Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

 

Ο ΠΑΙΧΝΙΔΟΠΟΙΟΣ

του Τζωρτζ Κάντογκαν Γκάρντερ ΜακΚέυ

Θέατρο ΜΙΚΡΟ ΓΚΛΟΡΙΑ

Ιπποκράτους 7, Αθήνα

 

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΕΝ

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίνα Σωτηροπούλου

 

Κυριακή, 20 Νοεμβρίου 2022

Ώρα 8.15 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση της Μαρίνας Αποστόλου

 

Σαδιστική παράνοια υπό τους ήχους της Μαντάμ Μπάτερφλαϊ

 

 

                       

Μερικές από τις κοφτερές ατάκες – τροφή για συλλογισμό του δραματικού κειμένου:

«Ο νόμος είναι γελοίος!»

«Το έγκλημα είναι ότι το συνηθίζουμε… Λες ok και πας παρακάτω…»

«Πίσω από την εμμονή κρύβεται κάτι αθώο και γλυκό…»

«Ενδόμυχα, όποιος είναι καμένο χαρτί, όλοι τον αγαπάνε…»

«Ένα δέντρο, όταν πεθαίνει, το θάβει κανείς; Κανείς! Μένει εκεί όμορφο και λυγερό…»

«Άνθρωποι σαν κι εμάς θέλουν προσοχή…»

«Ο καθένας μπορεί να σκοτώσει…»

«Η εγγύτητα του θανάτου λειτουργεί αφροδισιακά…»

«Όσο πιο απάνθρωπο είναι το έγκλημα, τόσο πιο ανθρώπινη η τιμωρία του…»

 

Πώς γίνεται να χωρέσει η απόλυτη εγκληματική παράνοια μέσα σε 65’ θεατρικού χρόνου; Πώς γίνεται αυτή η «προδιαγεγραμμένη» τρέλα του ανθρώπινου νου να παρασταθεί μέσα στον μινιμαλιστικό χώρο ενός θεάτρου όπως είναι η περίπτωση του Μικρού Γκλόρια;

Στο πρώτο ερώτημα απαντά το εξαιρετικής πυκνότητας και δραματικής αξίας κείμενο – ξυράφι του Νεοϋορκέζου Τζωρτζ Κάντογκαν Γκάρντερ ΜακΚέυ ενώ στο δεύτερο την απάντηση δίνει ο πολύ ταλαντούχος, maître των σκοτεινών ψυχολογικών θρίλερ σκηνοθέτης και μεταφραστής Αλέξανδρος Κοέν.

«Η παράσταση έχει ήδη αρχίσει…» ακούμε υποβλητικά από το μεγάφωνο όταν ζητείται από το κοινό να απενεργοποιήσει τα κινητά του τηλέφωνα κι έτσι το μυστήριο αρχίζει…

Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός σπιτιού καλαίσθητου και νοικοκυρεμένου που συνδυάζει τις αποχρώσεις του μαύρου και του κόκκινου: του σκότους και του αίματος. Στον καναπέ του, ξαπλωμένη, βασανίζεται χωρίς να μπορεί να αναπαυθεί ούτε και στον ύπνο της η Κλωντ Κρίστοφερ, μία νεαρή και όμορφη ψυχίατρος που ερευνά σε σημείο εμμονής την περίπτωση ενός ψυχοπαθούς εγκληματία που καθιστά μέσω της λοβοτομής τα θύματά του (πάντα νέες γυναίκες) ανήμπορα να κουνηθούν και να επικοινωνήσουν ακριβώς σαν να ήταν άψυχα παιχνίδια.

Μια απρόσμενη επίσκεψη μέσα στη νύχτα στη μοναχική γυναίκα που πλέον δεν έχει ούτε συγκάτοικο ούτε αρραβωνιαστικό. Ένας περιέργως χαλασμένος συμπλέκτης αυτοκινήτου που αντικαθίσταται από έναν καινούργιο μέσα σε μαύρη σακούλα, μια γνωριμία σε γήπεδο τένις που έχει ήδη προηγηθεί, αλκοολούχα ποτά (βότκα και τεκίλα), ένα κομμένο τηλέφωνο, ένας στηθόδεσμος που ενοχλεί αλλά η αφαίρεσή του δεν ικανοποιεί αρκετά το βλέμμα, ένας χυμός από φρέσκα φρούτα αλλά και ένας φακός που εσωκλείει το μικρό εκείνο αντικείμενο το οποίο θα δώσει τη λύση στην πλοκή.

Ένας μάλλον ντροπαλός ηδονοβλεψίας («σκοποφιλικός» όπως ακούμε να είναι ο επιστημονικός του όρος), ένας επ’ αμοιβή χειρομάντης, ένας ομοφυλόφιλος (και άρα ακίνδυνος για μια μόνη γυναίκα που και φοβάται και που ψάχνει να βρει την αλήθεια), ένας ηθοποιός που δουλεύει τον ρόλο του και ταυτίζεται με αυτόν αλλά και ένας στυγνός, αμετανόητος δολοφόνος είναι τα πολλαπλά πρόσωπα που ενσαρκώνει εναλλάξ με γρήγορες διαδοχές και χωρίς περιθώριο στους θεατές για ανάσα ο εξαιρετικός ερμηνευτής Γιώργης Παρταλίδης που με άνεση και περισσή πειστικότητα γίνεται Πήτερ επί σκηνής.

Μία επιστήμονας που τελεί υπό ένταση και τρόμο, που πασχίζει να χειριστεί κάθε λεπτό τον επισκέπτη – φίλο – φαρσέρ – υποψήφιο βιαστή/εραστή – θύτη της. Εμφανώς κουρασμένη, σχεδόν άρρωστη ωστόσο πολύ ευφυής, ερευνά, αμύνεται, συνεργάζεται, διαχειρίζεται, πίνει, συνουσιάζεται, σοκαρίζεται, καταρρέει και αναπτερώνεται, μεθάει με τους ήχους της όπερας ενώ από τα ράφια της πέφτουν σελίδες του θεατρικού έργου στα γαλλικά «Περιμένοντας τον Γκοντό» όταν εκείνη συμπλέκεται με τον Πήτερ, τον άνδρα που εισβάλλει στον χώρο της. Αυτή η παράξενη γυναίκα είναι η Ραφίκα Σαουίς που πραγματικά εντυπωσιάζει το κοινό με τη μεταμόρφωσή της ανταποκρινόμενη τόσο αποτελεσματικά στον ρόλο της ψυχιάτρου Κλωντ. Είναι συνάμα θλιμμένη, πεισματάρα, αισιόδοξη μα και λάγνα, όπως τη χαρακτηρίζει με βάση την παλάμη της ο «χειρομάντης» που την ψυχογραφεί. Όπως ακριβώς είναι και κάθε επιστήμονας που εμβαθύνει στον υπερθετικό βαθμό στο πεδίο που τον απασχολεί.

Ο Πήτερ δεν είναι και τόσο ανεπιθύμητος: εισέρχεται στην οικία όχι σαν διαρρήκτης που παραβιάζει ιδιωτικό χώρο αλλά σαν φίλος, καλοπροαίρετα. Η Κλωντ τρέμει σύγκορμη εντούτοις παλεύει να επικοινωνήσει μαζί του. Πότε γνωρίστηκαν; Συχνάζουν όντως και οι δύο στον ίδιο αθλητικό χώρο; Πώς μπορεί να τη βοηθήσει με το χαλασμένο της αυτοκίνητο; Κανένας δεν την πιέζει να του δώσει τη φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της ως βοηθητικό εργαλείο και ακόμα περισσότερο το κλειδί του αυτοκινήτου της. Ωστόσο, εκείνη όλα τα πράττει καρδιοχτυπώντας και αμφιβάλλοντας. Όπως διερευνά το περιστατικό του «παιχνιδοποιού» μέσα από τα θύματα – ασθενείς της, έτσι γυρεύει να βρει ποιος ακριβώς είναι ο Πήτερ. Τον ψυχαναλύει σκοντάφτοντας διαρκώς στα ψέματα που ο ίδιος ξεστομίζει αβίαστα ενώ εκείνη τα δέχεται μέχρι την επόμενη αποκάλυψη που δεν αργεί καθόλου. Είναι αδύνατον να είναι ο γνωστός ηδονοβλεψίας της περιοχής… Όλοι αυτοί είναι δειλοί, 45αρηδες ηλικιακά που ταΐζουν πάπιες και μένουν ακόμα με τη μάνα τους, όπως λέγεται στο έργο. Πιο πολύ πείθει για ηθοποιός όταν μέσα στο σκοτάδι θα τρομάξει και θα φωνάξει «ένας μαλάκας είμαι» δεχόμενος το μαχαίρι – αντικείμενο αυτοπροστασίας που χρησιμοποιεί η γιατρός.

Πολλά κορίτσια (τέσσερα παρακολουθεί η Κλωντ) έχουν ήδη γίνει «παιχνίδια» εξαιτίας του ασύλληπτου ακόμα βιαστή τους που τις έχει καταδικάσει σε αναπηρικό αμαξίδιο εφ’ όρου ζωής. Χορηγώντας τους ηρεμιστικό για ζώα, τις αχρηστεύει εγκεφαλικά απολαμβάνοντας το προϊόν του νοσηρού του μυαλού. Κι όμως: δεν πρόκειται για φόνο… ο τύπος αυτός δεν ονομάζεται από τη δικαιοσύνη της χώρας του «δολοφόνος» και οι πράξεις του δεν είναι παρά απλά «αδικήματα» που τιμωρούνται από 2 έως 6 χρόνια ποινής φυλάκισης (το έργο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στη Νέα Υόρκη). Παρανοϊκοί πολίτες – άλογοι νομοθέτες. Αιχμηρό λοιπόν το σχόλιο του ΜακΚέυ πάνω στην έλλειψη δικαιοσύνης.

Εξάλλου, όπως τονίζει ο Πήτερ, «δεν χρειάζεται λουτρό αίματος…» Η Κλωντ θα γίνει διάσημη, θα είναι «η δωδέκατή του» κι αυτό μόλις μέσω ενός μυοχαλαρωτικού που ξεκινάει με τσιμπήματα στο πρόσωπο και καταφέρνει να ηρεμήσει «μέχρι και ελέφαντα».

Το κείμενο του Αμερικανού δραματουργού είναι ένα αληθινό διαμάντι στο έπακρο αξιοποιημένο από τον Αλέξανδρο Κοέν, ο οποίος όχι απλά το μεταφράζει άψογα αλλά και το δουλεύει αριστοτεχνικά πάνω στους δύο ηθοποιούς του. Τα σκηνικά αντικείμενα είναι επιμελώς επιλεγμένα, απόλυτα ταιριαστά στην υπόθεση του έργου. Οι φωτισμοί συμβάλλουν τα μέγιστα στην απόδοση ενώ η μουσική που δεν σταματά γεννάει εξ αρχής και συντηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης το συναίσθημα της αγωνίας και της αμφιβολίας.

Το ψέμα που συνιστά αποκλειστικά ίδιον του ανθρώπου, η αδυναμία του ίδιου να το πιστεύει αλλά και η δύναμή του να το αποκαλύπτει και να το αποκρούει, ο νόμος που δεν έχει λογική, η αυθυποβολή, οι συνειδητές επιλογές, τα σημάδια στο πρόσωπο που καταμαρτυρούν την αλλαγή στη ζωή μας, οι εξευτελιστικές εμπειρίες που βιώνουμε, η γοητεία που ασκούν η βία και το άγνωστο/άρρωστο, το μίσος και το πάθος που καταλήγουν στη συνουσία καθώς συνυπάρχουν και συμπορεύονται «χέρι – χέρι», η ικανότητά μας να ξεγελάμε και να ξεγελιόμαστε, η απάθεια ως προϊόν της συνήθειας, οι αποκλίνουσες συμπεριφορές και εν κατακλείδι η επιείκεια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού αποτελούν τις κύριες ιδέες – συστατικά του συγγραφέα του έργου.

 Ξεχωρίζουν στιγμές όπου ο Πήτερ – Γιώργης Παρταλίδης περιγράφει ανατριχιαστικά πώς μια ζέβρα κατασπαράζεται από μια αγέλη άγριων σκύλων (δική του επινόηση) αλλά και θυμάται τα παιδικά του χρόνια οπότε ήταν «κωλόπαιδο» απολαμβάνοντας τον πνιγμό χρυσόψαρων μέσα σε ζελέ από λεμόνι προοικονομώντας έτσι το δικό του τέλος.

 

 

Συντελεστές:

Παίζουν: Ραφίκα Σαουίς, Γιώργης Παρταλίδης

Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης

Κοστούμια: Γιάννης Αρβανίτης

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

 

 

Video: https://www.youtube.com/watch?v=1-8xGbpAaDI

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου