Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

 Ο ΓΑΜΟΣ

Του Μάριου Ποντίκα

Θέατρο ‘’ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ’’

Ναυπλίου 12, Κολωνός

 


Σκηνοθεσία: ΕΛΕΝΗ ΣΚΟΤΗ

 

Κυριακή, 6 Νοεμβρίου 2022

Ώρα 6.15 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

Ο ΦΑΥΛΟΣ, ΣΤΕΙΡΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

και η «Ελληνίδα Ιωάννα της Λωρραίνης»

Τρεις καρέκλες, όσοι και οι «ανακριτές-δικαστές» της οικογένειας, ένα φωτιστικό στη μέσα αριστερή από την πλευρά της πλατείας μεριά που υπονοεί – εισάγει το υπόλοιπο τμήμα του σπιτιού, ένα αναπηρικό αμαξίδιο που ομοιάζει με ηλεκτρική καρέκλα, μια νεαρή κοπέλα δεμένη χειροπόδαρα, καθηλωμένη, τιμωρημένη πάνω σε αυτό, ένα διαχωριστικό σίδερο που αντιστοιχεί στον χώρο της δικαστικής αίθουσας όπου «αποδίδεται» δικαιοσύνη: αυτά είναι τα λιτά props – σκηνικά αντικείμενα της παράστασης Ο γάμος σε σκηνοθεσία της μοναδικής, ξεχωριστής Ελένης Σκότη – πού αλλού; – στο θέατρο «Επί Κολωνώ» που πολλά χρόνια τώρα κοσμεί πολιτιστικά την πόλη της Αθήνας.

Ο Μάριος Ποντίκας, αυτός ο σπουδαίος δραματουργός που «έφυγε» πριν λίγο μόλις καιρό, και συγκεκριμένα στις 17 Σεπτεμβρίου 2022, μάς κληροδότησε μια σημαντική παρακαταθήκη από μια σειρά θεατρικών κειμένων που απογυμνώνουν την αλήθεια από κάθε φτιασίδι που μπορεί έστω και λίγο να την ωραιοποιήσει και την καταδεικνύουν μέσα από το «μεγαλείο» της νοσηρότητάς της. Ωμός, σκληρός, κοφτερός δεν διστάζει να ξεστομίσει όλη την αθλιότητα που περιέβαλλε την ελληνική κοινωνία ως προς το σκουριασμένο, αρρωστημένο της μυαλό που την κρατούσε πίσω και την έκανε να παραμένει βαλτωμένη στην απανθρωπιά της και τη μιζέρια της.

Ο γάμος ανέβηκε για πρώτη φορά στα 1980 στο θέατρο Τέχνης και σήμερα, 42 χρόνια μετά, συνεχίζει να ανατριχιάζει το κοινό που παρακολουθεί αηδιασμένο τα ήθη μια αμοραλιστικής εποχής που δεν απέχει και πολύ από τον παρόντα χρόνο.

 


Αθήνα – Νέα Φιλαδέλφεια – 1979

Μία νεαρή γυναίκα μόλις δεκαέξι ετών βιάζεται από έναν εικοσάχρονο άντρα σε πάρκο της γειτονιάς της. Το γεγονός γίνεται γνωστό, λαμβάνει εφιαλτικές διαστάσεις ενώ η κοπέλα παραπέμπεται σε ιατροδικαστή για να διαπιστωθεί το μέγεθος της «ζημιάς» στο κορμί της και πιο συγκεκριμένα στη ρήξη του παρθενικού της υμένα.

Στο στόχαστρο της αποτρόπαιας υπόθεσης το ίδιο το θύμα που κατηγορείται από την οικογένειά της για το συμβάν. Φέρει ξεκάθαρη ευθύνη για το πάθημά της, όπως της χρεώνουν οι δικοί της, διότι χωρίς αμφιβολία «προκάλεσε» και κυρίως «δεν αντιστάθηκε» άρα «της άρεσε», κοινώς «τα ήθελε». Επιπλέον, ο θύτης δεν έφερε εκδορές οπότε εκείνη δεν άπλωσε τα χέρια της για να τον απωθήσει. Η πράξη οφείλεται αποκλειστικά στην ίδια που πλέον είναι «χαλασμένο πράμα», ένα «πουτανάκι» που ντροπιάζει την οικογένεια και που φυσικά κανένας δεν θα θέλει παντρευτεί συμπαρασύροντας στην ίδια θλιβερή μοίρα την αδελφή της. Η τελευταία βέβαια έχει ήδη βιώσει ολοκληρωμένες ερωτικές εμπειρίες, γεγονός όμως που δεν μετράει γιατί πολύ απλά δεν είναι γνωστό στον κόσμο, στη γειτονιά… σε ένα κοινό που κρίνει αυστηρά, χυδαία, που κατακρημνίζει την ήδη κακοποιημένη γυναίκα, που εξευτελίζει τον πατέρα – άνδρα καθώς αυτός είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας (κανείς δεν θα αποδώσει το «άδικο» στη μάνα της Αφέντρας – αυτό είναι το μικρό όνομα του θύματος – γιατί η μάνα απλούστατα είναι «γυναίκα» και η κοινωνική της θέση εντοπίζεται χαμηλά, εκεί όπου δεν φθάνουν οι ευθύνες).

Η οικογένεια της Αφέντρας πιο εμετική και εξοργιστική κι από την ίδια την κοινωνία στην κριτική της οποίας αναφέρεται διαρκώς επικαλούμενη αυτή ως τον λόγο για τον οποίο η κοπέλα υφίσταται για δεύτερη φορά «βιασμό» μέσα στους κόλπους της εστίας της (κακοποίηση και πάλι αντί για προστασία, αντί για οχύρωση, αντί για ανακούφιση) φλέγεται από την έγνοια της απώλειας της «τιμής». Πρόκειται για πένητες που καλά – καλά, όπως τονίζει ο πατέρας στον αρραβωνιαστικό της Αφέντρας Γιώργο, δεν έχουνε να φάνε… Παρόλα αυτά, ο πατέρας δεσμεύεται να δανειστεί χρήματα προκειμένου ο Γιώργος να μην την εγκαταλείψει… και το ποσό αυτό θα δοθεί ως αντιστάθμισμα σε συνάρτηση με το μέγεθος της «ζημιάς». Η Γεωργία, η μεγαλύτερη αδελφή, αισιοδοξεί ότι το κακό δεν θα ναι τόσο μεγάλο δίνοντας πρόσκαιρα κουράγιο στους γονείς που έχουν απελπιστεί. Παράλληλα όμως, πρωτοστατεί στην λεκτική επίθεση που εξαπολύει σύσσωμη η οικογένεια και φέρνει τον εαυτό της ως παράδειγμα προς μίμηση («εμένα γιατί δε με βιάσανε ποτέ;») ενώ μετανιώνει που δεν έφυγε από το σπίτι της όταν είχε παρουσιαστεί η «κατάλληλη» ευκαιρία. Αίτιος ο πατέρας της που της απαγόρευσε την «ηρωική έξοδο» τότε με έναν όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος «νταβατζή». Κι έτσι, η Γεωργία λιμνάζει στη φτωχογειτονιά με τη βρώμα των λεωφορείων και του βόθρου ενώ δουλεύει για να φέρνει το μεροκάματο στην οικογένειά της. Η μητέρα της Μαρία δεν εργάζεται ενώ ο πατέρας της κάνει μεταφορές – περιστασιακά μεροκάματα και τα «τρώει στην πρέφα», όπως τον λοιδορεί η γυναίκα του. Κάποτε όμως είχε κι αυτός μαγαζί κι ήταν νοικοκύρης… η Μαρία είναι η υπαίτια του ναυαγίου του που δαπανούσε τα χρήματα της επιχείρησης όχι όμως «για λούσα αλλά για την προίκα της Αφέντρας».

Τρομαγμένοι οι θεατές, με σφιγμένο το στομάχι, σοκαρισμένοι, με καρφωμένα τα μάτια στη σκηνή, χωρίς την παραμικρή παύση προσοχής και αισθήσεων, ίσως με μια ελαφριά ταχυκαρδία, ενθυμούμενοι πιθανόν, ανάλογα με την ηλικία τους, παρεμφερή σκηνικά από τη νεότητά τους… ιδίως οι γυναίκες. Θύματα κι αυτές ή μάρτυρες παρόμοιων γεγονότων... Όλη η παράσταση είναι μια τοιχογραφία της μεταπολιτευτικής κοινωνίας στην Ελλάδα που δεν λέει να εκσυγχρονιστεί, να γυρίσει σελίδα, να εξανθρωπιστεί, να εξυγιανθεί, να εξελιχθεί.

Ο Μάριος Ποντίκας τολμάει και το πράττει αντ’ αυτής με το θαρραλέο έργο του το οποίο απογειώνεται μέσα από τη συνταρακτική σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, μιας δημιουργικής καλλιτέχνιδος που γίνεται όλο και καλύτερη, όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο ώριμη, που δεν χορταίνουμε να τη θαυμάζουμε καθώς το ταλέντο της ξεχειλίζει, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα χωρίς περιθώριο για την παραμικρή αμφισβήτηση μέσα από την άριστη αξιοποίηση ενός τέτοιου κειμένου – διαμαντιού, από την τεχνική του slow motion – αργής κίνησης ειδικά στις σκηνές βίας και κατάθεσης μαρτύρων, από το σχεδόν ανύπαρκτο σκηνικό (δεν της χρειάζεται όπως διαπιστώνουμε), τις παράλληλες σκηνές (π.χ. ενόσω ο κατηγορούμενος απολογείται, η οικογένεια στολίζεται για τον γάμο) και το βασικότερο μέσα από την επίπονη δουλειά της πάνω στους τέσσερις ηθοποιούς του έργου που βρίσκονται στο ερμηνευτικό τους ζενίθ. Ο Ηλίας Βαλάσης είναι αποστομωτικός, τόσο φυσικός, πραγματικά εκπληκτικός στον ρόλο του πατέρα, ο Στέλιος Δημόπουλος πάλι αφήνει άφωνο το κοινό υποδυόμενος πολλαπλούς ρόλους από τον ιατροδικαστή – σύμβολο κυρίως της γραφειοκρατίας κι όχι τόσο της επιστήμης (ξύλινος λόγος, νόμοι επί νόμων, επί παραγράφων και εδαφίων) μέχρι τους μάρτυρες (παίζει και γυναικείο ρόλο με ένα ύφος γκροτέσκο που αρμόζει στο ποταπό επίπεδο της κοινωνίας, ενώ η βαριά, επαρχιώτικη προφορά που φέρουν ορισμένοι από τους γείτονες – μάρτυρες εκπροσωπεί την αστυφιλία της εποχής φέρουσα όλα εκείνα τα στοιχεία της μικροπρέπειας και του μισογυνισμού αλλά και της έλλειψης μόρφωσης: «βιάστηκε διά της βίας...»), τον εισαγγελέα και τον συνήγορο υπεράσπισης επίσης τον εργοδότη και στο τέλος τον «γαμπρό».

Εξαιρετικές όμως είναι και οι τρεις γυναίκες ηθοποιοί: η Μαρία Κατσένου που υποκρίνεται τη μητέρα, το μόνο πρόσωπο που υπερασπίζεται την άτυχη κοπέλα χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς ο λόγος του τοξικού, αυταρχικού και κτηνώδους πατέρα – αρσενικού επιβάλλεται απόλυτα. Η Αθανασία Κουρκάκη στον ρόλο της Γεωργίας που μεταχειρίζεται την αδελφή σαν “res”, αντικείμενο άψυχο χωρίς προσωπικότητα, χωρίς συναισθηματικό κόσμο, προβάλλει τον εαυτό της μέσα από τον βιασμό, φθονεί την Αφέντρα ενώ αποπειράται να επωφεληθεί όσο μπορεί της κατάστασης, σε συνεργασία πάντα με τον πατέρα της τον οποίο υπηρετεί, υπακούει αλλά και από τον οποίο δέχεται σωματική βία. Εξάλλου, της «αξίζει» όπως αξίζει και στη μητέρα της και προφανώς στην Αφέντρα. Τέλος, η Μέγκυ Σούλι, άλαλη, σοβαρά τραυματισμένη, μιλώντας μόνο μέσα από τον παλμό του σώματός της και τις εκφράσεις του προσώπου της αποδίδει ιδανικά το θύμα του οποίου τα βάσανα εκφράζουν όλα εκείνα τα πλάσματα που δυστύχησαν, πόνεσαν αφόρητα και συμβιβάστηκαν μη έχοντας ποτέ την ευκαιρία να ψελλίσουν ούτε λέξη.

Πώς ορίζεται ο «βιασμός»; Αφορά μόνο τη σάρκα ή σε μεγάλο βαθμό και την ψυχή; Πότε επιτελείται; Από έναν άγνωστο εις βάρος μιας εξίσου άγνωστης; Ή μήπως κατοικεί και μέσα στις οικογένειες ανάμεσα στα έγγαμα ζευγάρια;

Ποιος εξαντλεί την αυστηρότητά του σε μια ανήλικη κοπέλα που δεν είναι πια παρθένα; Η φαρμακερή κοινωνία ή η ίδια της η συμπλεγματική οικογένεια;

Πού τοποθετείται μια γυναίκα «όπως της αξίζει»; Στην κουζίνα όπως κραυγάζει σε ένα μισάνθρωπο παραλήρημα ο πατέρας ή μήπως και στο ανθυγιεινό εργοστάσιο πλαστικών για να εξασφαλίζει χρήματα στην οικογένεια και μάλιστα ενώ ακόμα είναι ανήλικη και θα έπρεπε να φοιτά «φυσιολογικά» στο σχολείο;

Τέλος, πώς ξεπλένεται η τιμή της αμαυρωμένης οικογένειας; Η αυτοκαταστροφή είναι μονόδρομος, η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης της εποχής γλυκαίνει και κολακεύει ενώ η πρόταση γάμου μαζί με την καταβολή σημαντικού ποσού που καρπώνεται εντούτοις μόνος του ο πατέρας (και θα μπορούσε να είναι και υψηλότερο) επιφέρουν την οριστική λύση στον θύτη που γλιτώνει τη φυλακή και στη βουβή κοπέλα που δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στο ίδιο της το μέλλον.   



Ο Μάριος Ποντίκας γράφει ρεαλιστικό θέατρο, ένα είδος που στη συνέχεια απαρνήθηκε (τρανή απόδειξη διάφορα έργα του όπως Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια) καθώς ο λόγος – η λογική δεν είχαν πια τίποτα να του πούνε. Ήδη μέσα στο παρόν έργο, τον αμφισβητεί ισχυρά ζωγραφίζοντας ένα παράλογο, παρανοϊκό τοπίο και την ίδια στιγμή βάζοντας στο στόμα των ανδρών, πατέρα και γαμπρού, τον ίδιο τον αδύναμο, κούφιο, λίγο κατά τον συγγραφέα λόγο: «δεν παίρνω πίσω τον λόγο μου…» ο πρώτος, «στον λόγο της τιμής μου» ο δεύτερος…

Ο πρωτοπόρος συγγραφέας καταθέτει ένα οξύ, ανελέητο και καυστικό σχόλιο κατά της οπτικής της ελληνικής κοινωνίας και περισσότερο της ελληνικής οικογένειας απέναντι στη γυναίκα που αντιμετωπίζεται ως πολίτης β’ κατηγορίας. Έτσι, ο συνήγορος υπεράσπισης θα επιχειρηματολογήσει υποστηρίζοντας ότι η Εκκλησία μας (τι πιο αξιοσέβαστο εξάλλου;) δεν επιτρέπει την είσοδο της γυναίκας στο Ιερό ενώ όλες οι απαξίες και τα δεινά στη ζωή του ανθρώπου είναι γένους θηλυκού ταυτίζοντας την υποκειμενική αλήθεια με τη γραμματική. Η γυναίκα σε κάθε περίπτωση φέρει μερίδιο ευθύνης για τον βιασμό της καθότι όπως ακούμε συχνά από τους μάρτυρες το θύμα ήταν «πεταχτούλα» ενώ ο θύτης «έβλεπε γυναίκα και κοκκίνιζε». Μάλιστα, η παραβατική συμπεριφορά συνυφαίνεται και με την οικονομική στέρηση που συχνά αποκτηνώνει τον άνθρωπο (ένα ακόμη επιχείρημα του δικηγόρου) ενώ νωρίτερα η γελοιότητα της κοινωνίας ως προς την απόδοση δικαιοσύνης εκφέρεται μέσω του εισαγγελέα που ως δημόσιος κατήγορος προτείνει τη «βαρύτατη» ποινή κάθειρξης τριανταέξι ολόκληρων μηνών στον βιαστή!

 Μια παράσταση που ταράζει και αφυπνίζει μην αφήνοντας στο κοινό το περιθώριο να επιτρέψει εφεξής τριτοκοσμικά φαινόμενα ανισότητας, ρατσισμού, έμφυλης βίας, εκμετάλλευσης και σαδισμού.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:

Κείμενο: Μάριος Ποντίκας

Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη

Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου

Κοστούμια: Μαρία Αναματερού

Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος

Μουσική & Sound design: Στέλιος Γιαννουλάκης

Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηνικολάου, Μαρία Αναματερού

Βοηθός σκηνοθέτιδος: Φαίδρα Αγγελάκη

Υπεύθυνοι επικοινωνίας παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας

Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού

Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

 

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά)

Ηλίας Βαλάσης, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Κάτσενου, Αθανασία Κουρκάκη, Μέγκυ Σούλι

 

Video: https://www.youtube.com/watch?v=AH51Ly2kHLs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου