Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

 


ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ της Νίνα Ρέιν

Σκηνοθεσία: Φάνια Νταλιάνη

 

Θέατρο Μοντέρνοι Καιροί

Δαμοκλέους 8, Γκάζι

 

Σάββατο, 26/02/2022

Ώρα 9 μ.μ.

 

Δραματολογική ανάλυση & κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου

 

ΘΑΡΡΟΣ Η’ ΑΛΗΘΕΙΑ;

Αγώνας πινγκ-πονγκ ή μποξ;

Με το ζήτημα της «συναίνεσης» επέλεξε να ασχοληθεί στο ομώνυμο θεατρικό έργο της η Νίνα Ρέιν και τις προεκτάσεις που αυτή λαμβάνει μέσα από τα θύματα, τους θύτες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διεκδίκηση αυτών (ανάλογα βέβαια με την κοινωνική θέση του κάθε ατόμου), την απιστία, τον πόνο και την οργή που αυτή προκαλεί, την αξία της ειλικρινούς μεταμέλειας αλλά και την αντεκδίκηση ως μορφή άμυνας.

Γραμμένο μόλις το 2017, το έργο της Ρέιν ανεβαίνει για πρώτη φορά σε αθηναϊκή σκηνή (έχει ανέβει άλλη μια φορά το 2019 στα Χανιά) και γίνεται κατά κάποιο τρόπο η φωνή του κινήματος «Metoo» που ξέσπασε και φούντωσε το 2021 στην Ελλάδα.

Επτά ηθοποιοί επί σκηνής, τρία ζευγάρια που θα αναμειχθούν, θα διαπληκτιστούν, θα αναμετρηθούν, θα φιλοσοφήσουν και θα φθάσουν σε λυτρωτικές λύσεις αφού πρώτα κατακερματιστούν. Μια νεαρή γυναίκα θύμα βιασμού εις διπλούν, προερχόμενη από την εργατική τάξη της Αγγλίας, σχεδόν ανυπεράσπιστη, αγωνιζόμενη να δικαιωθεί. Αδικία, κυνισμός, σκληρότητα, απόκρυψη της αλήθειας, αγανάκτηση, θυμός, ανταγωνιστικές συζυγικές σχέσεις, φιλοδοξίες, μητρότητα, πατρότητα, λυκοφιλία, προδοσία, διαζύγιο, συγχώρεση, επανεκκίνηση. Ένα κείμενο που θίγει ταυτόχρονα όλα αυτά τα συναισθήματα, τις καταστάσεις της τραχείας πραγματικότητας, τις διαπροσωπικές σχέσεις που δοκιμάζονται, την ανθρώπινη αδυναμία, εν γένει τον δαιδαλώδη κόσμο των ενηλίκων.

Δύο έγγαμα ζευγάρια: ο Έντι, δικηγόρος στο επάγγελμα και η Κίτυ, υπάλληλος σε εκδοτικό οίκο. Ο Τζέικ, επίσης δικηγόρος και η Ρέιτσελ συνάδελφός του. Ο Τιμ, νομικός κι αυτός και συγκεκριμένα δημόσιος κατήγορος στις δίκες και η Ζάρα, ηθοποιός που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτική σειρά με τον υπονομευτικό για το δικηγορικό κλάδο τίτλο (σχόλιο προφανώς της Ρέιν): «Πετάξτε τις περούκες» - σημειωτέο ότι οι νομικοί στην Αγγλία φορούν περούκα κατά τη διάρκεια της δίκης. Η νεαρή ηθοποιός επιθυμεί να μάθει σχετικές πληροφορίες από τους φίλους της που εξασκούν το επάγγελμα με σκοπό να ερμηνεύσει καλύτερα τον ρόλο της - τον οποίο τελικά δεν αναλαμβάνει. Η Ζάρα επιθυμεί τον Τιμ ο οποίος με τη σειρά του ορέγεται ερωτικά την Κίτυ ενόσω (η Ζάρα πάντα) πολιορκείται ανοιχτά από τον Έντι!

Και οι τρεις δικηγόροι της παρέας καταπιάνονται με το ποινικό δίκαιο-ως επί το πλείστο με φόνους και βιασμούς. Σοκάρει, θα μπορούσαμε να πούμε, η μετάφραση του έργου στην εναρκτήρια σκηνή (πιθανόν εσκεμμένη η απόδοση του Κώστα Νταλιάνη) που μπερδεύει τον θεατή κάνοντάς τον να πιστεύει πρόσκαιρα ότι τα δραματικά πρόσωπα είναι επαγγελματίες εγκληματίες (δολοφόνοι και βιαστές). Ακούμε να λένε: «κάνω φόνους… κάνω βιασμούς…». Ή μήπως αυτός που υπερασπίζεται ένα φονιά, ένα βιαστή ή έναν παιδόφιλο δεν είναι επίσης εγκληματίας συνειδητά;

Η Κίτυ και ο Έντι, γονείς ενός μωρού παιδιού, μόλις έχουν μετακομίσει στο νέο τους σπίτι. Δεν έχουν ακόμα ξεπακετάρει ούτε έχουν συμφωνήσει από κοινού (να τη η «συναίνεση» σε μικρή κλίμακα εδώ) για το πού ακριβώς θα τοποθετήσουν τον καναπέ μέσα στο σαλόνι. Ωστόσο, αυτό δεν τους εμποδίζει να δεχτούν την επίσκεψη του φιλικού τους ζευγαριού, των Τζέικ και Ρέιτσελ, γονείς επίσης δύο αγοριών. Η Κίτυ έχει περάσει επιλόχεια κατάθλιψη, γνωρίζει την από πενταετίας απιστία του συζύγου της για την οποία όμως δεν έχει δεχθεί συγγνώμη από τη μεριά του, πράγμα που μετράει σημαντικά για την ίδια. Είναι κουρασμένη από την αϋπνία λόγω της φροντίδας που παρέχει στο παιδί της (κάποια στιγμή μάλιστα το ξεχνάει στο σούπερ μάρκετ…) ενώ σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμεί την απόκτηση δεύτερου παιδιού. Μάλιστα, θα αποφασίσει να προβεί σε διακοπή εγκυμοσύνης, γεγονός που το πληροφορούμαστε στη συνέχεια. Και εκεί τίθεται το θέμα της συναίνεσης: το σώμα της τής ανήκει απόλυτα ή έπρεπε να έχει τη συγκατάθεση του Έντι εφόσον έγκυος έμεινε από εκείνον;

Κρίση όμως διέρχεται και το φιλικό τους ζευγάρι το οποίο μένει σε διάσταση λόγω απιστιών του Τζέικ. Η Ρέιτσελ για να τον εκδικηθεί προσφέρει στοματικό έρωτα σε άλλον άνδρα, πράγμα που μαθαίνει ύστερα ο Τζέικ. Στο τέλος όμως συμφιλιώνονται (αφού έχουν έρθει σε κατάσταση «ισοπαλίας») και παλεύουν να στηρίξουν τον γάμο του άλλου ζευγαριού που φθάνει στα πρόθυρα του διαζυγίου όταν η Κίτυ συνάπτει σχέση από έρωτα με τον υποτιθέμενο φίλο του άνδρα της, τον Τιμ. Ο Έντι παθαίνει υστερία, δεν πιστεύει πως χάνει τη γυναίκα του και κυρίως δε συναινεί να μεγαλώσει ο γιος του με πατριό το «χάμστερ» όπως ακούμε να προσφωνεί τον Τιμ, ο οποίος είχε προηγουμένως προσελκύσει στο σπίτι του την Κίτυ για να της δείξει το «φάντασμα», δηλαδή μια φοβία του που μάλλον γεννήθηκε από τη μακρόχρονη μοναξιά του.

Στο κέντρο όλων αυτών των διαφωνιών, κρίσεων, πανικού, διάλυσης και επανένωσης των δύο ζευγαριών που τελικά θα γίνουν τρία καθώς η Ζάρα θα τα φτιάξει με τον Τιμ ο οποίος χωρίζει τελικά από την Κίτυ, συναντάμε ένα θύμα βιασμού. Μια νεαρή κοπέλα με κατακόκκινα σαν φωτιά μαλλιά. Ένα χρώμα που παραπέμπει στο αίμα, στη βία, στην οργή, στον αποτροπιασμό. Μιλώντας με τον δημόσιο κατήγορο (τον Τιμ) συνειδητοποιεί πως δεν είναι αυτός που θα την υπερασπιστεί ενώ στο πρόσωπο του Έντι γνωρίζει τη σκληρότητα και τον παραλογισμό. Δεν καταφέρνει να καταθέσει όσα έπρεπε και είχε ανάγκη να καταγγείλει. Δεν μπόρεσε να αναφερθεί στον λόγο που την παρακολουθεί ψυχίατρος και αυτός δεν ήταν άλλος από έναν ακόμη βιασμό που είχε δεχτεί ταυτόχρονα με την αδερφή της προ δεκαετίας κατόπιν οτοστόπ που είχαν κάνει. Το θύμα που θυματοποιείται και πληγώνεται εκ νέου, πίνει, δεν έχει ακαδημαϊκή μόρφωση, φοβάται τον θύτη της, είναι «ταραγμένη» όπως επαναλαμβάνει, έχει μόλις κηδέψει την αδερφή της κι έχει σαν μοναδικό συμπαραστάτη τον αδελφό της. Παρόλη την άσχημη ψυχολογία της, θα ανακαλύψει το σπίτι του Έντι και θα τον εντοπίσει κατά τη διάρκεια μιας εορταστικής βραδιάς. Θα εκπλαγεί που συναναστρέφεται τον Τιμ, θα κοιτάξει στα μάτια τη Ζάρα που τη θεωρεί ερωμένη του αλλά και την Κίτυ που εύκολα θα διαπιστώσει ότι είναι η σύζυγός του. Η οσμή από χασίς θα την κάνει να καταλάβει πως δεν πρόκειται παρά για ένα ανθρωπάριο χωρίς ηθική και θα αποχωρήσει αηδιασμένη. Η κατανάλωση χασίς είναι συνήθεια του Έντι ο οποίος είχε αποφύγει στο παρελθόν για τον λόγο αυτό να καλέσει την αστυνομία όταν του διέρρηξαν το σπίτι. Αν το είχε τολμήσει, απλά θα καταστρεφόταν η καριέρα του. (Οι διαρρήξεις είναι απ' όσο αντιλαμβανόμαστε συχνές ειδικά σε γειτονιές σαν αυτή που ζει η Ζάρα).

Απ’ ότι γίνεται αντιληπτό στη συνέχεια της παράστασης η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά (έτσι την ανακοινώνουν και όταν καταφθάνει απρόσκλητη στο πάρτι των έξι «φίλων») επιλέγει τον δρόμο της αυτοκτονίας, στοιχείο που αφηγείται ο Έντι εντελώς ψυχρά.

Τι είναι η απιστία; Πώς αυτή ορίζεται ακριβώς; Μπορεί μια γυναίκα σαν την Κίτυ, μια γυναίκα καλλιεργημένη ζώσα σε μια χώρα του δυτικού κόσμου, να μείνει έγκυος χωρίς συναίνεση; («Ευτυχώς δεν μπορεί να με γκαστρώσει με το ζόρι» την ακούμε να λέει στο έργο).

Τι είναι η ενσυναίσθηση; Πώς αυτή συνδέεται με τη συναίνεση; Ποιοι τη διαθέτουν και πότε αυτή καταντάει «καραμέλα»; Είναι μετρήσιμη αξία; Γιατί ο τηλεοπτικός χρόνος που αφιερώνεται σε μια γενοκτονία είναι λιγότερος από τον χρόνο που δαπανάται για ένα μεμονωμένο νεκρό βρέφος; Μήπως τελικά καταλαβαίνουμε κάτι μόνο όταν μας συμβαίνει προσωπικά; Δικαιούται κανείς την απόλυτη πίστη από τον σύντροφό του όταν εκείνος έχει ήδη απατήσει (όπως στην περίπτωση της Κίτυ που υπέπεσε σε παρόμοια ατασθαλία την ημέρα κιόλας του γάμου της;) Όταν πράττουμε κάτι, η επίδραση πάνω στους άλλους είναι αναπόδραστη όπως «όταν βράζουμε ένα αβγό αλλάζουμε τη μοριακή του δομή»; Τέλος, τι συμβαίνει στην περίπτωση του βιασμού εντός γάμου; Γιατί αυτή η περίπτωση βιασμού εξετάζεται χωριστά κι όχι όπως όλες οι πράξεις βιασμού; Ποια τα κριτήριά του;

Με μια εξαιρετική σκηνοθεσία η Νταλιάνη ενορχηστρώνει επτά ηθοποιούς οι οποίοι ανατέμνουν την ψυχή των σύγχρονων Άγγλων καταγόμενων από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Η Ρέιν αποδεικνύεται καυστική απέναντι στους νομικούς των οποίων ο βίος δεν συνάδει με το «δίκαιο» ενώ αμφισβητεί σθεναρά την απόδοση της δικαιοσύνης στις δικαστικές αίθουσες με τις ακροαματικές διαδικασίες να μην φωτίζουν την πλήρη αλήθεια. Σημείο της δουλειάς της Νταλιάνη που ξεχωρίζει είναι αρχικά οι ηθοποιοί που αεικίνητοι επί σκηνής επιμελούνται την αλλαγή σκηνικού καθώς πότε βρισκόμαστε στο σπίτι του ενός ζευγαριού, πότε στου άλλου, πότε στου Τιμ και πότε στο δικαστήριο ή στο γραφείο της δικηγόρου που αναλαμβάνει το διαζύγιο των Έντι και Κίτυ. Άλλα σκηνοθετικά στοιχεία που προσέξαμε είναι οι ηθοποιοί που μιλούν παράλληλα όπως λ.χ. το ζευγάρι Τζέικ-Ρέιτσελ, η δυνατή μουσική (η υπέροχη πρωτότυπη μουσική είναι του Βασίλη Μπαμπούνη) που καλύπτει υποτίθεται τις ομιλίες των δραματικών προσώπων με εκείνα να κινούν τα χείλη τους υποκρινόμενα πως αρθρώνουν λόγο αλλά και η τελευταία κορυφαία σκηνή του έργου με το φάντασμα της κοπέλας που βιάστηκε να ξεπροβάλλει στο βάθος…

Οι ερμηνείες στο σύνολό τους εξαιρετικές, διακρίνονται εκείνες των Έντι (ο κ. Γεωργοσόπουλος που τον υποδύεται είναι μάλιστα καθηγητής στη δραματική σχολή του θεάτρου με άρτια παρουσία πάνω στο σανίδι), της «Κίτυ» (Σιλβάνα Σοντίνι) που με το χλωμό της πρόσωπο, το κατάλευκο δέρμα της, τα ξανθά μαλλιά της και τα κόκκινα υγρά μάτια της ενσαρκώνει άριστα την απατημένη σύζυγο που πασχίζει να ισορροπήσει σ’ ένα δύσκολο γάμο, της ηθοποιού (Κατερίνα Κοντογούρη) που πιθανόν έβαψε κατακόκκινα τα μακριά μαλλιά της για να υποκριθεί το θύμα που συνέλαβε η Ρέιν˙ συγκινητική η ερμηνεία της όταν περιέγραφε πώς βιάστηκε μαζί με την αδερφή της («της κρατούσα όλη την ώρα το χέρι» την ακούμε να λέει σπαρακτικά). Η ίδια ηθοποιός παίζει και τη δικηγόρο των Έντι-Κίτυ με την ίδια ακριβώς επιτυχία. Δε μας άφησε όμως καθόλου αδιάφορους και η ηθοποιός που ερμήνευσε τη Ζάρα (Αντωνία Πίντζου) τόσο την ώρα που κρατούσε σημειώσεις από τους δύο νομικούς για τη σειρά όπου θα πρωταγωνιστούσε όσο και όταν απογοητευμένη κατηγορούσε την Κίτυ που της «έκλεψε» τον Τιμ, που ενώ τα είχε όλα στη ζωή της ήθελε κι άλλα.

 

Πληροφορίες της παράστασης:

Συντελεστές:

Συγγραφέας: Nina Raine (Νίνα Ρέιν)

Μεταφραστής: Κώστας Νταλιάνης

Σκηνοθέτης: Φάνια Νταλιάνη

Σκηνογράφος/Ενδυματολόγος:Αντώνης Χαλκιάς

Πρωτότυπη μουσική: Βασίλης Μπαμπούνης

Σχεδιασμός φωτισμών: Κώστας Νταλιάνης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ευγνωσία Σοφιανίδου

Φωτογραφίες/τρέιλερ παράστασης :Φώτης Πλέγας

Υπεύθυνος επικοινωνίας: Αντώνης Κοκολάκης

Παίζουν:

Βασίλης Γεωργοσόπουλος

Ανδρέας Βελέντζας

Αντωνία Πίντζου

Ορέστης Στύλος

Κατερίνα Κοντογούρη

Σιλβάνα Σοντίνι

Ειρήνη Δρακουλέλη

 

Video: https://www.youtube.com/watch?v=YBkbWf3h9f8

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

 ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ

του Pier Lorenzo Pisano

Θέατρο Altera Pars

Μεγ. Αλεξάνδρου 123 - Κεραμεικός

Σάββατο, 19 Φεβρουαρίου 2022

Ώρα 9 μ.μ.

Δραματολογική ανάλυση & κριτική θεάτρου

της Μαρίνας Αποστόλου



"Αγαπάμε λιγότερο αυτούς που μας αγαπούν"

''Χωρίς πατέρα και μάνα είμαι ακόμα γιος;"


Επίσημη πρεμιέρα έκανε το Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022 η παράσταση Για το καλό σου του Pier Lorenzo Pisano σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου.

Σύνοψη:

Η υπόθεση του έργου στρέφεται γύρω από την ζωή μιας μεσοαστικής οικογένειας που κατοικεί σε κάποια άγνωστη πόλη. Πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει η μητέρα που θυμάται το παρελθόν κι αναλύει τα θετικά και τα αρνητικά της μητρότητας. Την αμηχανία που ένιωσε τον πρώτο καιρό της γέννησης του μεγάλου της γιου αλλά και την αραιή και δύσκολη επαφή που έχει πια μαζί του εφόσον αυτός αυτονομήθηκε και ζει μόνος του σε άλλη πόλη. Αναλογίζεται το ανάποδο σενάριο, δηλαδή της μη απόκτησης παιδιών, που θα είχε σαν αποτέλεσμα περισσότερα χρήματα στον λογαριασμό της, λιγότερες ρυτίδες στο πρόσωπό της όπως και περισσότερα ταξίδια αναψυχής. Εκτός από τον μεγάλο γιο που καλείται από την μητέρα του να έλθει στο σπίτι τους διότι ο πατέρας της οικογένειας δεν είναι καλά στην υγεία του, υπάρχει και ο μικρότερος, φοιτητής στην ιδιότητα και φυσικά οικονομικά εξαρτημένος. Σε μια περίπου ανταγωνιστική σχέση με τον αδελφό του (όχι όμως και εχθρική) βλέπει την επίσκεψή του ως μια "σιωπηρή προσάρτηση". Μετά από παρότρυνση του μεγάλου, ο μικρός γνωρίζει την κοπέλα με την οποία συνάπτει σχέση και παρόλες τις μάλλον ασήμαντες αντιθέσεις τους προλειαίνει τον δρόμο για συμβίωση. Σημαντικό μέλος της οικογένειας είναι και η γιαγιά, μητέρα της μητέρας τους, που έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, καθώς αν και ξόδεψε πολλά χρήματα για αυτά, ωστόσο τα αγάπησε πολύ όπως την αγάπησαν κι εκείνα. Επί τη ευκαιρία της άφιξης του μεγάλου γιου, η γιαγιά δέχεται επίσκεψη από τα δυο της εγγόνια ενώ στην συνέχεια την ακούμε να παραπονιέται που η κόρη της την θυμάται μόνο για να την πληροφορήσει για κάτι άσχημο. Στην οικογένεια υπάρχει και ο πατέρας που δεν εμφανίζεται όμως ποτέ αλλά εννοείται ακριβώς γιατί ήταν πάντοτε παρών-απών μέσα στο σπίτι. Γύρω τους, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα μακρινοί ίσως συγγενείς κι ενίοτε εντελώς τυχαίοι και περαστικοί άνθρωποι ακριβώς για να κεντράρει ο θεατής στην οικογένεια καθ' εαυτή. Ποιος όμως τελικά δεν είναι καλά μέσα στο σπίτι και με ποιον τρόπο αυτό το νέο γίνεται γνωστό;


Το έργο Για το καλό σου αποτελεί ένα κείμενο δροσερό κι ανάλαφρο (το έργο γράφτηκε το 2017 και ο δημιουργός του είναι γεννημένος μόλις το 1991) αλλά κάθε άλλο παρά επιφανειακό. Με πολυάριθμα στοιχεία χιούμορ αλλά και ποικίλες στιγμές φιλοσοφικής διάθεσης, ο συγγραφέας εξετάζει το θεσμό της οικογένειας, τα μέλη της και τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τη θέση αυτών που δεν είναι οικογένεια αλλά ως δορυφόροι περιβάλλουν τα ίδια τα οικογενειακά πρόσωπα ασκώντας μια άλλου είδους υποδεέστερη πάντα επιρροή. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το έργο ακόμα και ως αινιγματικό, άποψη που αποδίδεται στις εσκεμμένες ασάφειες και τα γοητευτικά διφορούμενα και ενίοτε υπονοούμενα σημεία του. Τέτοιου είδους σημεία είναι ας πούμε ο ίδιος ο τίτλος του έργου αλλά και η ασθένεια που δηλώνεται με υπαινιγμούς μέσα από τις σαφείς διατροφικές συστάσεις που δίνει η μητέρα στο οικογενειακό τραπέζι (λ.χ. το μπρόκολο είναι αντικαρκινικό).

Η επιλογή του Νάκου να μεταφράσει από τα ιταλικά και να σκηνοθετήσει το εν λόγω έργο, που για πρώτη φορά ανεβαίνει σε ελληνική σκηνή, ήταν πράγματι εξαιρετική. Κι αυτό διότι δεν βασίστηκε σε σίγουρες, δοκιμασμένες και κλασικές συνταγές αγαπημένων εδώ και χρόνια από το θεατρόφιλο κοινό έργων αλλά γιατί ως εργάτης του θεάτρου διεξήγαγε την έρευνά του, εντόπισε το υλικό του, δούλεψε πάνω του μέσω της μετάφρασης (αξιοποιώντας έτσι και την κουλτούρα που φέρει ως ιταλομαθής και προφανώς ιταλολάτρης) και το παρουσίασε στους θεατές προσθέτοντας στοιχεία από το σήμερα όπως τα λ.χ. τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας του κορωνοϊού (βλέπουμε φερ' ειπείν τα δραματικά πρόσωπα να μετακινούνται μέσα στο μετρό φορώντας προστατευτικές μάσκες). Η σκηνοθεσία του είναι εν γένει ευρηματική, ευφυής και πρωτότυπη σε πολλές σκηνές. Ενδεικτικά αναφέρουμε το ταξίδι του μεγάλου γιου στο τρένο (το πώς κινείται και απευθύνεται μέσω του μονολόγου στο κοινό), την αναπαράσταση της φιγούρας της γιαγιάς με το ιδιαίτερο κοστούμι που κρατά η Χειμωνά για να την υποδυθεί, το "ATM ΓΙΑΓΙΑ" για να επικοινωνήσει ο σκηνοθέτης στο κοινό το χαρτζιλίκι που λαμβάνουν τα δύο εγγόνια (ανεξάρτητα που είναι πια ενήλικες) από την γιαγιά τους, ακόμα και την υπόκλιση στο τέλος των δύο ηθοποιών που υποκρίνονται το νεαρό ζευγάρι στο πάνω μέρος της σκηνής (μένουν στη θέση που είχαν στην τελευταία σκηνή του έργου κι υποκλίνονται πρώτοι εκεί κατεβαίνοντας ύστερα κάτω μαζί με τον υπόλοιπο θίασο). 

Σημειωτέο είναι ότι κανένα δραματικό πρόσωπο δε φέρει όνομα. Όλοι διακρίνονται από τον ρόλο τους μέσα στην οικογένεια λ.χ. ο μεγάλος γιος, ο μικρός γιος, ο πατέρας, η μητέρα που είναι η μεγαλοκόρη πια της γιαγιάς των δύο αγοριών, ο θείος που δεν είναι θείος ακριβώς αλλά ίσως ξάδερφος κάποιου, ο συνεπιβάτης στο τρένο και μετά στο μετρό και η κοπέλα του μικρού γιου που είναι, όπως ακούμε στην παράσταση, "προσωρινή σύζυγος και συνομήλικη μητέρα".

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κατεξοχήν τον μονόλογο ως εργαλείο αφήγησης γεγονότων και αναμνήσεων μα περισσότερο περιγραφής συναισθημάτων κι απόψεων των χαρακτήρων. Κάποιες φορές συναντάμε και παράλληλους μονολόγους που πλέκονται νοηματικά όπως λ.χ. στην έναρξη της παράστασης με την μητέρα και τον μεγάλο γιο αλλά και ύστερα με τα δυο αδέρφια.

Ο Νάκος δεν επιτυγχάνει όμως μια άρτια σκηνοθεσία μόνο αξιοποιώντας κατάλληλα το κείμενο που κρατά στα χέρια του, τα κοστούμια για τα οποία φρόντισε η ομάδα Altera Pars και τα σκηνικά που επιμελήθηκε ο Ohm David. Καταγίνεται πολύ και με τη μουσική επένδυση, τομέα στον οποίο πρωτοστάτησε συνεργαζόμενη μαζί του η ηθοποιός Αγγελική Κοντού που παίζει την κοπέλα του μικρού γιου. Στα μαγευτικά μουσικά κομμάτια που ακούγονται ξεχωρίζει το ανάγλυφο κομμάτι I giardini di marzo (Οι κήποι του Μαρτίου) που έχει ερμηνευθεί από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου με τίτλο Πριν το τέλος, φράση που δένει μοναδικά με την ατάκα του έργου: "Στο τέλος υπάρχει πάντα αγάπη, όταν πια είναι πολύ αργά...". Επιπλέον, έμφαση δίδεται και στους φωτισμούς τους οποίους υπογράφει η Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Και δεν αναφερόμαστε τόσο στα φώτα που σβήνουν αρκετές φορές με τον ανάλογο επιβλητικό ίσως και τρομακτικό ήχο (η επεξεργασία ήχων ανήκει στον Ιωσήφ Τοπαλιάν) κάθε φορά που ο μεγάλος γιος ερωτά την μητέρα τι έχει ο πατέρας τους κι εκείνη στρέφει αλλού το κεφάλι της. Μιλάμε για πιο μικρές αλλά αξιοπρόσεκτες λεπτομέρειες χρήσης του φωτισμού που καθιστούν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ακόμα πιο σαγηνευτικό όπως λ.χ. όταν η μητέρα όρθια διακόπτει προς στιγμή τον λόγο της σε ένα κλίμα υποβόσκουσας έντασης την ώρα που δέχεται ως δώρο ένα απλό φλυτζάνι από τον μεγάλο της γιο (δώρο για να το μοιραστεί και με τον μικρό γιο!)

Ο Pisano αγγίζει περίτεχνα και λεπτεπίλεπτα πολλές εκφάνσεις της οικογενειακής ζωής. Προβάλλει και την αρνητική, θα μπορούσαμε να πούμε πλευρά της μητρότητας καταρρίπτοντας το στερεότυπο της αποκλειστικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης που αυτή προσφέρει στην γυναίκα. Ιδίως στην γυναίκα που οφείλει να καλύψει το κενό του συζύγου-πατέρα που δεν είναι τόσο δραστήριος και συνεπής όσο θα όφειλε. Ο συγγραφέας φωτίζει την προσπάθεια του κάθε παιδιού μέσα στην οικογένεια να δομήσει την δική του ξεχωριστή προσωπικότητα και τα συναισθήματα που προκύπτουν μέσα από το να "ανακατανέμεται η αγάπη" με την άφιξη του δεύτερου τέκνου. Καταπιάνεται όπως σημειώσαμε και νωρίτερα και με τους παππούδες των παιδιών οι οποίοι ακριβώς επειδή δεν έχουν την άμεση ευθύνη των εγγονών τους γίνονται ιδιαίτερα αγαπητοί και μένουν αξέχαστοι στα παιδιά. Μιλάει εντούτοις και για τον περιορισμό που οι μεγάλοι άνθρωποι υφίστανται όταν θεωρείται η φύλαξη των παιδιών αυτονόητη υποχρέωσή τους και πώς διακρίνονται ευκρινώς σε παππούδες από την μεριά της μαμάς και παππούδες από την μεριά του μπαμπά...

Παρόλες τις αντιξοότητες όμως, η αγάπη και η ελπίδα βγαίνουν νικήτριες στο τέλος. Η μητέρα συγκινημένη αποχαιρετά τον μεγάλο γιο που ωστόσο θα ξανάρθει... και μάλιστα για τις συχνές επισκέψεις που έχει να σκοπό να κάνει θα φροντίσει να προμηθευτεί έγκαιρα ένα πακέτο εισιτηρίων σε προνομιακή τιμή. Με την πόρτα δεξιά της σκηνής ανοιχτή και την Μίνα Χειμωνά σε μια δυνατή ερμηνευτική στιγμή της παράστασης, οι θεατές διδάσκονται τρόπον τινά πως ο πυρήνας της οικογένειας είναι ισχυρός, δεν σπάζει και δεν αλλοιώνεται και πως οι ξένοι, θα είναι πάντα ξένοι, ανοίκειοι όπως έχουμε ακούσει νωρίτερα στην σκηνή του ταξιδιού με το τρένο ή ακόμα και ύποπτοι για ανίερες, ακραίες πράξεις όπως η παιδοφιλία. 

Άξιες συγχαρητηρίων είναι οι ερμηνείες και των πέντε ηθοποιών. Η Χειμωνά είναι υπέροχη τόσο σαν μητέρα όσο και σαν γιαγιά. Εύστοχη κι ακριβής, αποδεικνύει την πολυετή της εμπειρία στο σανίδι. Ξεχωρίζει ιδιαιτέρως ο Παύλος Εμμανουηλίδης, ειδικά στο ρόλο του "θείου" με την ευφάνταστη ξεκαρδιστική είσοδό του στην σκηνή αλλά και τους άλλους δύο ρόλους του συνεπιβάτη. Πράος και άμεσος, αυτό που θα έλεγε κανείς "ήρεμη δύναμη" επί σκηνής είναι ο Βλάσης Πασιούδης στον ρόλο του μεγάλου γιου ενώ ο Δημήτρης Ζέρβας εμφανίζεται πειστικός στον ρόλο του μικρότερου αδελφού που νιώθει συνεχώς αδικημένος. Η Αγγελική Κοντού πολύ σωστή και μετρημένη ως η "ξένη" που θα γίνει το επόμενο μέλος μιας οικογένειας που θα συνεχιστεί ως φυσιολογική εξέλιξη.

Πληροφορίες:

www.alteraparstheater.gr 

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022


 ΟΙ ΑΘΙΚΤΟΙ (Les intouchables)

των Olivier Nakache και Éric Toledano


ΘΕΑΤΡΟ ΝΕΟΣ ΑΚΑΔΗΜΟΣ

Ιπποκράτους 17 & Ακαδημίας 

Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης

Παρασκευή, 11/02/2022, ώρα 8 μμ.


Δραματολογική ανάλυση & κριτική θεάτρου

της Μαρίνας Αποστόλου


"Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ"


Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τη βραβευμένη γαλλική ταινία με τίτλο Οι άθικτοι (γαλλ. τίτλος Les intouchables) σκηνοθετεί εφέτος ο Νικορέστης Χανιωτάκης στο Θέατρο Νέος Ακάδημος. Αν και, ήδη από την εισαγωγικής φύσης εναρκτήρια σκηνή της παράστασης, εν είδει αυτοσχεδιασμού, το κοινό ενημερώνεται από τον θίασο ότι δε θα παρακολουθήσει μια μεταφορά του σινεμά στο σανίδι αλλά "τα γεγονότα όπως αυτά συνέβησαν". Έτσι, οι γνώστες της κινηματογραφικής ταινίας διαπιστώνουν αρκετές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στη μεγάλη οθόνη και το έργο που παρίσταται, όπως λόγου χάρη ότι ο νοσοκομός-συνοδός του αριστοκράτη δεν λέγεται Ντρις αλλά Αμπντέλ και δεν είναι από τη Σενεγάλη αλλά από την Αλγερία. Εντούτοις, η υπόθεση και η βασική δομή του κινηματογραφικού σεναρίου διατηρούνται.

Ο Φιλίπ Ποζό Ντι Mποργκό, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, πολύ πλούσιος και καλλιεργημένος, έχει μείνει τετραπληγικός μετά από ατύχημα που είχε, λόγω αλλαγής του ανέμου, την ώρα που απολάμβανε στον αέρα το αγαπημένο του άθλημα, το παραπέντε. Θυμάται φυσικά και την ακριβή ημερομηνία του καθοριστικού για τη ζωή του συμβάντος: ήταν 23 Ιουνίου του 1993. Με τη βοήθεια της γραμματέως του Μαγκαλί διεξάγει ακρόαση με σκοπό να προσλάβει κάποιο άτομο που θα έχει τον ρόλο της καθημερινής συστηματικής φροντίδας και συνοδείας του. Ο Αμπντέλ, ένας νεαρός άντρας από τα προάστεια, χωρίς γραμματικές γνώσεις μήτε καλούς τρόπους αλλά μάλλον ελαφρώς περιθωριακός, καθώς έχει ήδη μπει τρεις φορές στη φυλακή, προσέρχεται στην οντισιόν μόνο και μόνο για να λάβει την υπογραφή από τον πιθανό εργοδότη ότι πέρασε από τη συνέντευξη μεν αλλά δεν προσελήφθη δε. Αυτό θα του επιτρέψει να συνεχίσει να λαμβάνει το επίδομα ανεργίας από την Πολιτεία και έτσι να έχει κάποιο εισόδημα. Έχει πρόσφατα απολυθεί από τη θέση του ταχυμεταφορέα φαγητού λόγω απάτης που είχε στήσει με πίτσες-φαντάσματα. Είναι αυθόρμητος, αυθεντικός, μονοκόμματος και προσκολλημένος στην αγαπημένη του χορευτική μουσική, την οποία απολαμβάνει με τα ακουστικά του. Δεν έχει χρόνο για χάσιμο και έτσι παρακάμπτει τον συνυποψήφιό του για το πόστο εργασίας. Μάλιστα, εδώ ο Χανιωτάκης προσθέτει ένα τα πολυάριθμα κωμικά στοιχεία που συναντάμε στην παράσταση: βάζει τον συνυποψήφιο να εμφανίζεται μετά από λίγο επί σκηνής έχοντας αντιγράψει ακριβώς το στυλ του Αμπντέλ στο πλαίσιο διεκδίκησης της θέσης εργασίας που προσφέρει ο Φιλίπ.

Ο Αμπντέλ ανακαλύπτει ότι το μελλοντικό του αφεντικό είναι "ένα κούτσουρο με φλύαρο κεφάλι" που ακούει "πεθαμενατζίδικη" κλασική μουσική κι αγνοεί τον Μπομπ Μάρλεϊ και τους Πινκ Φλόιντ. Δε γνωρίζει καν τι σημαίνει ο όρος "τετραπληγικός". Ωστόσο, προσλαμβάνεται δοκιμαστικά για ένα μήνα, γιατί όπως ακούμε δεν έχει τίποτα να χάσει ενώ την ίδια στιγμή ο Φιλίπ στοιχηματίζει πως η συνεργασία τους θα κρατήσει πολύ παραπάνω.

Ο Αμπντέλ έχει έναν ξάδερφο, τον Αντάμα μαζί με τον οποίο όμως έχει ζήσει στο ίδιο σπίτι σαν αδέρφια. Ο Αντάμα τού έχει κουβαλήσει τα πράγματά του σε μαύρες σακούλες, καθώς η "μητέρα και θεία του" δεν τον ανέχεται πια στο σπίτι με τη συμπεριφορά που έχει επιδείξει. Ο Αντάμα τον ενημερώνει ότι έχει μπλέξει με λαθραία τσιγάρα και για το λόγο αυτό κατέφθασε η αστυνομία στο σπίτι τους. Τον ενημερώνει όμως και για τη μάνα τους που, αποκαρδιωμένη, προσεύχεται για το καλό του Αμπντέλ. Ο τελευταίος περνάει μια βραδιά στον δρόμο μέχρι να ξεκινήσει η δουλειά του στο μέγαρο του Φιλίπ, γεγονός που δε δείχνει να μην το αντέχει. Την ίδια νύχτα, ο Φιλίπ βλέπει εφιάλτες στον ύπνο του και παραμιλάει ιδρωμένος. "Να διψάω και το σώμα μου να αρνείται να με νοιαστεί", τον ακούμε να διαπιστώνει πικρά.

Στη συνέχεια, η Μαγκαλί δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στον Αμπντέλ για τα καθήκοντά του: η μέρα του ξεκινάει νωρίς, στις 7 το πρωί συγκεκριμένα ενώ η περιποίηση στον Φιλίπ διαρκεί περίπου ένα τρίωρο. Η τήρηση των κανόνων τηρείται απαρέγκλιτα και για το λόγο αυτό κανένας βοηθός δεν κατάφερε να συμπληρώσει μία εβδομάδα υπηρεσίας. Ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν οι κρίσεις του αναπνευστικού που τον ταλαιπωρούν συχνά. Ο Φιλίπ έχει και μια κόρη, την Ελίζα: μια νεαρή κοπέλα κακομαθημένη, αγενή και πολυέξοδη.

Είναι η πρώτη μέρα του Αμπντέλ δίπλα στον Φιλίπ. Εκτός από το να κορτάρει την όμορφη Μαγκαλί, πρέπει να διδαχθεί και από τον φυσικοθεραπευτή του Φιλίπ τι ασκήσεις πρέπει να του κάνει για τις αρθρώσεις και το κυκλοφορικό του, το οποίο ο Αμπντέλ αποκαλεί αφελώς "κυκλοφοριακό". Η σκηνή που ο Αμπντέλ καθίζει, χωρίς να έχει εκπαίδευση (π.χ. δεν ξέρει ότι πρέπει οπωσδήποτε να τον δέσει), τον Φιλίπ στο αναπηρικό αμαξίδιο είναι μία από τις δυνατές του έργου, που ξεχωρίζει τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά από την πλευρά και του Χατζηαγγελάκη (Αμπντέλ) και του Καρυστινού (Φιλίπ). Μία από τις φροντίδες που πρέπει να παρέχει στον Φιλίπ είναι να του φοράει ειδικές θεραπευτικές κάλτσες, πράγμα που αρχικά το αρνείται αλλά στο τέλος το κάνει. Και δεν είναι το πιο δύσκολο αυτό. Οφείλει να φοράει και γάντια (του τα δίνει η Μαγκαλί) για να μπορεί να καθαρίζει τον Φιλίπ από τη μέση και κάτω.

Ο Φιλίπ, μέσα στη δυστυχία του, φιλοσοφεί: μιλάει για τη ζωή που είναι στόχος και μυστήριο μαζί ενώ υπογραμμίζει πόσο "σημαντικό είναι να έχεις εσένα ολόκληρο".

Ο Αμπντέλ, χαμένος στον κόσμο της μουσικής και του χορού, κοντράρει την Ελίζα η οποία δεν παραλείπει να ανταποδίδει. Της τρώει επιδεικτικά την πίτσα κι εκείνη εκδικητικά σχεδόν του λέει ότι είναι προχθεσινή...

Τρίτη εβδομάδα δουλειάς κι ο Αμπντέλ έχει ήδη μάθει να κουράρει τα έλκη από τις κατακλίσεις του "κούτσουρου" που μιλάει συνέχεια. Τον ταΐζει στο στόμα, το κουτάλι βρίσκει το μάτι του Φιλίπ... ο τελευταίος προσκαλεί τον νοσοκόμο του σε μια πνευματική μονομαχία μέσω του παιχνιδιού του σκραμπλ. Εδώ έχουμε μια εξαιρετική σκηνή αναμέτρησης πνεύματος και σώματος με το μυαλό του Φιλίπ να υπερέχει. Δεν πρόκειται όμως για μια ανταγωνιστική δοκιμασία με νικητή και ηττημένο αλλά για μια μοναδική συνύπαρξη δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων πλασμάτων που το ένα διδάσκεται και βελτιώνεται μέσα από την προσωπικότητα του άλλου.

Έτσι, ο Αμπντέλ εμπλουτίζει το λεξιλόγιό του μαθαίνοντας νέες δύσληπτες γι' αυτόν λέξεις όπως π.χ. τη λέξη "αιθεροβάμων". Δε θα αργήσει όμως να περάσει στην αντεπίθεση, αντιμετωπίζοντας με τον τρόπο του τον μορφωμένο Φιλίπ. Δημιουργεί τη λέξη "πατούρα" ενώ ο Φιλίπ, όντας ευφυής, τον αποκρούει με τη λέξη "φακλάδι" που ερμηνεύεται ως "παγίδα ωραίας γυναίκας". Τη σκηνή διακόπτει αλαζονικά η Ελίζα που περιφρονεί τον Αμπντέλ και τον αποκαλεί "κατοικίδιο".

Ο Φιλίπ δέχεται την πρωινή αλληλογραφία του. Ανάμεσα σε γράμματα δικηγόρων, υπάρχουν και τα προσωπικά, καθώς όπως βλέπουμε στη συνέχεια διατηρεί εξ αποστάσεως επικοινωνία με μια γυναίκα από το βορρά, την Ελεονώρα. Ο Αμπντέλ, κυνικός κι αστειευόμενος μαζί, του προτείνει να τηρείται και ντοσιέ με μπροσούρες υλικού πορνό... 

Ο Φιλίπ δίνει διαλέξεις στο πανεπιστήμιο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Μιλάει για τον καπιταλισμό ως οικονομικό σύστημα και τον αναλύει, αποδεικνύοντας ξανά ότι ο πνευματικός πλούτος δεν μπορεί να καταργηθεί από τη σωματική αδυναμία. 

Κάποια στιγμή, η συζήτηση των δύο ανδρών έρχεται στο θέμα της καταγωγής του Αμπντέλ. Ο τελευταίος αποκαλύπτει ότι έχει να δει είκοσι χρόνια την πραγματική του μητέρα που ζει στην Αλγερία ενώ η γυναίκα στις εργατικές πολυκατοικίες είναι η θεία του. 

Εδώ ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια από τις κορυφαίες και έντονες σε δράση σκηνές, η μεταφορά της οποίας επί σκηνής είναι εντυπωσιακά σκηνοθετημένη από τον Χανιωτάκη. Οι δύο άντρες επιθυμούν διακαώς μια βόλτα με τη Μαζεράτι του Φιλίπ. Ο Αμπντέλ στα γόνατα του Φιλίπ γυρίζει γρήγορα το αμαξίδιο αναπαριστώντας την υψηλή ταχύτητα της Μαζεράτι (πρόκειται για τη σκηνή με την οποία ξεκινά και ολοκληρώνεται η ταινία). Η αστυνομία τους εντοπίζει και ο Φιλίπ προσποιείται πολύ πειστικά ("οσκαρική ερμηνεία") κρίση με την υγεία του προκειμένου να γλιτώσουν το πρόστιμο ή όποια άλλη συνέπεια συγχρονιζόμενος απόλυτα με τον "θεατρίνο" Αμπντέλ. Απολαμβάνουν την περιπέτεια, οι δύο άνθρωποι δένονται, με άλλα λόγια χαίρονται όσο τίποτα τη σχέση τους που έχει πια εξελιχθεί σε φιλία.

Ο Φιλίπ είναι ρομαντικός. Θυμάται νοσταλγικά την εποχή που τραγουδούσε στην όπερα, στο έργο Τόσκα. Υπαγορεύει επιστολές (με αναφορές στον Γάλλο ποιητή του 19ου αιώνα Απολινέρ) στη γραμματέα του προς την Ελεονώρα. Πάλι κυνικός αλλά ειλικρινής ο Αμπντέλ θα σχολιάσει πως το όνομά της θυμίζει μαλακτικό... 

Ο Αμπντέλ προσεγγίζει την Ελίζα μοιραζόμενος μαζί της ένα τσιγάρο. Είναι η πρώτη φορά που κάνουν έναν ειρηνικό διάλογο οι δυο τους.

Βρισκόμαστε σε ένα ατελιέ. Ο Φιλίπ, φιλότεχνος γαρ (ήδη από το σκηνικό που αναπαριστά το πολυτελές σαλόνι του παρατηρούμε ότι ο τοίχος κοσμείται από πίνακα ζωγραφικής πάνω από το τζάκι) πρόκειται να αγοράσει έναν πίνακα. Ο Αμπντέλ υποβαθμίζει τα όσα βλέπει τριγύρω του. Δεν εκτιμά την κρεμάμενη διακόσμηση που μοιάζει με "βελέντζα από τα ΙΚΕΑ" ούτε την "Κόκκινη Κίσσα", έργο ζωγραφικής με χρώματα "βιβεχρώμ" όπως τον ακούμε να λέει χλευάζοντας. Ο ζωγράφος του έργου του τονίζει ότι "η τέχνη δεν κοστολογείται" όταν ο Αμπντέλ ερωτά την τιμή του. Ο Φιλίπ, από τη μεριά του, τού μαθαίνει ότι η τέχνη είναι το αποτύπωμα του ανθρώπου πάνω στη Γη (μία από τις ωραιότερες ατάκες του έργου). Ο Αμπντέλ πάλι αμφιβάλλει για την τέχνη, υποστηρίζει πως κι αυτός μπορεί να αφήσει τέτοιου είδους αποτυπώματα ενώ η Ελίζα τον προσβάλλει λέγοντας πως τα αποτυπώματά του υπάρχουν σε διάφορα αστυνομικά τμήματα... Στη σκηνή αυτή έχουμε ένα αιχμηρό σχόλιο για το δήθεν ενίοτε της τέχνης που συγκρούεται με την υψηλή της από την άλλη πλευρά αξία και τη διαχρονική προσφορά της.

Πάλι πίσω στο αρχοντικό του Φιλίπ, η Μαγκαλί παραπονιέται στον εργοδότη της για την άκομψη συμπεριφορά του Αμπντέλ αφηγούμενη περιστατικό με γείτονα που τους είχε κλείσει την έξοδο με το αυτοκίνητό του. Ο Φιλίπ τη σταματά και τη διορθώνει καθώς αυτός αγαπά το δίχως έλεος φέρσιμό του. Αυτό ακριβώς εξάλλου θέλει: να μην τον οικτίρουν.

Το σκηνικό αλλάζει. Μέσα στο σκοτάδι με τους δύο αδερφούς, Αμπντέλ και Αντάμα, αντικρυστά να φωτίζονται με φακό (σ' αυτό βοηθάει η ηθοποιός Χρύσα Μιχαλοπούλου που υποδύεται την κόρη) εκτυλίσσεται μια επόμενη σκηνή που αναδεικνύει το επιρρεπές του χαρακτήρα του Αμπντέλ. Ο Αντάμα τού προτείνει ληστεία σε νέο κατάστημα όπου δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί κάμερες παρακολούθησης. Ο Αμπντέλ δελεάζεται μα στο τέλος δε συναινεί. Έχει κόψει τις παλιές συνήθειες. Ο Αντάμα αποχωρεί ζητώντας να του φέρει χαβιάρι από το πλουσιόσπιτο.

Είναι αργά το βράδυ κι ο Φιλίπ παθαίνει πάλι κρίση στον ύπνο του. Ο Αμπντέλ τον βγάζει έξω για βόλτα στο ποτάμι ώστε να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Είναι τέσσερις το πρωί. Ο Φιλίπ έχει πολύ καιρό να βρεθεί εκτός σπιτιού τέτοια ώρα. Η κρίση του οφείλεται σε παρενέργεια φαρμάκων που ονομάζεται "πόνος-φάντασμα". Ο ίδιος νιώθει σαν "κατεψυγμένη μπριζόλα σε καυτό λάδι". Κι ενώ η δύσπνοια ήταν ο λόγος που τους οδήγησε έξω τα χαράματα, τα πνευμόνια του Φιλίπ ανοίγουν με το αλγερινό χόρτο που τον κερνάει ο νοσοκόμος του. Μιλάνε για σεξ, πράγμα απαγορευμένο στον Φιλίπ λόγω της κατάστασής του. Τότε αποκαλύπτει στον ανυποψίαστο Αμπντέλ πως υπάρχουν κι άλλες ερωτογενείς ζώνες πάνω στο σώμα, όπως τα αυτιά. Οι δύο φίλοι γελούν μιλώντας για "κόκκινα και σκληρά αυτιά'' κατά το πρωινό ξύπνημα. Ο Φιλίπ θυμάται τη γυναίκα του την Μπεατρίς που πέθανε από καρκίνο τρία χρόνια μετά το δικό του ατύχημα. Ομολογεί ότι αυτή είναι η πραγματική του αναπηρία: το ότι ζει δίχως εκείνη. Θυμάται ακόμη το ατύχημά του την ώρα που έκανε παραπέντε. Ένιωθε αθάνατος. Ένιωθε, όπως χαρακτηριστικά λέει, ότι κατουρούσε τον κόσμο... Μέχρι που έπεσε, ο τρίτος και ο τέταρτος αυχενικός του τσακίστηκαν κι εκείνος κατέληξε να εξασκεί το πιο ακριβό σπορ: την ίδια την αναπηρία.

Έχουν παρέλθει τρία ολάκερα χρόνια. Ο Αμπντέλ εργάζεται ακόμα εκεί, στο πλάι του Φιλίπ. Έχει μάθει να διαβάζει βιβλία από την πελώρια βιβλιοθήκη του αριστοκράτη. Κάθε μέρα ζει, όπως αναφέρει ¨"στην κόψη του ξυραφιού". "Ο αβοήθητος και το παράσιτο" είναι ο τίτλος που δίνει σ' αυτόν και τον κύριό του. Έχει μάλιστα αρχίζει να ζωγραφίζει. Ο πίνακάς του με τη μορφή ενός σκύλου, θα πουληθεί ακριβά, με τη μεσολάβηση βέβαια του Φιλίπ που διαθέτει "υψηλές γνωριμίες".

Κι ενώ η αλληλογραφία με την Ελεονώρα καλά κρατεί μετά από τόσο καιρό, ο αποφασιστικός Αμπντέλ αντιδρά και παίρνει την πρωτοβουλία να φέρει σε επαφή τον Φιλίπ μαζί της μέσω του τηλεφώνου. Μάλιστα, θα την καλέσει και στα γενέθλιά του αργότερα με όλα τα έξοδα πληρωμένα: από το αεροπορικό εισιτήριο μέχρι τη λιμουζίνα που θα τη μεταφέρει. Και εδώ έχουμε άλλη μια υψηλής καλλιτεχνικής αξίας σκηνή με τον Αμπντέλ να σπάει τη μονοτονία στη ζωή του Φιλίπ και να τον εμπλέκει στη δράση δηλαδή στην αληθινή ζωή. Γιατί είναι "πραγματιστής". Του αρέσει η αλήθεια, η ενέργεια, η διά ζώσης επικοινωνία και η αλληλεπίδραση κι όχι η απόσταση και τα χλιαρά λόγια. Όχι οι αναβολές.

Θα ακολουθήσουν κι άλλες αξέχαστες στιγμές: τα γενέθλια του Φιλίπ, η νουθέτηση του Ελίζας από τον εξοργισμένο πια Αμπντέλ, η δική της εκδοχή και εμπειρία ζωής που θα αντιταχθεί στις όποιες παρατηρήσεις και φωνές επίπληξης, το ατύχημα του Αμπντέλ με τη Μαζεράτι μαζί με τον αδελφό του μέσα, η επιστροφή του κλεμμένου αβγού, δώρου της Μπεατρίς με σπουδαία συναισθηματική αξία...

Θα ακουστούν ανατριχιαστικά ανθρώπινες ρήσεις όπως: "Η μοναξιά είναι κάτι ιερό", "Ο παράδεισος είναι οι άλλοι'' - αντιστροφή φυσικά του σαρτρικού "Η κόλαση είναι οι άλλοι'', "Να σώζουμε ο ένας τον άλλο, μόνο έτσι θα είμαστε άθικτοι".

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης ακροβατεί και ισορροπεί επιτυχώς ανάμεσα στο κινηματογραφικό και το θεατρικό στοιχείο. Με ποικίλες κωμικές προσθήκες (συχνές και -γιατί όχι όμως;- εμπορικές) αφαιρεί από το βάρος και τις δυσκολίες που έχουν αντικειμενικά η αναπηρία μεν και η φτώχεια δε (Φιλίπ και Αμπντέλ αντίστοιχα). 

Ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης είναι άξιος θερμών συγχαρητηρίων, καθώς ενσαρκώνει γλαφυρά τον γραφικό και ανεπιτήδευτο νοσοκόμο. Η κίνησή του πάνω στη σκηνή ξεχωρίζει και δένει ιδανικά με τον Αντώνη Καρυστινό που, πολύπειρος πλέον ηθοποιός, υποκρίνεται άριστα τον ρόλο του μελαγχολικού αριστοκράτη, που αυτό που του λείπει δεν είναι τόσο ένας αποτελεσματικός βοηθός όσο ένας πραγματικός φίλος που θα τον μάθει να πετάει και να είναι ελεύθερος

Όλο το έργο εξάλλου είναι ένας ύμνος στη φιλία και ευρύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις, στην αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητα αυτών.

Ομοίως, ο Σταύρος Καλλιγάς που υποδύεται περισσότερους ρόλους (συνυποψήφιος - φυσικοθεραπευτής - αστυνομικός - ζωγράφος) κερδίζει το κοινό με το έμφυτο χιούμορ του, το ταλέντο του και την αμεσότητά του στο κοινό.

Τέλος, οι Τζωρτζίνα Λιώση (Μαγκαλί), η Χρύσα Μιχαλοπούλου (Ελίζα) και Μιχάλης Ψαλίδας (Αντάμα) αναλαμβάνουν με επιτυχία τους ρόλους τους ερμηνεύοντάς τους μετρημένα και παραστατικά.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:

Video: https://www.youtube.com/watch?v=sGrNmnNHbv4

Παραστάσεις από Τετάρτη έως Κυριακή

Σκην-κοστούμια: Αρ. Μουστάκα, Μουσική: Αντ. Παπακωνσταντίνου, Φωτ.: Μ. Μάσχα



Σ


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

 


ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΣΤΑΝ

Καυταντζόγλου 5, Πατήσια

 

«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙ»

του Ζωρζ Μπρασσάι

Δραματολογική ανάλυση & κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Κυριακή, 30 Ιανουαρίου 2022

6 μ.μ.

 

Το ψυχογράφημα μιας «ασήμαντης» καθαρίστριας

Η ακτινογραφία μιας κοινωνίας που μάχεται να ορθοποδήσει

 

Je suis seule ce soir   Είμαι μόνη αυτό το βράδυ

Avec mes rêves         Με τα όνειρά μου

Avec ma peine         Με τον πόνο μου

La joie tombe         Η χαρά χάνεται

Tout se brise          Όλα σπάνε

 

Στο μεταπολεμικό Παρίσι της δεκαετίας του 1940 μάς μεταφέρει ο συγγραφέας του έργου Η ιστορία της Μαρί, Ζωρζ Μπρασσάι. Η υπόθεση πραγματεύεται τη ζωή μιας «ασήμαντης», όπως είχε χαρακτηριστικά πει ο Χένρυ Μίλλερ, γυναίκας που εργάζεται ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο μονόλογός της περιγράφει γλαφυρά την καθημερινότητά της ενώ από τη μέση της παράστασης και μετά το κείμενο του Μπρασσάι εστιάζει σε μια δικαστική περιπέτεια της Μαρί κατόπιν αβάσιμων κατηγοριών από πρόσωπα διαμένοντα και εργαζόμενα στην ίδια πολυκατοικία με την ίδια.

Τη Μαρί υποδύεται η ηθοποιός Ελένη Παπαχρηστοπούλου, η οποία έχει μεταφράσει και επίσης διασκευάσει το έργο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ζαν – Πωλ Ντενιζόν.

Ένα ζευγάρι γάντια, μια βαλίτσα, ένα μονό κρεβάτι, ένα ραδιόφωνο της εποχής, λίγα φτωχικά ρούχα σε κρεμάστρες, ένα απλό τραπέζι, ένα σίδερο κι ένας μικρός κουβάς για τα νερά που στάζουν από το ταβάνι στο μικροσκοπικό διαμέρισμα υπηρεσίας της Μαρί στον έβδομο όροφο μιας παριζιάνικης πολυκατοικίας συνθέτουν το ζεστό σκηνικό ρεαλιστικής ψευδαίσθησης της παράστασης. Η Μαρί δε μένει μόνη της: συντροφιά της κρατάει ο γάτος της ο Πονπόν, μόνη της παρηγοριά, καθώς, όπως τονίζει από την εναρκτήρια σκηνή, δεν έχει κληρονόμους.

Είναι άνοιξη. Η Μαρί αγαπά τη φύση, αγαπά το ανθισμένο Παρίσι. Γυρίζει σπίτι της μετά από ώρα αναμονής στην ουρά για λίγες πατάτες. Τα συσσίτια καλά κρατούν και μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φέρει το επίθετο ενός μεγάλου ποιητή του 19ου αιώνα, του Μαλλαρμέ που θα πει ‘’κακοαρματωμένος’’ κι έτσι παρόλη τη δυσάρεστη σημασία του, στο τέλος – χάρη στη λογοτεχνική αίγλη του – το αποδέχεται με υπερηφάνεια. Η Μαρί είναι ένας άνθρωπος χωρίς κομπόδεμα που έχει ωστόσο φροντίσει για τα έξοδα της κηδείας της εκ των προτέρων. Οι λίγες οικονομίες που διαθέτει, όπως βλέπουμε στη συνέχεια, ξοδεύονται για την αμοιβή του δικηγόρου που θα την υπερασπιστεί στο δικαστήριο όταν θα κατηγορηθεί για μια σειρά από υποτιθέμενες ατασθαλίες.

Αντίδοτο στη μοναξιά της θα μπορούσε να ήταν η υιοθεσία ενός παιδιού εφόσον ποτέ της δε βρήκε έναν άντρα «καλής ράτσας» για να κάνει δέκα δικά της παιδιά, όπως θα ήθελε. Δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η γαλλική κοινωνία έχει πια προοδεύσει προσφέροντας επιδόματα στις ανύπαντρες μητέρες. Έτσι, ο θεατής ενημερώνεται για την εξέλιξη στη νοοτροπία των Γάλλων και την προσέγγιση της μητέρας χωρίς σύζυγο μόλις τη δεκαετία του 1940 και συγκρίνει έμμεσα με τη σύγχρονη Ελλάδα.

Δεν είναι τόσο εχέμυθη όσο χρειάζεται και κατά συνέπεια χάνει τη δουλειά της από το σπίτι του κυρίου Λούη όταν η κυρία Ρεγγίνα μαθαίνει για τις απιστίες του. Φιλοσοφεί όταν διαπιστώνει πως εάν η γυναίκα έχει εραστή, μπαίνουν λεφτά στο σπίτι (από τον εραστή) ενώ όταν έχει ο άντρας ερωμένη, τα λεφτά της οικογένειας σπαταλούνται…

Όλοι θέλουν να γίνουν καπιταλιστές (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε χρονικά στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου με τον κόσμο να έχει χωριστεί στα δύο: στη Δύση υπό την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ανατολή – κομμουνιστικά κράτη υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης) όπως για παράδειγμα «τα δουλικά» από την Πολωνία που υπηρετούν τον γιατρό Πρεβό. Οι τελευταίες μένουν στον ίδιο όροφο με τη Μαρί, συναναστρέφονται Αμερικάνους, ζουν μαζί τους μεγάλη ζωή, τούς τραβάνε λεφτά αλλά και η μία από αυτές κολλάει κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Αποκαλούν «τρελόγρια» τη Μαρί και τη χτυπούν με ένα μπουκάλι στέλνοντάς την στο νοσοκομείο. Παράνομες καθώς είναι οι δύο δράστριες απελαύνονται και το αφεντικό τους πληρώνει τα νοσήλεια της Μαρί.

Μα η περιέργειά της δε σταματά εκεί. Παρακολουθεί το νέο δουλικό του γιατρού που διατηρεί σχέση με έναν αστυνομικό («μπάτσο» όπως ακούμε να τον αποκαλεί η Μαρί). Την ενοχλεί που ο εν λόγω άντρας έχει χρήματα και μπορεί και πληρώνει το αντικείμενο του πόθου του που αποκαλεί «Μπουμπούκα». Μάλιστα η Μαρί σκέφτεται να του κρύψει το ποδήλατο (προφανώς κοινό μέσο μεταφοράς την εποχή εκείνη στο Παρίσι – δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς αν το χρησιμοποιεί για προσωπικούς ή υπηρεσιακούς λόγους).

Η Μαρί είναι ηθική. Στα 55 χρόνια της παραμένει εργατική και είναι πάντα τυπική. Πληρώνει κάθε τρίμηνο το ενοίκιο και όλους τους λογαριασμούς που της αναλογούν στην πολυκατοικία που μένει. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν ανέχεται να την παρενοχλούν σεξουαλικά στην ουρά για το συσσίτιο, γεγονός που της κάνει κιόλας εντύπωση λόγω της ηλικίας της. 

Η ζωή δεν της έχει φανεί γενναιόδωρη. Η Μαρί θυμάται: ένα σημαντικό ινομύωμα την είχε οδηγήσει στο χειρουργείο. Νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο δεύτερης διαλογής με πολύ λιγότερες περιποιήσεις και έλλειψη σεβασμού από τους εργαζόμενους. «Μέσα στην κοιλιά της γυναίκας υπάρχουν πράγματα που μεγαλώνουν και σαπίζουν», την ακούμε να λέει υπογραμμίζοντας τη δύσκολη φύση της γυναίκας. Η νοσοκομειακή κάλυψη είναι δύο ταχυτήτων: για φτωχές γυναίκες που βλέπουν όνειρα μέσα στον πυρετό και για εκείνες που μπορούν να εξασφαλίσουν στον εαυτό τους επιπλέον αγαθά. Κι αυτή ακριβώς η κοινωνική ανισότητα παίρνει σάρκα και οστά μέσα στον χώρο της υγείας και της περίθαλψης. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στο κομμάτι αυτό και διά στόματος Μαρί φωτογραφίζει την κοινωνία της εποχής του και τη θέση της νοσούσας γυναίκας που είναι και μόνη. Σημειωτέο ότι η εκκλησία ήλεγχε εκ των έσω τα θεραπευτήρια της εποχής.

Εν τούτοις, η Μαρί πιστεύει στον Θεό και στους καλούς ανθρώπους. Πιστεύει στην προσευχή η οποία βοηθάει τους ανθρώπους να πεθαίνουν ήσυχα στον ύπνο τους. Οι σοφοί όμως άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ ήσυχοι… Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει γνώση και άγνοια και τις αντιστοιχίζει με το δίπολο δυστυχία και ευτυχία.

Μια γυναίκα στα 55 της χρόνια και δη με χέρια που πάσχουν από έκζεμα από τη χλωρίνη δεν είναι εύκολο να προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον, κάτι το οποίο δεν ισχύει για ένα συνομήλικο άτομο του αντίθετου φύλου. Και εδώ η Μαρί διαπιστώνει μια ακόμη ανισότητα, εκείνη που υφίσταται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το επιχείρημα της ανικανότητάς της να ξυπνήσει τον πόθο θα προβάλει και ο δικηγόρος της όταν η θυρωρός της πολυκατοικίας θα την κατηγορήσει για «ερωτικές κραυγές» που ξεσηκώνουν και ενοχλούν τους φιλήσυχους και «τίμιους» ενοίκους του κτηρίου.

«Η ανθρωπότητα είναι καμωμένη από δυστυχίες», την ακούμε να συμπεραίνει με πικρία στο έργο. Ύστερα από 15 χρόνια ήρεμης διαμονής στην επταώροφη πολυκατοικία, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με τη θυρωρό, το βοθρατζή, το νυχτοφύλακα και το μουγγό, δραματικά πρόσωπα – τύπους που θα την μεμφθούν ο καθένας και για κάτι διαφορετικό. Πότε για δυσωδία, πότε για ακαταστασία και πότε για πορνεία…

Ψέμα, υποκρισία, σκληρότητα, νόμοι που «αναποδογυρίζουν», ανθρωποφαγία, απελπισία, παράνοια και τραγέλαφος θα «ντύσουν» τη δίκη στην οποία σύρεται επί ένα χρόνο η Μαρί, ο αδύναμος κρίκος μιας κοινωνίας που επιβεβαιώνεται μέσα από την επιβολή της στον ανίσχυρο.

Θα κατορθώσει τελικά η Μαρί να τα βγάλει πέρα με την απρόσωπη εταιρεία όπου ανήκει η πολυκατοικία αλλά και την κακία των ατόμων που της επιτίθενται για να τη διώξουν;

Πρόκειται για ένα μονόλογο πραγματικό κάδρο της εποχής εκείνης στο Παρίσι διά χειρός Ζωρζ Μπρασσάι. Η Ελένη Παπαχρηστοπούλου με ξεχωριστό υποκριτικό μεράκι υποδύεται την ταλαίπωρη Μαρί (μας θύμισε την Ελληνίδα «Καθαρίστρια» του Αντώνη Τσιπιανίτη σε ερμηνεία της Μαρίνας Γεωργοπούλου όχι πολλά χρόνια πριν) και χωρίς ίχνος βίας να μας πείσει για τίποτα αξιοποιεί με άνεση τα ευάριθμα κωμικά στοιχεία του έργου. Σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και δάσκαλό της σκιαγραφεί τόσο τα χαρακτηριστικά της Μαρί όσο και της εποχής και της κοινωνίας στην οποία αυτή ζει και παλεύει να επιβιώσει. Αξιοσημείωτη είναι σε κάποια στιγμή η χρήση του γ' ενικού, στοιχείο που παραπέμπει ευθέως στην μπρεχτική αποστασιοποίηση.

Πολύ όμορφα τα σκηνικά και τα κοστούμια των οποίων την επιμέλεια έχει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Σημαντικός είναι πάντα και ο αφανής ήρωας βοηθός σκηνοθέτη που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Γιάννης Σταματίου.

Τέλος, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το ΕΚΣΤΑΝ συνιστά έναν πολυχώρο τέχνης ίσως όχι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό αλλά εξαιρετικά καλαίσθητο και φιλικό στη συμβολή των οδών Πατησίων και Καυταντζόγλου.

 

Πληροφορίες: https://www.facebook.com/ekstan/