Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

 


ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΣΤΑΝ

Καυταντζόγλου 5, Πατήσια

 

«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙ»

του Ζωρζ Μπρασσάι

Δραματολογική ανάλυση & κριτική παράστασης

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Κυριακή, 30 Ιανουαρίου 2022

6 μ.μ.

 

Το ψυχογράφημα μιας «ασήμαντης» καθαρίστριας

Η ακτινογραφία μιας κοινωνίας που μάχεται να ορθοποδήσει

 

Je suis seule ce soir   Είμαι μόνη αυτό το βράδυ

Avec mes rêves         Με τα όνειρά μου

Avec ma peine         Με τον πόνο μου

La joie tombe         Η χαρά χάνεται

Tout se brise          Όλα σπάνε

 

Στο μεταπολεμικό Παρίσι της δεκαετίας του 1940 μάς μεταφέρει ο συγγραφέας του έργου Η ιστορία της Μαρί, Ζωρζ Μπρασσάι. Η υπόθεση πραγματεύεται τη ζωή μιας «ασήμαντης», όπως είχε χαρακτηριστικά πει ο Χένρυ Μίλλερ, γυναίκας που εργάζεται ως οικιακή βοηθός σε διάφορα σπίτια στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο μονόλογός της περιγράφει γλαφυρά την καθημερινότητά της ενώ από τη μέση της παράστασης και μετά το κείμενο του Μπρασσάι εστιάζει σε μια δικαστική περιπέτεια της Μαρί κατόπιν αβάσιμων κατηγοριών από πρόσωπα διαμένοντα και εργαζόμενα στην ίδια πολυκατοικία με την ίδια.

Τη Μαρί υποδύεται η ηθοποιός Ελένη Παπαχρηστοπούλου, η οποία έχει μεταφράσει και επίσης διασκευάσει το έργο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ζαν – Πωλ Ντενιζόν.

Ένα ζευγάρι γάντια, μια βαλίτσα, ένα μονό κρεβάτι, ένα ραδιόφωνο της εποχής, λίγα φτωχικά ρούχα σε κρεμάστρες, ένα απλό τραπέζι, ένα σίδερο κι ένας μικρός κουβάς για τα νερά που στάζουν από το ταβάνι στο μικροσκοπικό διαμέρισμα υπηρεσίας της Μαρί στον έβδομο όροφο μιας παριζιάνικης πολυκατοικίας συνθέτουν το ζεστό σκηνικό ρεαλιστικής ψευδαίσθησης της παράστασης. Η Μαρί δε μένει μόνη της: συντροφιά της κρατάει ο γάτος της ο Πονπόν, μόνη της παρηγοριά, καθώς, όπως τονίζει από την εναρκτήρια σκηνή, δεν έχει κληρονόμους.

Είναι άνοιξη. Η Μαρί αγαπά τη φύση, αγαπά το ανθισμένο Παρίσι. Γυρίζει σπίτι της μετά από ώρα αναμονής στην ουρά για λίγες πατάτες. Τα συσσίτια καλά κρατούν και μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φέρει το επίθετο ενός μεγάλου ποιητή του 19ου αιώνα, του Μαλλαρμέ που θα πει ‘’κακοαρματωμένος’’ κι έτσι παρόλη τη δυσάρεστη σημασία του, στο τέλος – χάρη στη λογοτεχνική αίγλη του – το αποδέχεται με υπερηφάνεια. Η Μαρί είναι ένας άνθρωπος χωρίς κομπόδεμα που έχει ωστόσο φροντίσει για τα έξοδα της κηδείας της εκ των προτέρων. Οι λίγες οικονομίες που διαθέτει, όπως βλέπουμε στη συνέχεια, ξοδεύονται για την αμοιβή του δικηγόρου που θα την υπερασπιστεί στο δικαστήριο όταν θα κατηγορηθεί για μια σειρά από υποτιθέμενες ατασθαλίες.

Αντίδοτο στη μοναξιά της θα μπορούσε να ήταν η υιοθεσία ενός παιδιού εφόσον ποτέ της δε βρήκε έναν άντρα «καλής ράτσας» για να κάνει δέκα δικά της παιδιά, όπως θα ήθελε. Δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η γαλλική κοινωνία έχει πια προοδεύσει προσφέροντας επιδόματα στις ανύπαντρες μητέρες. Έτσι, ο θεατής ενημερώνεται για την εξέλιξη στη νοοτροπία των Γάλλων και την προσέγγιση της μητέρας χωρίς σύζυγο μόλις τη δεκαετία του 1940 και συγκρίνει έμμεσα με τη σύγχρονη Ελλάδα.

Δεν είναι τόσο εχέμυθη όσο χρειάζεται και κατά συνέπεια χάνει τη δουλειά της από το σπίτι του κυρίου Λούη όταν η κυρία Ρεγγίνα μαθαίνει για τις απιστίες του. Φιλοσοφεί όταν διαπιστώνει πως εάν η γυναίκα έχει εραστή, μπαίνουν λεφτά στο σπίτι (από τον εραστή) ενώ όταν έχει ο άντρας ερωμένη, τα λεφτά της οικογένειας σπαταλούνται…

Όλοι θέλουν να γίνουν καπιταλιστές (μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε χρονικά στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου με τον κόσμο να έχει χωριστεί στα δύο: στη Δύση υπό την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών και στην Ανατολή – κομμουνιστικά κράτη υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης) όπως για παράδειγμα «τα δουλικά» από την Πολωνία που υπηρετούν τον γιατρό Πρεβό. Οι τελευταίες μένουν στον ίδιο όροφο με τη Μαρί, συναναστρέφονται Αμερικάνους, ζουν μαζί τους μεγάλη ζωή, τούς τραβάνε λεφτά αλλά και η μία από αυτές κολλάει κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Αποκαλούν «τρελόγρια» τη Μαρί και τη χτυπούν με ένα μπουκάλι στέλνοντάς την στο νοσοκομείο. Παράνομες καθώς είναι οι δύο δράστριες απελαύνονται και το αφεντικό τους πληρώνει τα νοσήλεια της Μαρί.

Μα η περιέργειά της δε σταματά εκεί. Παρακολουθεί το νέο δουλικό του γιατρού που διατηρεί σχέση με έναν αστυνομικό («μπάτσο» όπως ακούμε να τον αποκαλεί η Μαρί). Την ενοχλεί που ο εν λόγω άντρας έχει χρήματα και μπορεί και πληρώνει το αντικείμενο του πόθου του που αποκαλεί «Μπουμπούκα». Μάλιστα η Μαρί σκέφτεται να του κρύψει το ποδήλατο (προφανώς κοινό μέσο μεταφοράς την εποχή εκείνη στο Παρίσι – δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς αν το χρησιμοποιεί για προσωπικούς ή υπηρεσιακούς λόγους).

Η Μαρί είναι ηθική. Στα 55 χρόνια της παραμένει εργατική και είναι πάντα τυπική. Πληρώνει κάθε τρίμηνο το ενοίκιο και όλους τους λογαριασμούς που της αναλογούν στην πολυκατοικία που μένει. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν ανέχεται να την παρενοχλούν σεξουαλικά στην ουρά για το συσσίτιο, γεγονός που της κάνει κιόλας εντύπωση λόγω της ηλικίας της. 

Η ζωή δεν της έχει φανεί γενναιόδωρη. Η Μαρί θυμάται: ένα σημαντικό ινομύωμα την είχε οδηγήσει στο χειρουργείο. Νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο δεύτερης διαλογής με πολύ λιγότερες περιποιήσεις και έλλειψη σεβασμού από τους εργαζόμενους. «Μέσα στην κοιλιά της γυναίκας υπάρχουν πράγματα που μεγαλώνουν και σαπίζουν», την ακούμε να λέει υπογραμμίζοντας τη δύσκολη φύση της γυναίκας. Η νοσοκομειακή κάλυψη είναι δύο ταχυτήτων: για φτωχές γυναίκες που βλέπουν όνειρα μέσα στον πυρετό και για εκείνες που μπορούν να εξασφαλίσουν στον εαυτό τους επιπλέον αγαθά. Κι αυτή ακριβώς η κοινωνική ανισότητα παίρνει σάρκα και οστά μέσα στον χώρο της υγείας και της περίθαλψης. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στο κομμάτι αυτό και διά στόματος Μαρί φωτογραφίζει την κοινωνία της εποχής του και τη θέση της νοσούσας γυναίκας που είναι και μόνη. Σημειωτέο ότι η εκκλησία ήλεγχε εκ των έσω τα θεραπευτήρια της εποχής.

Εν τούτοις, η Μαρί πιστεύει στον Θεό και στους καλούς ανθρώπους. Πιστεύει στην προσευχή η οποία βοηθάει τους ανθρώπους να πεθαίνουν ήσυχα στον ύπνο τους. Οι σοφοί όμως άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ ήσυχοι… Ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει γνώση και άγνοια και τις αντιστοιχίζει με το δίπολο δυστυχία και ευτυχία.

Μια γυναίκα στα 55 της χρόνια και δη με χέρια που πάσχουν από έκζεμα από τη χλωρίνη δεν είναι εύκολο να προκαλέσει το ερωτικό ενδιαφέρον, κάτι το οποίο δεν ισχύει για ένα συνομήλικο άτομο του αντίθετου φύλου. Και εδώ η Μαρί διαπιστώνει μια ακόμη ανισότητα, εκείνη που υφίσταται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το επιχείρημα της ανικανότητάς της να ξυπνήσει τον πόθο θα προβάλει και ο δικηγόρος της όταν η θυρωρός της πολυκατοικίας θα την κατηγορήσει για «ερωτικές κραυγές» που ξεσηκώνουν και ενοχλούν τους φιλήσυχους και «τίμιους» ενοίκους του κτηρίου.

«Η ανθρωπότητα είναι καμωμένη από δυστυχίες», την ακούμε να συμπεραίνει με πικρία στο έργο. Ύστερα από 15 χρόνια ήρεμης διαμονής στην επταώροφη πολυκατοικία, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με τη θυρωρό, το βοθρατζή, το νυχτοφύλακα και το μουγγό, δραματικά πρόσωπα – τύπους που θα την μεμφθούν ο καθένας και για κάτι διαφορετικό. Πότε για δυσωδία, πότε για ακαταστασία και πότε για πορνεία…

Ψέμα, υποκρισία, σκληρότητα, νόμοι που «αναποδογυρίζουν», ανθρωποφαγία, απελπισία, παράνοια και τραγέλαφος θα «ντύσουν» τη δίκη στην οποία σύρεται επί ένα χρόνο η Μαρί, ο αδύναμος κρίκος μιας κοινωνίας που επιβεβαιώνεται μέσα από την επιβολή της στον ανίσχυρο.

Θα κατορθώσει τελικά η Μαρί να τα βγάλει πέρα με την απρόσωπη εταιρεία όπου ανήκει η πολυκατοικία αλλά και την κακία των ατόμων που της επιτίθενται για να τη διώξουν;

Πρόκειται για ένα μονόλογο πραγματικό κάδρο της εποχής εκείνης στο Παρίσι διά χειρός Ζωρζ Μπρασσάι. Η Ελένη Παπαχρηστοπούλου με ξεχωριστό υποκριτικό μεράκι υποδύεται την ταλαίπωρη Μαρί (μας θύμισε την Ελληνίδα «Καθαρίστρια» του Αντώνη Τσιπιανίτη σε ερμηνεία της Μαρίνας Γεωργοπούλου όχι πολλά χρόνια πριν) και χωρίς ίχνος βίας να μας πείσει για τίποτα αξιοποιεί με άνεση τα ευάριθμα κωμικά στοιχεία του έργου. Σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη και δάσκαλό της σκιαγραφεί τόσο τα χαρακτηριστικά της Μαρί όσο και της εποχής και της κοινωνίας στην οποία αυτή ζει και παλεύει να επιβιώσει. Αξιοσημείωτη είναι σε κάποια στιγμή η χρήση του γ' ενικού, στοιχείο που παραπέμπει ευθέως στην μπρεχτική αποστασιοποίηση.

Πολύ όμορφα τα σκηνικά και τα κοστούμια των οποίων την επιμέλεια έχει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Σημαντικός είναι πάντα και ο αφανής ήρωας βοηθός σκηνοθέτη που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Γιάννης Σταματίου.

Τέλος, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το ΕΚΣΤΑΝ συνιστά έναν πολυχώρο τέχνης ίσως όχι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό αλλά εξαιρετικά καλαίσθητο και φιλικό στη συμβολή των οδών Πατησίων και Καυταντζόγλου.

 

Πληροφορίες: https://www.facebook.com/ekstan/

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου