Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

 

ΒΟΫΤΣΕΚ

Του Καρλ Γκέοργκ Μπύχνερ

Θέατρο ‘’ΠΟΛΗ’’

Φώκαιας 4, Πλ. Βικτωρίας

 


Σκηνοθεσία – Διασκευή – Φωτισμοί:

Σταύρος Σ. Τσακίρης

 

Σάββατο, 26 Νοεμβρίου 2022

Ώρα 6.00 μ.μ.

 

Κριτική ανάλυση

της Μαρίνας Αποστόλου

 

"ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΜΑΧΑΙΡΙ''

Το να επιχειρήσει κανείς να ανεβάσει ένα τέτοιου διαμετρήματος δραματικό κείμενο επί σκηνής, όπως είναι ο Βόυτσεκ του Μπύχνερ, απαιτεί οπωσδήποτε πολύ σκληρή δουλειά αρχής γενομένης από την εις βάθος ανάγνωση και μελέτη του έργου˙ παράλληλα, χρειάζεται και η συνεξέταση του κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της εποχής της χώρας που αναπόδραστα ερέθισε και καθόρισε τη σκέψη του συγγραφέα οδηγώντας τον στο κειμενικό αυτό αποτέλεσμα. Ένα δραματικό προϊόν που λαχταράει να λάβει ζωντανή υπόσταση μέσα από ερμηνείες, μουσική, αφήγηση, κίνηση και φώτα. Εξάλλου, κάθε θεατρικό έργο είναι ένας βυθός μέσα στον οποίο καταδύονται οι συντελεστές για να βγάλουν στην επιφάνεια τον θησαυρό του. Και ίσως όλα τα δραματικά έργα να μην είναι το ίδιο πλούσιοι βυθοί, σίγουρα όμως ο Βόυτσεκ, ιδιαίτερα φιλοσοφικός, κρύβει μαργαριτάρια συνυφασμένα με την ανθρώπινη ταυτότητα, αδυναμία και αξιοπρέπεια στο πλαίσιο μιας κοινωνίας βαθιά άδικης και σκληρής. Δίκαια λοιπόν θεωρείται ο προάγγελος του γερμανικού θεάτρου του 20ου αιώνα και του Μπρεχτ (εξάλλου, ο Βόυτσεκ παίχτηκε εκατό χρόνια μετά τη συγγραφή του όταν περίπου γεννήθηκε και Η όπερα της πεντάρας) τόσο χάρη στο περιεχόμενό του όσο και χάρη στην τεχνική του. Μια τεχνική που ο Τσακίρης σέβεται και αναδεικνύει απόλυτα καθώς, χωρίς υπερβολή, πολλές στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο θεατής που γνωρίζει διακρίνει συχνά σπέρματα από το επικό θέατρο. Τέτοια είναι η μουσική και το τραγούδι, η αφήγηση, η χρήση επιγραφών στον τοίχο κυρίως για τη σήμανση της ώρας (σημειωτέο πως τα γεγονότα εκτυλίσσονται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο) και την αναπαράσταση των ζώων, η χρήση μασκών αλλά και πολλές στιγμές η έλλειψη συναισθήματος από την πλευρά των ηθοποιών που δείχνουν σαν να στέκονται απέναντι από τον δραματικό χαρακτήρα που υποδύονται – σίγουρα όμως δεν μιλάμε για «αποστασιοποίηση». Επιπλέον, η καταγγελτική διάθεση για κοινωνική ανατροπή κόντρα στη δύναμη του ισχυρού και του παράλογου. Ακόμη, σκηνές που μοιάζουν ασύνδετες μεταξύ τους ωστόσο άνετα εντάσσονται στο σύνολο του έργου νοηματικά προωθώντας πλοκή και εξέλιξη. Οι σύγχρονης αισθητικής αποσκευές που βλέπουμε επί σκηνής προβληματίζουν τον θεατή κάνοντάς τον να υποθέτει ότι ίσως ο σκηνοθέτης αφήνει μια πόρτα ανοικτή προς το μέλλον, σε ένα ταξίδι προς ένα καλύτερο αύριο, μια μετάβαση ενδεχομένως σε μια καλύτερη ζωή από αυτή που παρουσιάζει και κατακρίνει ο Μπύχνερ μέσω του έργου του. Εντύπωση τέλος προκαλεί η σχεδόν διαρκής παρουσία και των έξι ερμηνευτών πάνω στη σκηνή οι οποίοι εργάζονται άοκνα καθ’ όλη την παράσταση άσχετα με το μέγεθος του ρόλου τους.

Η σκηνοθεσία και απόδοση του έργου είναι αναμφίβολα εξαιρετικές: πράγματι, το κοινό μεταφέρεται πίσω στο παρελθόν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα στη Γερμανία και έρχεται σε επαφή με πολλές από τις παθογένειες και τις ανησυχίες της τότε κοινωνίας αλλά και τις εκκολαπτόμενες επιστήμες που μάχονταν να βγουν στο φως με όποιο τίμημα. Ο Τσακίρης έχει στα χέρια του ένα «γίγαντα», τον ίδιο τον Βόυτσεκ τον οποίο καλείται να συλλάβει και να αντιληφθεί σε πρώτο χρόνο αλλά και να «δαμάσει» στη συνέχεια καθώς πρόκειται για ένα κείμενο πολύ υψηλών απαιτήσεων τόσο που υπάρχει, κατά μία έννοια, ο κίνδυνος ο θεατής να διακόψει προς στιγμή τη θέαση – απόλαυση των ηθοποιών και να απορροφηθεί από το μεγαλείο της γραφής του Μπύχνερ.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια αποτελούν ιδανικές επιλογές του Αλέξανδρου Ψυχούλη που επιμελήθηκε άψογα αυτά τα δύο βασικά και αλληλένδετα κομμάτια της παράστασης. Έτσι, οι θεατές καθήμενοι στην πλατεία αντικρίζουν μεμιάς ευάριθμα στρατιωτικά στοιχεία όπως λ.χ. ένα κράνος, ένα στρατιωτικό σακίδιο αλλά και σφουγγαρίστρες και κουβάδες που υπονοούν τις αγγαρείες των φαντάρων (δηλαδή των «έξυπνων δούλων» όπως ακούμε να λέγεται). Επίσης, διακρίνεται ένα μπουκάλι κονιάκ (ή αλλιώς μπράντι όπως λέγεται) μόνο για όσους μπορούν να το χαίρονται όπως ο λοχαγός αλλά και στη συνέχεια παρατηρούμε το καρότσι μωρού εποχής που φέρει η Μαρία αλλά και τον ερυθρό σταυρό σύμβολο του νοσοκομείου όπου πειραματίζεται ο ασπροφορεμένος ιατρός νευρολόγος. Δεξιά της σκηνής από την πλευρά της πλατείας, παίζει ηλεκτρικό πιάνο η Ηρώ που τραγουδά ζωντανά σε ελληνικά και γαλλικά, διηγείται αλλά και συνδιαλέγεται ενίοτε με τα δραματικά πρόσωπα ως ανιματρίς στο τσίρκο. Συγχαρητήρια θα θέλαμε να δώσουμε και στην ιδέα για τη χειροκίνητη σκηνή που περιστρέφεται χάρη στη συμμετοχή των ίδιων των ηθοποιών.

Βρισκόμαστε στη Λειψία την 21η/6/1821. Πρόκειται για το θερινό ηλιοστάσιο που εορτάζεται ξέφρενα με σκοπό να ξορκίσουν οι άνθρωποι τον αιώνιο εχθρό τους: τον θάνατο. Ο Βόυτσεκ, τον οποίο υποδύεται χαρακτηριστικά ο ταλαντούχος Γιάννης Παπαζήσης, είναι επαγγελματίας στρατιώτης αλλά κάνει και οποιαδήποτε άλλη εργασία αρκεί να εξοικονομήσει λίγα γρόσια. Έτσι, παριστάνει τον μπαρμπέρη του λοχαγού και όλου του λόχου χωρίς συγκεκριμένο μισθό αρκούμενος στα φιλοδωρήματα. Ταυτόχρονα, έχει δεχθεί να είναι το πειραματόζωο ενός νευρολογικού πειράματος με αμοιβή δύο γρόσια. Για τον σκοπό αυτό, τρώει μόνο μπιζέλια από κονσέρβα κι εν συνεχεία προσφέρει τα ούρα του προς ανάλυση. Ο έλεγχος της συμμετοχής του στο πείραμα είναι αυστηρός και κάθε λάθος του ισοδυναμεί με αφαίρεση χρημάτων από την αμοιβή του. Μότο του είναι η φράση: «Ναι σε όλα» θέλοντας έτσι να σημάνει πως δεν μπορεί να αρνηθεί οτιδήποτε του απαλύνει την οικονομική του ανέχεια. Οι συστρατιώτες του τον θεωρούν ‘’σαλεμένο’’, ‘’αγαθιάρη’’ μα και ‘’σπιούνο’’. Είναι μάλιστα πατέρας ενός βρέφους που απέκτησε χωρίς την ευλογία της εκκλησίας με μια όμορφη και πολύ ελκυστική πόρνη, τη Μαρία (Βασιλική Τρουφάκου) με την οποία και συμβιώνει εκτός γάμου. Πρόκειται για ένα θηλυκό του οποίου το βλέμμα διαπερνά «εφτά στρώσεις δερμάτινα παντελόνια».

Την τελευταία ορέγονται διακαώς διάφοροι άνδρες με κορυφαίο τον (χωρίς όνομα) λοχαγό (Ιάσων Παπαματθαίου), ο οποίος όσο κι αν διατυμπανίζει την αξία του περιορισμού της σάρκας και της επικράτησης του πνεύματος, εντούτοις υποτάσσεται στη γοητεία της Μαρίας πληρώνοντας, όπως ξέρει καλά να κάνει, το ανάλογο αντίτιμο. Οι γυναίκες φαίνεται πως είναι κι η μεγάλη του αδυναμία καθώς ένα ζευγάρι απλωμένες κάλτσες αρκούν για να του ξυπνήσουν την ερωτική επιθυμία. Ασκεί πάνω στον Βόυτσεκ μια ανήθικη εξουσία. Τον προστάζει, τον προσβάλλει, τον ταπεινώνει, τον θεωρεί ακόμα και «απατεώνα». Φθονεί μάλιστα όταν η Μαρία λαμβάνει αμοιβή από τον γιατρό μόνο και μόνο για να του χαρίσει την απλή όψη του θεσπέσιου κορμιού της, γεγονός που φροντίζει να φτάσει στα αυτιά του ζηλιάρη Βόυτσεκ. Ζει μόνος, δεν θέλει μια σύντροφο που να τον ζαλίζει με την ομιλία της ούτε και παρέα με «βλάκες». Κλωτσάει εύκολα τον υποτακτικό του Βόυτσεκ και τον λούζει με το μπράντι όταν θυμώσει μαζί του. «Όλοι είμαστε αμαρτωλοί Βόυτσεκ, μην νιώθεις μοναξιά» θα του πει για να τον παρηγορήσει αλλά και θα τον κατακεραυνώσει πολλάκις με δηλώσεις του τύπου: «Έχει μπει μέσα σου ο διάολος για να χλευάζεις τον Θεό». Όσο για τη γνώμη του για την αναδυόμενη ιατρική που εκπροσωπεί ο νευρολόγος εγκλωβίζεται σε υποτιμητικές λέξεις όπως ο «χασάπης» και προφανώς όχι άδικα καθότι οι μέθοδοί της εκείνη την εποχή ήταν απάνθρωπες και όχι και τόσο βάσιμες, όπως παρακολουθούμε. Στον πόλεμο, όπως υποστηρίζει με στόμφο, έχουμε έναν και μόνο σύμμαχο: τον εαυτό μας. Και «δεν ποντάρουμε στην αστοχία του άλλου. Πυροβολούμε πρώτοι!» Εξάλλου, «κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν ανήθικο και ένα δολοφόνο» ενώ οι άνθρωποι πρέπει «να αισθάνονται και λίγο φονιάδες» διότι αυτό «ενισχύει τον ανταγωνισμό». Συνάμα είναι και κυνικός όταν λ.χ. αναφέρεται στην «αιωνιότητα» κάτι που μας «έχει γραμμένο στα αρχίδια του» εφόσον υπάρχει πάντα, πριν και μετά από εμάς θέτοντας έτσι στο κάδρο την ανθρώπινη ύπαρξη και τη ματαιότητά της. Παρόλη όμως την τραχιά του εικόνα, ο λοχαγός κρύβει και μια εύθραυστη πτυχή κι όχι μόνο αυτή ως προς τις γυναίκες. Κατατρύχεται από φοβίες σαν αυτή του κρεμασμένου σακακιού του που παραπέμπει σε ανθρώπινο κρέμασμα προοικονομώντας κατά κάποιο τρόπο την κατάληξη του φονιά στο έργο.

Ο Βόυτσεκ από τη δική του θέση φιλοσοφεί και πότε αναρωτιέται και πότε διαπιστώνει: «Γιατί φοβάμαι; Γιατί ζηλεύω; Γιατί να πονάει ο ακρωτηριασμός;… Με τις δυσκολίες πάει μπροστά ο κόσμος… Δεν ξέρω τι είναι θεός. Βλέπω όμως τη δύναμή του και φοβάμαι… Ο Χριστός όμως γεννήθηκε εκτός εκκλησιαστικού μυστηρίου… ΑΝ ήμουν πλούσιος, θα μου έστελνε τις ευχές του ο πάστορας γιατί θα είχε λαμβάνειν… Τα λεφτά σε κάνουν ενάρετο. Η αρετή είναι τόσο πολύτιμο πράγμα για να μην μπορούν να την αγοράσουν οι φτωχοί… Ας σβήσει ο Θεός τον ήλιο κι ας κυλιστούν όλοι στη μοιχεία…» Τρέμει ένα επικείμενο τέρας που θα επιτεθεί, γυρεύει όλο και πιο πολλά λεφτά, ζητάει από τη Μαρία περισσότερη υπομονή.

Μα και η Μαρία εμφανίζεται συνειδητοποιημένο άτομο αν και διπρόσωπο. Ξέρει πολύ καλά τη μοίρα της κι ότι το παιδί της θα είναι μια ζωή «το παιδί της πόρνης». Ο δρόμος κι οι βόλτες που κόβει με το καρότσι έξω είναι η μόνη της παρηγοριά ενώ όπως με πικρία δηλώνει: «Λίγοι μπορούν να πηγαίνουν όπου θέλουν. Να έχουν ζεστασιά και βολή» και πως «μόνο ο ύπνος μπορεί να μας σώσει». Φοβάται το σκοτάδι ενώ θυμίζει στον Βόυτσεκ ότι τής χρωστάει ένα χορό, αυτόν που θα χορέψουν μαζί για τελευταία φορά σε μια υψηλής καλλιτεχνικής αξίας σκηνή (Παπαζήσης – Τρουφάκου στην πιο δυνατή τους στιγμή). Αγαπά το χρήμα και πουλιέται για αυτό. Δείχνει να ανησυχεί για την υγεία του Βόυτσεκ και του φέρνει φαγητό στο στρατόπεδο αψηφώντας την απαγόρευση και αναλαμβάνοντας την ευθύνη όμως την ίδια ώρα και δεδομένου ότι δεν είναι έγγαμη μαζί του (κάτι λογικό το οποίο υπενθυμίζει ο συστρατιώτης Αντρές στον Βόυτσεκ), δε θα αρνηθεί τα χρήματα από τον γιατρό (Αργύρης Αγγέλου) και τα ακριβά μπιζού από τον λοχαγό.

Ο γιατρός είναι το έτερο αδίστακτο πρόσωπο που ασκεί τη χυδαία του εξουσία στον Βόυτσεκ (το μικρό όνομα του Βόυτσεκ είναι Φραντς, όπως ακούμε από τη Μαρία). Π.χ. γίνεται έξαλλος όταν συλλαμβάνει τον φτωχό στρατιώτη να ουρεί στον τοίχο (είναι κάτι που παραβιάζει τη συμφωνία τους) και τον απειλεί με δικαστήριο. Γίνεται όμως και προκλητικός όταν πιέζει τον Βόυτσεκ να ουρήσει με το ζόρι και χύνει μπροστά του το περιεχόμενο του μπουκαλιού ξεσπώντας έτσι όλη τη μικρότητα και τον σαδισμό του. Επιστημονικός του στόχος είναι να εξαλείψει, όπως καμαρώνει, τον ‘’θυμό’’ κάνοντας έτσι την ‘’ανατροπή’’ με τον άνθρωπο να ‘’σιχαίνεται κάθε σωματική ευχαρίστηση’’. Πιστεύει δε ότι μπορεί να προσφέρει στην ανθρωπότητα ‘’ένα μέλλον γεμάτο καλοσύνη’’. Μονομαχεί λεκτικά με τον λοχαγό μέσα από αλληλοταπεινώσεις δεχόμενος τις κατηγορίες εκείνου για ‘’εκφοβισμό και κατάχρηση της ιατρικής ιδιότητας’’. Παρόλα αυτά, εντοπίζει ένα μεγάλο κοινό σημείο ανάμεσα σε αυτόν και τον λοχαγό: το μίσος. Κι αυτό το αποδεικνύει ανερυθρίαστα την ώρα του πειράματος πότε με τη γάτα πάνω στον Βόυτσεκ και πότε με το κούνημα των αυτιών στο οποίο υποχρεώνει τον τελευταίο.

Ο Μπύχνερ εμπνέεται από ένα αληθινό γεγονός, την καρατόμηση ενός κουρέα επειδή σκότωσε την ερωμένη του και γράφει τον Βόυτσεκ. Ένα έργο που δεν κατόρθωσε να αποτελειώσει λόγω του πρόωρου θανάτου του από τύφο σε ηλικία μόλις 24 ετών (ας σκεφτούμε πόσα ακόμη αριστουργήματα θα είχε χαρίσει στο παγκόσμιο θέατρο αν είχε ζήσει φυσιολογικά τη ζωή του ως το τέλος). Ο Σταύρος Τσακίρης με τον θίασό του τολμούν να τιθασεύσουν ένα κείμενο που θίγει ποικίλες παραμέτρους της ανθρώπινης ζωής που προφανώς απασχολούν το ανθρώπινο είδος και τις κοινωνίες μέχρι σήμερα: την πενία, την ανέχεια, τις θυσίες, το ηθικό και το μη ηθικό, το μίσος, τη ροπή προς το χρήμα και την αμαρτία, την ύπαρξη ή μη του θεού. Ξεχωρίζουν ερμηνευτικά οι Παπαζήσης και Αγγέλου με τους λοιπούς ηθοποιούς (Παπαματθαίου, Τρουφάκου και Παπαδόπουλο στον ρόλο του στρατιώτη Αντρές) να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό σε μια παράσταση δύο πυκνών ωρών χωρίς διάλειμμα. Πρόκειται για ένα έργο που δεν ανεβαίνει τόσο συχνά ακριβώς διότι έχουμε να κάνουμε με μια δύσκολη πνευματική και καλλιτεχνική αναμέτρηση.

  

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ: https://www.facebook.com/POLHtheatro/  και https://www.facebook.com/watch/100063781232851/790741771981567/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου