Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ της Μαρίνας Αποστόλου

Αρχιμάστορας Σόλνες
Σε απόδοση & σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου

Θέατρο Ιλίσια

Είναι ίσως δύσκολο ή και τολμηρό, θα έλεγε κανείς, να επιχειρήσουμε να συντάξουμε κριτική για ένα κλασικό αριστούργημα όπως αυτό του Αρχιμάστορα Σόλνες το οποίο ανεβαίνει τη φετινή χειμερινή περίοδο στο θέατρο Ιλίσια από Τετάρτη έως Σάββατο.
Κι αυτό διότι έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο-γίγαντα του Ίψεν, ένα κείμενο-σταθμό του 19ου αιώνα με διαχρονική αξία και πολυάριθμες προσλαμβάνουσες. Συνεπώς, μιλάμε για ένα θεατρικό έργο που κάθε άλλο παρά εύκολη είναι η σκηνική του ανάδειξη καθώς αυτή είναι πολυεπίπεδη και απαιτεί βαθιές δραματουργικές γνώσεις αλλά και μακρά σκηνοθετική και υποκριτική εμπειρία.
Χωρίς αμφιβολία, η Αθανασία Καραγιαννοπούλου διαθέτει αυτό που λέμε στερεότυπα ενίοτε, βαρύ βιογραφικό στο χώρο του θεάτρου. Το γεγονός αυτό  της επέτρεψε να στήσει σκηνικά μια καλοκουρδισμένη και ακριβή, ομολογουμένως, παράσταση. Αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τρεις σημαντικές ευθύνες, της μετάφρασης, της διασκευής και της σκηνοθεσίας, έδωσε σάρκα και οστά σε ένα δραματικό κομψοτέχνημα, κράμα νατουραλισμού και συμβολισμού μαζί.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Χάλβαρντ Σόλνες, ένας αρχιτέκτονας χωρίς δίπλωμα μηχανικού, αλλά αυτοδίδακτος και αυτοδημιούργητος, γι’ αυτό και (αυτο)αποκαλούμενος αρχιμάστορας, βρίσκεται στη δύση της καριέρας του (ο Ίψεν χρησιμοποιεί συμβολικά το όνομα «Σόλνες» που στα νορβηγικά σημαίνει «ήλιος που δύει»). Παρότι όμως έχει ολοκληρωθεί επαγγελματικά και ως εκ τούτου δε στερείται χρημάτων, παραβλέπει την ηλικία του και επιμένει να στέκεται εμπόδιο στην ανέλιξη των νέων και πολλά υποσχόμενων πτυχιούχων μηχανικών. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι ο υπάλληλος που έχει στο γραφείο του, ο Κνουτ Μπρόβικ, ο οποίος επιθυμεί να φύγει συμπαρασύροντας την αρραβωνιαστικιά του και βοηθό του Σόλνες, Κάγια. Ο πατέρας του νεαρού μηχανικού, ηλικιωμένος πια και με βεβαρημένη υγεία, αδικημένος επαγγελματικά στο παρελθόν από τον Χάλβαρντ, ζητά από τον τελευταίο να δώσει μια ευκαιρία στο γιο του και να του επιτρέψει να ανοίξει πια τα φτερά του και να σταθεί στα πόδια του. Ο Σόλνες όμως, εγωιστής και πλεονέκτης, αρνείται συστηματικά, γεγονός στο οποίο συμβάλλει και η ερωτική σχέση που διατηρεί κρυφά με την Κάγια.
Αποφασιστικό ρόλο στη δραματική πλοκή και εξέλιξη έρχεται να διαδραματίσει η Χίλντα Βάνγκελ, μια νεαρή και όμορφη κοπέλα, παλιά γνώριμη και πλατωνική ερωμένη του Σόλνες στο παρελθόν. Σαν κομήτης, επανεμφανίζεται στη ζωή του ενθυμούμενη την υπόσχεσή του για συνέχεια στη γνωριμία τους. Ο Σόλνες αναστατώνεται αλλά μαγεύεται και της ανοίγει την καρδιά του. Κάστρα, πριγκίπισσες και άλλα τέτοια στοιχεία παραμυθιού ντύνουν το ειδύλλιό τους κάτω από τη μύτη της Αλίνε, συζύγου του Σόλνες που υπομένει στωικά ενώ βλέπει τι συμβαίνει, φιλοξενώντας και περιποιούμενη με ψυχρή ευγένεια τη νεαρή «εισβολέα» καθώς αυτό είναι, όπως συχνά λέει, «το καθήκον» της. Η Χίλντα, ένα δραματικό πρόσωπο μεγάλης ερμηνευτικής δυναμικής καθώς είναι παρούσα στις περισσότερες σκηνές από τη στιγμή που εμφανίζεται στο σπίτι του ζεύγους Σόλνες, ταράζει το Χάλβαρντ και τον ωθεί μέσα από το θαυμασμό και την πίστη που του εκφράζει να κρεμάσει το στεφάνι ψηλά στον πύργο, που αυτός έχει μόλις χτίσει, παρόλη την υψοφοβία που τον αγχώνει.
Μια πυρκαγιά στο πατρικό της Αλίνε κάποτε, δυο δίδυμα αγοράκια που δηλητηριάστηκαν από το γάλα της ίδιας τους της μάνας, μια μητέρα που προσκολλημένη στη χριστιανική πίστη έχει αποδεχτεί αυτό το φοβερό χαμό, ένα σπίτι με παιδικά δωμάτια αλλά χωρίς παιδιά μέσα κι ένα καινούργιο σπίτι με την ίδια διαρρύθμιση έτοιμο να παραδοθεί στοιχειοθετούν την άλλη όψη που λαμβάνει το έργο του Ίψεν, εκείνη του ψυχολογικού θρίλερ.

Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ: Προσεγμένη και στην παραμικρή λεπτομέρεια, η σκηνοθεσία της Καραγιαννοπούλου αποτελεί ένα αληθινό κέντημα επί σκηνής. Είναι προφανές ότι το καλλιτεχνικό προϊόν που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών είναι αποτέλεσμα πολλών και επίπονων ωρών δοκιμών. Ξεχωρίζουμε χωρίς καμιά αμφιβολία το τρίγωνο που δεσπόζει στη σκηνή, το οποίο στη συνέχεια γίνεται ένα λάμδα κεφαλαίο. Πρόκειται πραγματικά για μια εξαιρετικά ευφυή σύλληψη της σκηνοθέτιδας που ενώ εντυπωσιάζει το κοινό, δεν πραγματοποιείται χάριν εντυπωσιασμού. Το τρίγωνο, όπως είναι γνωστό, συνιστά βασικό όργανο των αρχιτεκτόνων μηχανικών αλλά συνάμα παραπέμπει και στο ιψενικό ερωτικού περιεχομένου τρίγωνο. Το λάμδα που βλέπουμε στη συνέχεια, καθώς η κάτω πλευρά του τριγώνου σβήνει, μας φέρνει στο μυαλό το διαβήτη, επίσης βασικό γεωμετρικό όργανο αλλά κατ’ επέκταση και τη ραψωδία λ’ της Οδύσσειας, τη λεγόμενη Νέκυια, όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη με σκοπό να πάρει χρησμό από το νεκρό πια μάντη Τειρεσία για να συνεχίσει το ταξίδι του. Εκεί, μεταξύ των νεκρών, θα ξανανταμώσει με αγαπημένα αποθανόντα πρόσωπα όπως τη μητέρα του και παλιούς συντρόφους και συμπολεμιστές του στην Τροία. Στη Νέκυια η ζωή έρχεται σε επαφή με το θάνατο και ο Κάτω Κόσμος γίνεται για τον κεντρικό ήρωα πεδίο έκφρασης εσωτερικού νόστου. Έτσι κι εδώ: ο Σόλνες θα συναντήσει τον ακαριαίο θάνατο μετά το άγγιγμα (για τελευταία φορά) της κορυφής.

Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ ΩΣ ΣΟΛΝΕΣ: Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του, ο Γρηγόρης Βαλτινός, έμπειρος και έτοιμος για ένα τέτοιο εγχείρημα, ενσαρκώνει με μεγάλη επιτυχία το δραματικό πρόσωπο του Χάλβαρντ Σόλνες. Χωρίς υπερβολές και σχηματισμούς αλλά με τη φιλαρέσκεια και την έπαρση που αρμόζουν στο πρόσωπο του ήρωα του Ίψεν, ο Βαλτινός κατακτά τη σκηνή κι αποδίδει τον αρχιμάστορα έτσι όπως του πρέπει: σφετεριστή, εγωκεντρικό αλλά και επιρρεπή. Νατουραλιστικός, δίνει το στίγμα της επιβολής του ισχυρότερου, όπως διατυπώνει η θεωρία του Δαρβίνου. Θεωρεί μάλιστα την ανώτατη δύναμη του Θεού σοβαρά υπεύθυνη για την εξέλιξή του μέσα στη ζωή. Χειμαρρώδης από την αρχή έως το τέλος, σε ένα καταρρακτώδες κείμενο που του αναλογεί (απουσιάζει μόνο από τη σκηνή που η σύζυγός του συνομιλεί με τη Χίλντα), απογειώνει το ρόλο του σα νικητής μετά από αγώνα δρόμου πολλών χιλιομέτρων.

Η ΙΩΒΗ ΦΡΑΓΚΑΤΟΥ ΩΣ ΧΙΛΝΤΑ: Νέα και φρέσκια, γεμάτη ζωντάνια, επιτυγχάνει την αντίθεση ανάμεσα στη χαρά και την αντισυμβατικότητα των οποίων είναι πρέσβειρα και στη θλίψη και τη συντήρηση που εκφράζει η Αλίνε. Η Ιώβη Φραγκάτου, ανεξάντλητη και αυτή, υποστηρίζει ένα δραματικό πρόσωπο που προωθεί γοργά τη ροή του έργου. Σίγουρα, δε θα μπορούσε να είναι στατική στη σκηνή (κάθε άλλο θα έλεγε κανείς καθώς μοιάζει σαν απόκοσμη νεράιδα) ωστόσο, η κίνησή της σε κάποια σημεία περισσεύει και θα χρειαζόταν περισσότερη επιμέλεια από κινησιολόγο. Η Χίλντα αντιπροσωπεύει, πιθανόν, το παρελθόν του Σόλνες, την ευτυχία της ζωής, την αφορμή για δράση, την αμαρτία αλλά ίσως ακόμη και την ίδια τη νέμεση.

Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΕΧΟΥ ΩΣ ΑΛΙΝΕ: Άκρως δραματική και θλιμμένη με σχεδόν μοιρολατρική διάθεση, η Κατερίνα Λέχου διατηρεί το ύφος που πρέπει στη σύζυγο του Σόλνες. Με βαθιά πίστη στο Θεό, αποδέχεται το πεπρωμένο και υπηρετεί τα «πρέπει» της θέσης της. Μελαγχολική, νομίζει ότι ο Σόλνες πάσχει από τρέλα του μυαλού γεγονός που επηρεάζει τη συμπεριφορά της απέναντί του. Πειστική, σε ένα ρόλο που της ταιριάζει, η Κατερίνα Λέχου προσδίδει με τη βραχνή φωνή της έναν επιπλέον τόνο ανάγλυφης μοναξιάς στη φιγούρα της Αλίνε.

Εξίσου αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνείες των Αντίνοου Αλμπάνη (Κνουτ), Μιχάλη Αεράκη (Ράγκναρ, πατέρας του Κνουτ), Κατερίνας Κρέπη (Κάγια) και Κώστα Καστανά (γιατρός). Πρόκειται για ένα δεμένο θίασο με καλλιτεχνική χημεία που προσφέρει στο κοινό ένα τεχνούργημα τόσο εμπορικό όσο και ποιοτικό μαζί.

Επίσης, νιώθουμε την ανάγκη να υπογραμμίσουμε το πόσο όμορφα είναι τα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη. Μας ταξιδεύουν μαγικά στην εποχή του Ίψεν. Ακόμη όμως πιο επιτυχημένες είναι οι ενδυματολογικές επιλογές του Γιώργου Σεγρεδάκη: κομψότατες και καλόγουστες αλλά και συμβολικές. Μαύρες στο πρώτο μισό του έργου και λευκές στο δεύτερο συμβολίζουν το πέρασμα από το σκοτάδι και την άγνοια στο φως και την αλήθεια.

Τέλος, η μουσική επένδυση με μεσαιωνικό άρωμα είναι επιβλητική και ατμοσφαιρική. Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελεί το θέμα σε αγγλικό στίχο που εισάγει το δεύτερο μισό του έργου (μετά το διάλειμμα). Δείχνει ελαφρώς ξέχωρο από το πνεύμα και το ύφος γενικότερα, σίγουρα όμως θα έχει επιλεγεί από τη σκηνοθέτιδα για κάποιο συγκεκριμένο λόγο που απλά δεν είναι προφανής.


Πηγή εικόνας: www.theatroilisia.gr 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019



«ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ» του Κώστα Τσιάνου

Ερμηνεία της Αγγελικής Λεμονή

Θεατρική κριτική της Μαρίνας Αποστόλου

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι αθηναϊκές σκηνές φιλοξενούν όλο και πιο συχνά μονολόγους ως επί το πλείστον γυναικείων δραματικών προσώπων οι οποίοι, ομολογουμένως, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον  και εισπράττουν, όχι άδικα, ενθουσιώδεις κριτικές με αποτέλεσμα έναν πολύ μεγάλο αριθμό παραστάσεων.
Μια τέτοια θεατρική περίπτωση, θα έλεγε κανείς επιφανειακά σκεπτόμενος, είναι και η «Ζωή χαρισάμενη» του Κώστα Τσιάνου που αυτή την περίοδο ανεβαίνει στην πάνω σκηνή του Απομηχανής θεάτρου στο Μεταξουργείο κάθε Δευτέρα και Τρίτη βράδι στις εννιά. Και σημειώνουμε το σχόλιο «επιφανειακά σκεπτόμενος» διότι στη «Ζωή χαρισάμενη» τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα και αξίζουν μια ιδιαίτερη κριτική προσέγγιση.

Το κείμενο
Ο τίτλος: Ξεκινώντας από τον τίτλο, βασικό παρακειμενικό στοιχείο του κάθε έργου, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς το ειρωνικό του περιεχόμενο με τη χριστιανική αναφορά. Ο θεατής λαμβάνει μια βασική πληροφορία: το έργο που θα παρακολουθήσει αφορά τη ζωή κάποιου προσώπου που όπως θα διαπιστώσει στη συνέχεια κάθε άλλο παρά χαρούμενη υπήρξε. Κάθε άλλο παρά του χαρίστηκε.
Η γλώσσα: Η γλώσσα του Τσιάνου είναι κοφτή και αιχμηρή, ο λόγος του ασθμαίνων. Οι γλωσσικές επιλογές του μας μεταφέρουν στην ταλαιπωρημένη Ελλάδα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα και αναβλύζουν σα χείμαρρος μέσα από το στόμα της Ζωής που μονολογεί αφηγούμενη τα βιώματά της από τα μικράτα της μέχρι το σήμερα του έργου που αγγίζει χρονικά την εποχή της «αντιπαροχής». Τα λόγια του καίνε, δεν εξιστορούν απλά. Έρχονται και ντύνουν τη Ζωή σα ρούχο που της επέβαλε η κοινωνία και οι ιστορικές συνθήκες να φορέσει υποχρεωτικά. «Ήμανε έγκυα» την ακούμε να λέει για τις τρεις φορές που είχε συλλάβει, «διά πυραιός και σιδήρου» για να καταδείξει τη σκληρή της πορεία, «μωρή» και «καριόληδες» για να φωνάξει και να ξεσπάσει την οργή και το άδικο που την πνίγουν, «Ποια ήμανε; Η Σάρα τ’ Αβραάμ ήμανε; Η Σάρα και η Μάρα ήμανε…» για να ασκήσει την αυτοκριτική της όταν μένει για τρίτη φορά έγκυος σε προχωρημένη ηλικία. Η γλώσσα του συγγραφέα φωσφορίζει μέσα από τα μελανά χρώματα της χυδαίας πραγματικότητας και γίνεται καθρέφτης της απελπισίας και της αγωνίας της ανυπεράσπιστης γυναίκας για επιβίωση.
Η διαδοχή των σκηνών: Με ένα γοητευτικό «μπρος-πίσω» στα γεγονότα, ο Κώστας Τσιάνος κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Δεν ακολουθεί μια τυπική, αυστηρή και γραμμική πορεία αφήγησης παρότι ο στόχος του, τον οποίο επιτυγχάνει απόλυτα, είναι η ανάγλυφη παρουσίαση της εκκίνησης, της εξέλιξης και της κατάληξης της ζωής της ηρωίδας. Με αριστοτεχνικό τρόπο, μας ταξιδεύει στον πριν και στο μετά, μας κεντρίζει με ένα ερέθισμα, το σκιαγραφεί αρχικά αλλά δεν το ολοκληρώνει με τη μία δίνοντάς μας «ραντεβού» για αυτό το σκοπό σε μια επόμενη σκηνή.

                                          Εικόνα (πηγή: www.monopoli.gr)
                                  

Η Αγγελική Λεμονή ως Ζωή
Στανισλαφσκική ταύτιση: Θα μπορούσε κανείς να πει, χωρίς να υπερβάλλει, ότι η Αγγελική Λεμονή, η ηθοποιός που ενσαρκώνει το ρόλο, είναι η Ζωή του έργου, ακριβώς η Ζωή που έπλασε με την πένα του ο Κώστας Τσιάνος. Ο όρος «πειστική» είναι πολύ λίγος για να περιγράψει την κορυφαία ερμηνεία της ηθοποιού. Η απίστευτη φυσικότητά της και η άρτια άρθρωση και εκφορά του λόγου σε συνδυασμό με τη δυνατή, στεντόρεια φωνή της γεμίζουν το χώρο και καταργούν το κενό μεταξύ σκηνής και πλατείας. Νομίζει λοιπόν κανείς ότι πλένει τα χέρια του στο βρυσάκι της Ζωής, ότι ψήνει τον καφέ του στο καμινέτο της, ότι βάφει το πρόσωπό του με τα χρώματα που βρίσκονται στο συρτάρι της, ότι πετάει από θυμό το κουβερλί και τα μαξιλάρια του κρεβατιού της και μετά τα ξαναστρώνει.
Είναι εντυπωσιακό ότι η Αγγελική Λεμονή δεν αποτελεί μόνο μια καλή ηθοποιό. Μια καλλιτέχνιδα που κατακτά το ρόλο της και πατάει στέρεα πάνω στις λέξεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ερμηνεύτρια που καταπίνει το λόγο του Τσιάνου και τον βγάζει πάλι στην επιφάνεια μέσα από την καρδιά και τους πνεύμονές της. Ολοζώντανη, τραγική, σπαρταράει ολάκερη ηλεκτρίζοντας τη θεατρική ατμόσφαιρα με την πληθωρική παρουσία της.

Ο Κώστας Τσιάνος ως σκηνοθέτης
Η σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου είναι εξαιρετική. Με επιμελημένη την κίνηση της Λεμονή, αποφεύγει υποβοηθητικές κοινοτοπίες όπως για παράδειγμα τη χρήση του τσιγάρου ή του τηλεφώνου που συναντάμε συχνά στους μονολόγους.  Ωσάν ιέρεια από αρχαία τραγωδία, την παρουσιάζει στη σκηνή σα να βγαίνει μέσα από ναό φορώντας το πέπλο της κι ενθυμούμενη με πικρή χαρά την ημέρα του γάμου της. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για τη σκηνή της κορύφωσης του έργου όπου το κοινό παρακολουθεί ανατριχιασμένο τη μοίρα της Ζωής, μιας δυστυχισμένης γυναίκας που ήθελε και αυτή να έχει το δικαίωμα στην ευτυχία όσο κι αν ο περίγυρός της πάσχιζε σταθερά να της το στερήσει.
Αξίζει να αναφέρουμε ακόμη ότι κόντρα στη στανισλαφσκική προσέγγιση της ταύτισης έρχεται για λίγο η αποστασιοποίηση με τη χρήση του τρίτου ενικού από τη Ζωή ενώ μιλά για τον εαυτό της προς το τέλος του έργου.

Η υπόθεση με το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο
Κατοχή, μαυραγοριτισμός, εμφύλιος, παιδόπολη Φλώρινας, αντικομουνισμός, οίκοι ανοχής, πλύστρα-λεκανατζού, μετανάστευση, είναι ίσως οι χαρακτηριστικότερες λέξεις-κλειδιά που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά του εν λόγω έργου.
Παιδιά εκτός γάμου, αναλφαβητισμός, ορφάνια, εκπόρνευση, φτώχεια, εγκατάλειψη, ιδρύματα, κεκαλυμμένη ομοφυλοφιλία, υποκρισία και χλευασμός, χαμόσπιτα που μετά έγιναν πολυκατοικίες είναι τα βασικότερα στοιχεία που ρίχνουν φως σε μια σκοτεινή Ελλάδα όπου η επιβίωση ήταν καθημερινό ζητούμενο και ο πόνος μόνιμο συναίσθημα. 
Ένα τηλεγράφημα που λαμβάνει η Ζωή από την πεθερά της και με το οποίο πληροφορείται το σκοτωμό του συζύγου της γίνεται η αφορμή για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας της.

Σκηνικά, κοστούμια, μουσική και φώτα
Τα σκηνικά, των οποίων την ευθύνη φέρουν οι Κώστας Τσιάνος, Χρήστος Καράκης και Γιάννης Πέτρου μας μεταφέρουν ζεστά και αυθεντικά στο σπιτικό της Ζωής όπου ζει με την κόρη της. Τα κοστούμια έχει φροντίσει η Νικολέτα Καΐση (ξεχωρίζουμε τα φουστάνια που φορούσε η Ζωή όταν δούλευε ως πόρνη στη Θεσσαλία), τη μουσική επέλεξε ο Κώστας Τσιάνος (ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας τα κλαρίνα την ώρα της εισόδου της νύφης) ενώ ο φωτισμός είναι του Μάκη Παπατριανταφύλλου.