Κυριακή 17 Απριλίου 2022

 


Ζαν Κοκτώ

ΤΡΟΜΕΡΟΙ ΓΟΝΕΙΣ

ΘΕΑΤΡΟ RADAR (Πλατεία/μετρό Αγίου Ιωάννη)

Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη

Β. Σκηνοθέτη: Δημήτρης Τσολάκης

Σάββατο, 16 Απριλίου 2022

9 μ.μ.

Κριτική Ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

 

ΕΥΤΑΞΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΣ

 

Τις τοξικές οικογενειακές σχέσεις που διέπονται από την αλληλοεξάρτηση, οικονομική και συναισθηματική, από τη χειριστική συμπεριφορά και την άσκηση εξουσίας που καταπνίγει την ελεύθερη βούληση και δράση του ατόμου πραγματεύεται το έργο του Κοκτώ, γραμμένο λίγο καιρό πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από το Παρίσι του 1938 μεταφερόμαστε στην Αθήνα του σήμερα σε μια οικογένεια με ποικίλες παθογένειες: ο Γιώργος, ο πατέρας, ένας άνδρας ανάμεσα στα 55 με 60, αποτυχημένος μηχανολόγος – μηχανικός που δεν εργάζεται κανονικά αλλά παλεύει να κατασκευάσει ένα αυτόματο ψαροντούφεκο – ευρεσιτεχνία μέσα από την οποία πιο πολύ απλώς περνάει τον καιρό του. Η Σοφία, η γυναίκα του, διαβητική, ινσουλινοεξαρτώμενη και προσκολλημένη αρρωστημένα στον εικοσιδυάχρονο γιο της Μιχάλη, σε βαθμό που σχεδόν αγνοεί την ύπαρξη του συζύγου της. Η Ελένη, η αδελφή της, άγαμη, πρώην μνηστή του Γιώργου, λάτρης της τάξης, της οργάνωσης και ευρύτερα της λογικής, μοναδική άξια κληρονόμος της περιουσίας του θείου τους βάσει της οποίας συντηρεί όλη την οικογένεια. Ο Μιχάλης, φοιτητής, «το παιδί της μαμάς», αθώος, ανώριμος και ευκολόπιστος όπως αποδεικνύεται, πρώτη φορά ερωτευμένος με γυναίκα. Η Μαρία, η φίλη του Γιώργου, τρία χρόνια μεγαλύτερή του, που ασχολείται με τη βιβλιοδεσία και θέλει να τον «κλέψει» από τη μητέρα του την οποία θα βρει απέναντί της όταν η σχέση τους γίνει γνωστή σε συνέχεια μιας διανυκτέρευσης του Μιχάλη εκτός σπιτιού.

Μια δαιμόνια σύμπτωση θα τους φέρει κοντά και θα γίνει η αφορμή να συγκρουστούνε σφοδρά. Δύο οι τόποι της αντιπαράθεσής τους: ο ένας είναι το σαλόνι της οικογένειας ακατάστατο όπως και οι λοιποί χώροι του διαμερίσματος (ακούμε να περιγράφεται ως «στάβλος» το δωμάτιο του Μιχάλη) και ο άλλος το τακτοποιημένο σαλόνι του σπιτιού της Μαρίας όπου θα γνωριστούνε τα μέλη της οικογένειας του Μιχάλη μαζί της με αποτέλεσμα το ζευγάρι να οδηγηθεί προσώρας στον χωρισμό.

Εγωισμός, κτητικότητα αλλά και αφέλεια, παραλογισμός, υπεροψία κι αυτοκαταστροφή, αυτοθυσία κι ανάγκη για απαγκίστρωση όπως και προσφορά δεύτερης ευκαιρίας με σκοπό τη λύτρωση πρωταγωνιστούν στη σύλληψη του έργου του Γάλλου συγγραφέα.

Τη λύση δίνει η Ελένη σε σύμπνοια με τον Γιώργο ο οποίος λογικεύεται έστω και με καθυστέρηση βάζοντας στη θέση της τη Σοφία που βρίσκει τη Μαρία «πολύ λίγη» για τον γιο τους. Σε μια κρίση αυτοκριτικής, ο Γιώργος απογυμνώνει τα πρόσωπα της οικογένειας χωρίς να δείχνει καμιά επιείκεια ούτε στον εαυτό του. Η ατάκα της Ελένης εκφερόμενη με σταθερή και ψύχραιμη φωνή: «Ήταν η καθαρίστρια» στην τελευταία σκηνή της παράστασης, όταν το κουδούνι χτυπάει στο σπίτι τους δύο φορές κατόπιν της δηλητηρίασης της Σοφίας, επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Η πιο πιθανή φαίνεται να είναι ότι η οικογένεια απαλλάσσεται επιτέλους από το άτομο που τους ταλαιπώρησε κι επέλεξε να μην αλλάξει ποτέ συμπεριφορά μα αντίθετα θέλησε να τους συμπαρασύρει στην καταστροφή μαζί της. Ο ερχομός της καθαρίστριας σημαίνει ίσως την αποκατάσταση της κανονικότητας, κατάστασης που μάλλον για πρώτη φορά θα δοκιμάσει η εν λόγω οικογένεια.  

Νιάτα και μέση ηλικία, υγεία και ασθένεια, λογική και παράνοια, υποχώρηση και εγωισμός, ανωτερότητα και αναξιοπρέπεια είναι τα δίπολα που φωσφορίζουν στο έργο του Κοκτώ, ο οποίος, όπως και πολλοί συνάδελφοί του διαχρονικά, δε διστάζει να αποκαθηλώσει τον κατά τα άλλα «αγιοποιημένο» θεσμό της οικογένειας. Έτσι, αντί για εστία αγάπης και συναισθηματικής κάλυψης που θα ωθήσουν τα νεαρά της μέλη σε προσωπική εξέλιξη και άνθιση, η οικογένεια παρουσιάζεται ως εστία μόλυνσης με σχέσεις νοσηρές και πνιγηρές. Ο Γιώργος δεν έχει ακόμη υπηρετήσει στο στρατό γιατί η μητέρα του τον έστρεψε σε σπουδές για να μην απομακρυνθεί από δίπλα της, δεν έχει εργαστεί διότι όλες οι δουλειές που του προτάθηκαν ήταν «ακατάλληλες» για εκείνον, δεν έχει δικαίωμα στη συγκατοίκηση πόσο μάλλον στον γάμο με τη Μαρία διότι η τελευταία τον περνάει τρία χρόνια ηλικιακά και σίγουρα, σύμφωνα με τη Σοφία, είναι «γριά με κίτρινα μαλλιά» και προφανώς πόρνη μπλεγμένη με τύπους του υποκόσμου. Έτσι περιγράφονται οι πρώην υπαρκτές αλλά και φανταστικές σχέσεις της με άλλους άνδρες. Η σύζυγος του Μιχάλη πρέπει να είναι απόφαση της Σοφίας φέρουσα τα χαρακτηριστικά της υποταγής και της πίστης στο πρόσωπό της.

Έχουμε πραγματικά να κάνουμε με ένα κείμενο του οποίου οι δραματικοί χαρακτήρες προσφέρονται για βαθιά ψυχαναλυτική μελέτη. Η Αναστασία Παπαστάθη αξιοποιεί το έργο του Κοκτώ και το προσαρμόζει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπου η αλληλοφαγία εντός της οικογένειας καλά κρατεί, στηλιτεύοντας το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που κατατρώγει ανά τους αιώνες ορισμένες μάνες με τους γιους τους ενώ συνάμα ευνοείται από πατεράδες, όπως ο Γιώργος, που δε διαθέτουν προσωπικότητα. Στο πλαίσιο αυτής της ψυχικής δυσφορίας τοποθετείται και η ατομική ευθύνη. Ο Γιώργος, στην ηλικία των 22 ετών, ακόμα κάτω από τη φτερούγα της αυταρχικής μητέρας του, τολμάει μεν να συνάψει ερωτική σχέση, αντιδράει στην άρνηση της Σοφίας να παντρευτεί τη Μαρία, αβίαστα όμως δέχεται τα ψεύδη που διαμηνύει ο πατέρας του σε βάρος της κοπέλας (αναλήθεια που ενισχύεται πρόθυμα από τη Σοφία φυσικά) ενώ μετά κλαίει απαρηγόρητος σαν μικρό παιδί κλεισμένος στο δωμάτιό του περιμένοντας κάποιον «ενήλικα» να τον ανακουφίσει.

Πρόκειται για μια πολύ ζεστή παράσταση χωρίς εκπτώσεις, που παρακολουθείται ευχάριστα από το κοινό καθώς ανήκει στο είδος του ρεαλισμού, δηλαδή της θεατρικής ψευδαίσθησης όπου τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα δείχνουν αληθινά και αναγνωρίσιμα. Η Παπαστάθη υποδύεται εξαιρετικά τον ρόλο της Σοφίας ενώ έχει αναλάβει τη μετάφραση και την επεξεργασία του κειμένου όπως και τη σκηνοθεσία της παράστασης με την ίδια επιτυχία. Ο Χρήστος Ευθυμίου, υποκρίνεται πειστικά και χωρίς υπερβολικές εκφράσεις τον Γιώργο που δεν έχει επιτύχει επαγγελματικά, που βαυκαλίζεται με την δήθεν πατέντα του αυτόματου ψαροντούφεκου, που ζηλεύει και καταντά ανταγωνιστής του ίδιου του γιου αλλά και που συνέρχεται έστω στο παρά πέντε για χάρη του καλού του παιδιού του αλλά και της ευταξίας στο σπίτι του. Αξιοσημείωτη είναι και η ερμηνεία της Μαρίας Μαυροματάκη στον ρόλο της Ελένης που συμβιβάστηκε, υποχώρησε, στερήθηκε κι έζησε στη σκιά αυτών που στον παρόντα χρόνο καλείται να κηδεμονεύσει. Τέλος, οι δύο νεαροί ηθοποιοί, Αντώνης Καραθανασόπουλος και Ευδοκία Ασπρομάλλη, στάζοντας νιάτα και θετική ενέργεια υποδύονται ζωηρά το νεαρό ζευγάρι που επηρεάζεται αναπόδραστα από τον περίγυρό του.

Συγχαρητήρια αξίζουν και στην Κυριακή Πανούτσου που επιμελήθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης τα οποία συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία του ρεαλιστικού σκηνικού του έργου.

Πληροφορίες:

https://radartheater.gr/play/tromeroi-goneis/

Βίντεο:

https://www.youtube.com/watch?v=QZ-ToFARAIs

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

 


ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

του Ερίκ-Εμμανουέλ Σμιτ


Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

ΙΔΡΥΜΑ «ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ»

Πειραιώς 206, Ταύρος

Πέμπτη, 7 Απριλίου 2022

9 μμ

 

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας – Πυγμαλίων Δαδακαρίδης

Β. Σκηνοθ: Παναγιώτα Παπαδημητρίου

 

«ΘΑ ΜΟΥ ΓΡΑΦΕΤΕ;»

 

Αμπέλ Ζνόρκο: - Σας αρέσουν τα βιβλία μου;

Έρικ Λάρσεν: - Δεν ξέρω… είναι όπως με τον Θεό… Ξεκινάμε φοβισμένοι. Η φήμη σας ασκεί επιρροή, δεν μπορώ να έχω καθαρή άποψη. Λάμπετε πολύ για μένα κι αυτό με θαμπώνει…

(…)

Αμπέλ Ζνόρκο: Τι σημαίνει μετριόφρων; Είναι απλά αυτός που ζητάει κι άλλη επιβεβαίωση! (…) Τον Όμηρο θα τον ρωτούσατε αν έχει ζήσει στον Όλυμπο ανάμεσα στους θεούς; (…) Το ψέμα έχει φινέτσα. (…) Πόσα χρόνια μπορεί κανείς να ζει βλέποντας κάθε μέρα ανθρώπους; (…) Η κρυφή ωμότητα ενός χαδιού, το χάδι είναι παρεξήγηση, είναι πόνος! Η Γη γυρίζει, το χορτάρι μεγαλώνει, τα παιδιά πεθαίνουν.

Έρικ Λάρσεν: Δεν ξέρουμε ποιους αγαπάμε. Δε θα μάθουμε ποτέ (...) Νιώθω πως υποφέρετε… Αφήστε με να βοηθήσω (…) Μου πήρε δυο ώρες να την ταΐσω ένα μήλο! (…) Οφείλουμε ζωή στους πεθαμένους αλλά και στους ζωντανούς…

 

Γιάννης Μπέζος και Πυγμαλίων Δαδακαρίδης σε ένα κείμενο-κομψοτέχνημα υψηλών απαιτήσεων (μτφρ. Εύα Κοτανίδου). Δύο ανδρικοί ρόλοι σε έναν αγώνα δρόμου όπου τελικά υπάρχουν μόνο νικητές.

Δεν είναι η πρώτη φορά όπου ένα θεατρικό κείμενο βασισμένο σε δύο ισχυρούς ανταγωνιστικούς ρόλους ανεβαίνει στο σανίδι και γοητεύει το κοινό˙ πότε με τις μεγάλης συμπύκνωσης φιλοσοφικές ατάκες του και πότε με τις απρόσμενες εξελίξεις του αναμειγνύοντας συνάμα κωμικά στοιχεία που ξεκουράζουν τους θεατές κι ελαφραίνουν το βαρύ κλίμα που δημιουργείται κατά διαστήματα από τις δραματικές σκηνές του έργου αλλά και τις στιγμές σύγκρουσης των δραματικών προσώπων.

Στην περίπτωση όμως των Αινιγματικών Παραλλαγών, ο Γάλλος συγγραφέας ανατέμνει πολύ πιο βαθιά τις ανθρώπινες ψυχές που τελικά μάλλον δε διαφέρουν μεταξύ τους. Η υπόσταση, η ύλη της ανθρώπινης ψυχής είναι μία για όλα τα ανθρώπινα όντα με τη διαφορά ότι κάποια επιλέγουν να ενδυθούν τον μανδύα μιας δήθεν σκληρότητας και μισανθρωπίας εν είδει άμυνας ενάντια στην απογοήτευση, στον έρωτα που τρομάζει, στη δυσκολοκατόρθωτη αγάπη, στη συνύπαρξη που δυσκολεύει, στη μοναξιά που βολεύει και στη ρουτίνα που στραγγαλίζει την ερωτική επιθυμία οδηγώντας στην κενότητα.

Το σκηνικό συντίθεται από μια ευμεγέθη βιβλιοθήκη, μπουκάλια αλκοόλ (κάποια άδεια) μια γραφομηχανή, λίγους πίνακες ζωγραφικής, ένα μπιμπελό-φάρο, ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί αλλά και έναν δίσκο μουσικής (σκηνογρ: Κωνσταντίνος Ζαμάνης). Ακούγεται ήχος κύματος μιας και όπως θα μάθουμε σύντομα βρισκόμαστε σε ένα νησί της Νορβηγίας, το Ροσβανόι, όπου η μέρα διαρκεί έξι μήνες, όπως και η νύχτα. Κατάσταση απόλυτη και ξεκάθαρη χωρίς ενδιάμεσες αμφιλεγόμενες φάσεις, όπως επίσης θα ακούσουμε να λέγεται κατά τη διάρκεια του έργου.

Ένας νομπελίστας συγγραφέας μυθιστορημάτων (Γιάννης Μπέζος) κι ένας δημοσιογράφος (όντως;) (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) που διανύει μια πελώρια χιλιομετρική απόσταση για να του πάρει συνέντευξη με κασετοφωνάκι που «συμπτωματικά» δε λειτουργεί διότι ίσως έχει χαλάσει κατά τη μεταφορά του στο ταξίδι. Ο πρώτος ζει σαν ερημίτης, αποστρέφεται τον πολιτισμό, έχει για προστασία την καραμπίνα του κι όσο πασχίζει με την αγένεια και τις προσβολές του να απωθήσει τον επισκέπτη του τόσο τον κρατά κοντά του κατρακυλώντας μαζί του σε μια αναπόδραστη κατηφόρα ανακαλύψεων και αποκαλύψεων. Αυτές διακρίνονται σε τρία αιχμηρά επίπεδα που ενώ φαινομενικά κόβουν σαν λεπίδι, στην πραγματικότητα καταλήγουν να θεραπεύουν τραύματα που πονούν και τους δύο χαρακτήρες. Ανάμεσά τους η Έλεν, η γυναίκα που τους ενώνει, η κοινή αγαπημένη, ιδωμένη εντελώς διαφορετικά από τον καθένα τους (προσθήκη που δένει εναρμονισμένα με την παράσταση με τη θηλυκή αέρινη παρουσία να υπενθυμίζει πόσο αναπόσπαστη είναι η γυναίκα από τον βίο των αντρών σε σημείο που τον καθορίζει μοιραία μερικές φορές). Ο κάθε ένας άνδρας κρατά κι από ένα άλλο κομμάτι του ίδιου παζλ, το οποίο συμπληρώνουν βήμα-βήμα από κοινού. Ο ένας στην άγνοια κι ο άλλος κατέχων την πλήρη αλήθεια, ερχόμενος ωστόσο σε έναν «παραμυθά» για να μάθει μέσω των υποτιθεμένων δημοσιογραφικών του ερωτήσεων τι έχει πραγματικά συμβεί.

Ορισμένα από τα μαγικά συστατικά του έργου: το βιβλίο μπεστ σέλερ του Αμπέλ Ζνόρκο με παραπλανητική (όχι για όλους όμως) αφιέρωση, ο μουσικός δίσκος – δώρο της Έλεν «παραλλαγές – αίνιγμα» του Έντουαρντ Έλγκαρ που έχει σημαδέψει τον πολυγραφότατο μυθιστοριογράφο, η πυκνή αλληλογραφία επί σειρά ετών που κράτησε ζωντανή μια εξ αποστάσεως σχέση, ο χωρισμός που επιβάλλεται για να καταστήσει τον έρωτα πιο ενδιαφέροντα, η ιδανική ερωμένη που δεν είναι άλλη από την ερωμένη – απούσα, η ληξιαρχική πράξη γάμου που παραδόξως έχει ανάμεσα στα χαρτιά του ένας ρεπόρτερ που διανύει 300 χιλιόμετρα και μια ώρα με το καράβι για να εντοπίσει το θήραμά του και προοδευτικά καλύτερό του φίλο, η πράξη της «επινόησης» με την ευρύτερη έννοια ως μέσο αντιμετώπισης της πραγματικότητας και προσέγγισης του Άλλου, η γραφή των λογοτεχνών που δημιουργεί και ξεπερνάει την ίδια τη ζωή σε αντιπαράθεση με τη γραφή των δημοσιογράφων που απλά αναπαράγει και κάνει αναφορές μέχρι οι σελίδες των εφημερίδων τους να αποτελέσουν το υλικό τυλίγματος φαγώσιμων.

Είναι πραγματικά μάταιο να πέσει κανείς στην παγίδα να συγκρίνει τους δύο θεατρανθρώπους, Γιάννη Μπέζο και Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Εξαιρετικοί αμφότεροι, δίνουν ρεσιτάλ ηθοποιίας με τον κάθε ένα να συμβάλλει τα πλείστα στην παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος ερμηνεύει τον χειμαρρώδη ρόλο του δύστροπου νομπελίστα με άπλετη άνεση αξιοποιώντας την πολυετή εμπειρία του στην υποκριτική, γεγονός που φαίνεται ιδίως στα μονολογικά του κομμάτια που προκαλούν ανατριχίλα στο φιλοθεάμον κοινό. Η χημεία του με τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη δείχνει φυσική σαν να πρόκειται όντως για το δίδυμο που έπρεπε από καιρό να έχει γνωριστεί και φιλιώσει. Που ενδεχομένως όμως να μην ήταν ώριμη η στιγμή της συνάντησής τους, που ίσως έπρεπε να διαβούν το μακρόχρονο αυτό στάδιο της ανταλλαγής επιστολών το οποίο ακολούθησε τον αδόκητο θάνατο της κοινής αγαπημένης. Ο Δαδακαρίδης, από την πλευρά του, υποδύεται άκρως συγκινητικά ένα βαθιά συναισθηματικό άνδρα, δοτικό, συμπαραστατικό, ευαίσθητο που αποδεικνύει το δίχως άλλο πως τίποτα δεν έχει αξία, αν δεν μοιράζεται. Καταφέρνει να ξεθάψει τον καλά κρυμμένο ανθρώπινο εαυτό του συγγραφέα που στο τέλος μαλακώνει, ξεπαγώνει, δαμάζεται. Είναι ειλικρινά μοναδικός ερμηνευτικά (η αλήθεια είναι ότι μπορεί και προσαρμόζεται σε ποικίλους ρόλους) ενώ συνυπογράφει τη σκηνοθεσία του έργου με τον Σωτήρη Τσαφούλια, καλλιτέχνη γνωστό κυρίως από τις επιτυχίες του στον κινηματογράφο˙ προφανώς, ο Τσαφούλιας δεν υστερεί διόλου και θεατρικά καθώς το σκηνοθετικό αποτέλεσμα τον τιμά χωρίς υπερβολή.

Η σχέση μας με τον «Άλλο» πάντα βασάνιζε το θέατρο και πάντα θα αποτελεί βασικό πρόβλημά του. Η θεματική της θα οπλίζει διαχρονικά το χέρι των θεατρικών συγγραφέων, γιατί πάντα θα τους ταλανίζει και θα τους κάνει να την ερευνούν όλο και πιο επισταμένα, όλο και πιο λαίμαργα.  


Συγγραφέας: Éric-Emmanuel Schmitt

Μετάφραση: Εύα Κοτανίδη

Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας- Πυγμαλίων Δαδακαρίδης

Σκηνικά: Kωνσταντίνος Ζαμάνης

Κοστούμια: Άγις Παναγιώτου

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Χορογραφία: Μπίλιω Μαρνέλη

 

Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης


"Πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται.
Το δύσκολο είναι ν' αγαπάς".

                                      Τίτος Πατρίκιος