή ο φύλακας-άγγελός της.

Δεν είναι άραγε χυδαίο να σε παίζουν, να σε αναλύουν και μετά να σε πετάνε σε ένα ίδρυμα-αποθήκη ψυχών; Εύλογο ερώτημα που έχουν κάθε δικαίωμα να υποβάλλουν τα δραματικά πρόσωπα-ρόλοι, όπως η ανυπότακτη Έντα που θέλει να δραπετεύσει. Μια ιψενική Έντα που δε στοιχειώνεται από δαιμονικούς εραστές, ούτε ομοιάζει με τις ηρωίδες από τα άλλα έργα του νονού της, όπως η Αγριόπαπια και Η κυρά της θάλασσας.

Οι δύο γυναίκες συναντιούνται όμως και σε ένα ακόμη σημείο παρόλες τις διαφορές τους: ζητούν ρεαλισμό. Η Μπλανς δηλώνει πως δε θέλει μαγεία, θέλει ρεαλισμό ενώ η Έντα γυρεύει να βιώσει την πραγματικότητα του κόσμου εκεί που δεν έχει υπάρξει ποτέ. Χρειάζεται ελευθερία μακριά από το βουητό της συγκατοίκου της και θα προσφέρει ανταλλάγματα γι’ αυτό: ακόμη και έρωτα στη Φλώρα! Ζητά λοιπόν επίμονα να εξαιρεθεί και να φύγει, μια εξαίρεση φυσικά παράλογη, αδύνατη. Κι ενώ η ξενοδόχος απειλεί τη Νορβηγίδα με συνέπειες, οι δύο συμβίες διαπληκτίζονται. Η Έντα ζητάει βοήθεια από την Μπλανς για να το σκάσει από αυτή την ιδιότυπη φυλακή και φτάνει στο σημείο να την εκβιάζει με επιβαρυντικά στοιχεία που κατέχει εγγράφως για το άτομό της ενώ στο τέλος την εκδικείται καίγοντας τα μαλλιά από τις κούκλες της. Η Μπλανς φανερά πιο υποταγμένη, καταθλιπτική, ζει προσκολλημένη στο παρελθόν. Στη χηρεία της που τη βύθισε στη μοναξιά, στην αδύναμη ψυχή της που την οδήγησε στην ακολασία με τους στρατιώτες και σ’ εκείνο το νεαρό αγόρι στο σχολείο όπου δίδασκε πριν την απολύσουν… Δεν μπορεί όμως να ζήσει χωρίς έρωτα και το παραδέχεται ευθαρσώς. Ήταν ένοχη κι η ενοχή καθιστά μια γυναίκα θελκτική.

Η ανάγκη για έρωτα στη ζωή, η ερμηνεία της ενοχής και η απώλεια κάθε ορίου αποτελούν βασικούς άξονες της σκέψης του συγγραφέα.

Η Έντα διαμαρτύρεται πως δεν έχει προσωπικότητα κι ότι απλά «εκπροσωπείται». Είναι σαν «κομμάτια από σοβά που κρέμονται σαν σταλακτίτες» και διαθέτει ένα μυαλό που ωσάν «ντροπαλό ζωάκι» φοβάται να βγει προς τα έξω. Νιώθει απλώς «αυθύπαρκτη, χωρίς νου» κι η Φλώρα, σταθερά κυνική, επιβεβαιώνει ότι δεν είναι παρά μόνο «μια παρτιτούρα που μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα από τους άλλους», «μια λυπητερή δραματική κούκλα», «ένας χαρακτήρας, μια κατασκευή που ερμηνεύει τον εαυτό της», αέναα, ξανά και ξανά, ταπεινώνοντας ολοένα την διακαή της επιθυμία για πλήρη ελευθερία. Μπροστά μας βλέπουμε να παίζεται η τελευταία σκηνή από την Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν με την ομώνυμη ηρωίδα να αυτοκτονεί.

Το λευκό δωμάτιο είναι ο χώρος απομόνωσης και τιμωρίας των ενοίκων που δεν υπακούν. Εκεί επαναλαμβάνουν εφιαλτικά τον εαυτό τους. Ποια είναι όμως τελικά η Φλώρα και ποιος ο δικός της νονός; Αισθανόμαστε όπως μας υπαγορεύουν τελικά; Μπορεί ποτέ το ανύπαρκτο να δημιουργήσει το υπαρκτό; Το άβουλο να αποκτήσει βούληση; Μπορεί ο άνθρωπος να βγει από το κολαστήριο και την ισοπέδωση; Αναρίθμητα ερωτήματα με τα οποία πλημμυρίζει το έργο το μυαλό του θεατή.

Κι ενώ η Μπλανς συνεχίζει τη μοιρολατρική της στάση αναζητώντας ανθρωπιά και καλοσύνη όντας ωστόσο ευγνώμων στο νονό της που τη «νοιάστηκε» διότι την έβγαλε μέσα από την ψυχή του και τη διατήρησε ζεστή με όλη του την αγάπη μέχρι που κι αυτός μεγάλωσε κι έπαψε να αγαπά τον ίδιο του τον εαυτό, η Έντα απαιτεί πια χειραφέτηση κι ανεξαρτησία. Να αλλάξει το τέλος της ιστορίας της, να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Και να μεταβάλει το λευκό δωμάτιο από χώρο τιμωρίας σε χώρο αναμορφωτικό. Έτσι, φυλακίζει τη Φλώρα στο λευκό δωμάτιο κι η ίδια ξαναγράφει το τέλος του έργου. Τους σκοτώνει όλους κι η ίδια μένει ζωντανή, όρθια και ακέραιη. Επιβιώνει γιατί όπως την ακούμε να λέει: «Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά. Η ερημιά δε με αφορά».

Εξαιρετικές ερμηνείες και από τις τρεις ηθοποιούς ενώ ο Δημήτρης Τσίκλης που αφηγείται, τραγουδά και χορεύει πλαισιώνει τις τρεις κυρίες επί σκηνής προσφέροντας το δικό του μοναδικό στίγμα κι ελαφραίνοντας σε κάποια σημεία το βαθυστόχαστο ενίοτε ύφος του κειμένου. Θα μπορούσαν βέβαια να παραληφθούν κάποιες στιγμές όπως το τραγούδι της Αλέξιας «Τα κορίτσια ξενυχτάνε» που μάλλον δεν ταίριαξε με το περιεχόμενο της υπόθεσης. Τα λοιπά μουσικά θέματα όπως το «Χάρτινο το φεγγαράκι» (βλέπε κατάθλιψη της Μπλανς) και το «Hotel California» (βλέπε διαμονή στο πανδοχείο) ήταν εξαίσιες.

Τα κοστούμια ήταν άριστα επιλεγμένα, την ευθύνη των οποίων φέρει η Άση Δημητρολοπούλου. Κάποια από αυτά εξασφαλίστηκαν σε συνεργασία με την Άννα Φόνσου και το «Σπίτι του Ηθοποιού», όπως διαβάζουμε στο άρτια επιμελημένο πρόγραμμα της παράστασης.

Υπέροχη ήταν η ιδέα των δύο voice off από τους ηθοποιούς Δημήτρη Καταλειφό στο ρόλο του Ίψεν και του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη στο ρόλο του Ουίλιαμς. Συμπλήρωσαν μοναδικά τις δύο ηρωίδες μιλώντας για αυτές και τα υλικά με τα οποία τις έπλασαν.  Πολύ όμορφες ήταν και οι φωτογραφίες μεγάλων ηθοποιών Ελληνίδων και ξένων που ενσάρκωσαν την αναλλοίωτη κι εμβληματική Μπλανς Ντιμπουά, όπως η σπουδαία Έλλη Λαμπέτη. Στις φωτογραφίες των δύο δραματουργών που απασχόλησαν το συγγραφέα παρατηρήσαμε το Σαίξπηρ δίπλα στον Ίψεν (κι όχι τον Ουίλιαμς τον οποίο προσέξαμε σε φωτογραφία προς το τέλος του έργου).

Η παράσταση υπήρξε στο σύνολό της πολύ δυνατή. Ο Μάνος Καρατζογιάννης αξιοποίησε ένα φρέσκο και πραγματικά εμπνευσμένο κείμενο διά χειρός του Αλέξη Σταμάτη και του έδωσε σάρκα και οστά με βοηθό τον Φίλιππο Παπαθεοδώρου. Καταπιάστηκε πολύ με τις λεπτομέρειες όπως είδαμε στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας της Έντας (ματωμένο χέρι) και της σιωπής της Μπλανς παράμερα στη σκηνή όταν η Έντα διεκδικούσε δυναμικά την απελευθέρωσή της.

Το θέατρο «Σταθμός» αποτελεί το δίχως άλλο μια ανερχόμενη εστία πολιτισμού υποδεχόμενη κοινό και κριτικούς με ευγένεια και ζεστασιά.

 

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Συγγραφέας: Αλέξης Σταμάτης

Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Μουσική: Δημήτρης Τσάκας

Σκηνικά – κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου

Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Video: Παντελής Μάκκας

Φωτογραφία: Σπύρος Περδίου

Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου

Ερμηνεύουν: Πέγκυ Σταθακοπούλου, Εύα Σιμάτου, Δημήτρης Τσίκλης

Στον ρόλο της Φλώρας η Σμαράγδα Σμυρναίου

Συμμετέχουν (voice off):

Στον ρόλο του Χένρικ Ίψεν ο Δημήτρης Καταλειφός

Στον ρόλο του Τενεσί Ουίλιαμς ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Πρεμιέρα 31 Οκτωβρίου.

Παραστάσεις : Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και κάθε Κυριακή

στις 18:00, από 29 Οκτωβρίου μέχρι 21 Νοεμβρίου.

www.stathmostheatro.gr

https://www.youtube.com/watch?v=2eX7McgC9a4